ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2001
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΡΟΜΟΝΟΜΟΣ
Στην υπηρεσία της «νέας τάξης πραγμάτων»

Ολόκληρη η εισήγηση του Ι. Μανωλεδάκη, καθηγητή Ποινικού Δικαίου του ΑΠΘ, στην εκδήλωση της Δημοκρατικής Συσπείρωσης για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη, κατά του «τρομονόμου», που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 3/5/2001

Avaton

Η επιστήμη δεν μπορεί να καλλιεργείται έξω από τα προβλήματα της κοινωνίας. Να παραβλέπει ή να υποτιμά τις πρακτικές συνέπειες των επιλογών και τις επιπτώσεις των πορισμάτων της στον κοινωνικό χώρο. Ιδιαίτερα η νομική επιστήμη, δεν έχει απλώς ως προορισμό να ερμηνεύει τους νόμους ή να κρίνει την εφαρμογή τους από τα δικαστήρια. Πρέπει και να καθοδηγεί το νομοθετικό έργο έτσι ώστε να μην αποτελεί τούτο μια στεγανή έκφραση της πολιτικής βούλησης που κυβερνά κάθε φορά τον τόπο, αλλά να είναι ένα έλλογο προϊόν επιστημονικής επεξεργασίας που στηρίζεται στο δικαιικό σύστημα που ισχύει και στις θεμελιώδεις αρχές που το διέπουν.

Στην άσκηση αυτού του παρεμβατικού έργου η επιστήμη μπορεί να γίνει δυσάρεστη στην κρατική εξουσία. Ωστόσο, μόνο όταν έχει τη δύναμη να απαγκιστρώνεται από την εξουσία η επιστήμη, τότε μόνο μπορεί να διατηρεί την αξιοπιστία της αλλά και τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα που από τον προορισμό της πρέπει να έχει. Σε λίγες μέρες η Βουλή θα κληθεί να ψηφίσει ως νόμο του κράτους το σχέδιο που ετοίμασε το υπουργείο Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Η κοινή γνώμη πρέπει να διαφωτιστεί και να προκληθεί μια ευρύτερη συζήτηση των πολιτών για το σχέδιο αυτό. Η εκ των προτέρων κριτική μπορεί να αποτρέψει τα λάθη έστω και την τελευταία στιγμή. Αντίθετα, ο λόγος του Επιμηθέα, όσο κριτικός και αν είναι δεν απαλλάσσει την επιστήμη από τις ευθύνες της, όταν μπορούσε να μιλήσει εγκαίρως και δεν το έκανε.

Η επιστημονική αντιμετώπιση του θέματος


Avaton

Θα επισημάνω αρχικά 4 σημεία που πρέπει να έχουμε υπόψη μας για να αντιμετωπίσουμε επιστημονικά το θέμα.

1. Αυτό που διακρίνει το οργανωμένο έγκλημα από το κοινό έγκλημα δεν είναι η βαρύτητα των εγκλημάτων καθεαυτά, ούτε η αγριότητα με την οποία τελούνται. Ανθρωποκτονίες διαπράττουν και μη οργανωμένοι δράστες μεμονωμένα ενεργώντας και πολλές φορές με πολύ αγριότερο τρόπο απ' όσο οι οργανωμένοι δράστες. Η διαφορά βρίσκεται στη δυνατότητα του οργανωμένου εγκλήματος να στηρίζεται στην υποστήριξη στελεχών του κρατικού μηχανισμού, τα οποία μπορεί να βρίσκονται ακόμα και σε ανώτερες θέσεις της κρατικής ιεραρχίας. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος δεν πρέπει να γίνεται με αλλαγή επί το αυστηρότερο της ποινικής νομοθεσίας, η οποία στη χώρα μας είναι απολύτως επαρκής, αλλά με τη λήψη μέτρων για την εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού και την απομάκρυνση από αυτόν εκείνων των διεφθαρμένων στελεχών του που για λόγους κερδοσκοπίας συνεργάζονται με το οργανωμένο έγκλημα. Η θέσπιση ειδικού νόμου για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος όταν δεν κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, αποτελεί απλώς ένα άλλοθι της πολιτικής εξουσίας για την ανικανότητά της ή την απροθυμία της να προβεί στην αυτοκάθαρση του κρατικού μηχανισμού.


2. Στον τομέα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου που ισχύει σήμερα στη χώρα μας, η μόνη νομοθετική παρέμβαση που θα έπρεπε ίσως να έχει γίνει είναι η βελτίωση της τυποποίησης του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα που αναφέρεται στο έγκλημα της σύστασης και συμμορίας. Οχι επί το αυστηρότερο όπως έγινε, επί το καλύτερο, επί το σωστότερο. Αντί για την ασαφή και ξεπερασμένη σημερινή διατύπωση «όποιος συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν ορισμένο κακούργημα ή ενώνεται με άλλον για τη διάπραξη ορισμένων κακουργημάτων που δεν καθορίστηκαν ακόμη κλπ., τιμωρείται κλπ. κλπ.». Με την οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύσταση ή συμμορία και η απλή ανταλλαγή απόψεων ή η συναυτουργία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «όποιος συμμετέχει σε οργάνωση που έχει σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων» και να οριστεί τι σημαίνει οργάνωση. Το οργανωμένο έγκλημα προϋποθέτει οργάνωση και η ύπαρξή της είναι απαραίτητη για τη θεμελίωσή του. Απλή συμφωνία ή ένωση με άλλον δεν αρκεί για να χαρακτηρίσουμε ένα έγκλημα ως οργανωμένο και ένα δράστη ως οργανωμένο εγκληματία.

Εξάλλου, η απλή συμμετοχή σε οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων όταν δεν έχει ακόμα τελεστεί οποιοδήποτε έγκλημα από κάποιο μέλος της, δεν μπορεί και δεν πρέπει να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, αλλά να αποτελεί πλημμέλημα όπως συμβαίνει σήμερα. Με το σχέδιο νόμου γίνεται κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 χρόνια η απλή συμμετοχή. Κάνουν κακούργημα την απλή συμμετοχή για να μπορεί να γίνει προσωποκράτηση όσων συλλαμβάνονται για συμμετοχή στην οργάνωση έστω και αν δεν έχει τελεστεί ακόμα οποιοδήποτε έγκλημα.

3. Στον τομέα του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου. Εκτεταμένες τροποποιήσεις δε δικαιούνται να γίνονται εν θερμώ και βιαστικά. Υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει κατατεθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης εδώ και 6 χρόνια και πάνω σε αυτό θα έπρεπε να γίνει και να συνεχιστεί η συζήτηση. Αν κάτι επιβαλλόταν δικονομικά να γίνει για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος που δεν υπάρχει στη σημερινή νομοθεσία, θα ήταν μόνο η προστασία των μαρτύρων και μόνο αυτή.

4. Η ασφάλεια της κοινωνίας και των πολιτών αποτελεί οπωσδήποτε ένα σημαντικό αγαθό. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Σημαντικότερο όμως αγαθό συνιστά η ελευθερία και ο νομικός πολιτισμός που στηρίζεται σε αυτή. Η ασφάλεια μέσα σε μια κοινωνία - φυλακή χωρίς ατομικά δικαιώματα και εγγυήσεις για την προστασία τους δεν έχει αξία. Οταν μάλιστα η στέρηση των ελευθεριών δεν πρόκειται να εξασφαλίσει την ασφάλεια, τότε παίρνει τις διαστάσεις κοινωνικής δουλείας.

Ανοίγει το δρόμο σε άδικες καταδίκες

Ας έρθουμε όμως στις διατάξεις του σχεδίου ποιο αναλυτικά.

Στο 1ο άρθρο τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 χρόνια η απλή συμμετοχή σε οργάνωση που έχει ως σκοπό να διαπράξει κακουργήματα και αν ακόμα δεν έχει τελεστεί οποιοδήποτε από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα και ούτε το απλό μέλος της οργάνωσης έχει οποιαδήποτε συμμετοχή σε άλλη εγκληματική πράξη. Αν τώρα αναλογιστούμε πόσο εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί κανείς συμμέτοχος σε μια οργάνωση επειδή π.χ. είναι φίλος, κάνει παρέα, είναι ομοϊδεάτης κάποιου οργανωμένου, αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο από μια τέτοια διάταξη. Να βρεθεί δηλαδή κάποιος κατηγορούμενος για κακούργημα χωρίς να έχει κάνει απολύτως τίποτα. Η νομολογία των δικαστηρίων μας έχει να επιδείξει εδώ ιδιαίτερη αυστηρότητα. Ο Αρειος Πάγος έχει θεωρήσει ως απλό συνεργό εγκλήματος και εκείνον που βρίσκεται στον τόπο όπου τελείται το έγκλημα και δεν αντιδρά. Η επιστήμη έχει κατακρίνει αυτή τη θέση.

Το σχέδιο νόμου προβλέπει ως έγκλημα τιμωρούμενο σε βαθμό πλημμελήματος τη συμμετοχή και σε οργάνωση που σκοπεύει στην τέλεση πλημμελημάτων. Η επέκταση αυτή είναι εντελώς άστοχη. Κινδυνεύει η οποιαδήποτε τέλεση ενός ελαφρού εγκλήματος από τη φθορά ξένης περιουσίας μέχρι τη συμμετοχή σε απαγορευμένη συγκέντρωση ή την απλή απείθεια να υπαχθεί στις αυστηρές διατάξεις του σχεδίου και να τιμωρηθεί με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών.

Με την επέκταση λοιπόν του σχεδίου και στα πλημμελήματα, ολόκληρο πλέον το ποινικό δίκαιο κινδυνεύει με εύκολους χαρακτηρισμούς του όρου συμμετοχή, να υπαχθεί στις αυστηρές δικονομικές διατάξεις του σχεδίου, που σημαίνει: Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε να έχουμε μια νέα αυστηρότατη ποινική δικονομία η οποία θα αντικαταστήσει αυτή που υπάρχει σε όλη σχεδόν την έκταση και όχι μόνο στην περιορισμένη κλίμακα που εντελώς εξαιρετικά επιβάλλει η επικαλούμενη από τους εμπνευστές και συντάκτες του σχεδίου προστασία των πολιτών από το οργανωμένο έγκλημα. Η επέκταση αυτή πρέπει να φύγει εντελώς από το σχέδιο ως απαράδεκτη και επικίνδυνη για τις ελευθερίες των πολιτών.

Απαράδεκτη θεωρώ και τη διάταξη του άρθρου 2 του σχεδίου που προσθέτει ένα νέο άρθρο με αριθμό 187α στον ποινικό κώδικα, με τον υποκριτικό τίτλο «μέτρα επιείκειας». Πρόκειται για την απαλλαγή του μέλους εγκληματικής οργάνωσης από την προβλεπόμενη ποινή για τη συμμετοχή του σε αυτή, εάν καταγγείλει στην αρχή την οργάνωση και συμβάλλει στην εξάρθρωσή της, καθώς και την απαλλαγή όποιου καταγγείλει αξιόποινες πράξεις της οργάνωσης από την ποινή για έγκλημα που τέλεσε παραβαίνοντας το νόμο περί αλλοδαπών και περί εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων. Ακόμα προβλέπει και την αναστολή της απέλασης αλλοδαπού που βρίσκεται παράνομα στη χώρα αν καταγγείλει αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν από εγκληματική οργάνωση. Το σχέδιο αστοχεί διπλά. Δίνει ένα ευεργέτημα σε ανθρώπους που κατ' επάγγελμα εμπορεύονται την ανθρώπινη δυστυχία και πλουτίζουν από αυτή να μην τιμωρηθούν για τις πράξεις τους με το να καταγγείλουν τη δραστηριότητα ανταγωνιστών τους και τους παρέχει παράλληλα και ένα κίνητρο να προβαίνουν ακόμα και σε ψευδείς καταγγελίες που μπορεί να οδηγήσουν σε άδικες καταδίκες αθώων προκειμένου να εξασφαλίσουν το ατιμώρητο για τα δικά τους εγκλήματα.

Απαράδεκτες δικονομικές διατάξεις

Ακόμα σοβαρότερες είναι οι αντιρρήσεις για τις δικονομικές διατάξεις.

Στο άρθρο 4 προβλέπεται η εκδίκαση όλων των πράξεων συμμετοχής σε οργάνωση που έχει σκοπό την τέλεση κακουργημάτων από τα ποινικά εφετεία με αποκλεισμό των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων που λογικά με βάση το Σύνταγμα θα ήταν αρμόδια να δικάσουν. Πρόκειται για τη γνωστή έλλειψη εμπιστοσύνης στους λαϊκούς δικαστές που εκδηλώνεται τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο ιδίως στους κύκλους των τακτικών δικαστών. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι ότι οι λαϊκοί δικαστές φοβούνται να δικάσουν τους δράστες οργανωμένου εγκλήματος, ότι δεν έχουν νομική κατάρτιση, ότι όποτε υπήρξε αθώωση κατά πλειοψηφία οι αθωωτικές ψήφοι ανήκαν στους λαϊκούς δικαστές κλπ. Επιχειρήματα εντελώς αβάσιμα. Η καθιέρωση του συστήματος των ορκωτών δικαστηρίων πέρα από την ιστορική θεμελίωση έχει τη νομιμοποίησή της στη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της χώρας, ακριβώς γιατί η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης απαιτεί περισσότερο κοινωνική σοφία και λιγότερο νομική κατάρτιση. Σε όλες σχεδόν τις δημοκρατικές χώρες του κόσμου, τα σοβαρά εγκλήματα που έχουν πανάρχαιες καταβολές (ανθρωποκτονία, βιασμός κλπ.) δικάζονται από λαϊκούς ή και από λαϊκούς δικαστές. Το Σύνταγμά μας προβλέπει ότι τα κακουργήματα ως εξαίρεση δικάζονται μόνο από τακτικούς δικαστές. Δυστυχώς η εξαίρεση πάει να γίνει κανόνας κατά φανερή παραβίαση της συνταγματικής επιταγής.

Για την απαράδεκτη αστυνομική διείσδυση που προβλεπόταν στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του αρχικού σχεδίου. Πρόκειται για τη δυνατότητα των αστυνομικών να υπεισέρχονται μέσα σε οργανώσεις ή και πριν από τη συγκρότηση της οργάνωσης ως δήθεν μέλη της, να εξωθούν σε αξιόποινες πράξεις για να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των πραγματικών μελών και στη συνέχεια να τους αποκαλύπτουν και να συλλαμβάνουν τους δράστες των εγκλημάτων στα οποία οι ίδιοι τους προέτρεψαν. Σήμερα αυτή η περίπτωση προβλέπεται και τιμωρείται ως αξιόποινη προβοκάτσια στο άρθρο 46 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα. Αντίθετα με το αρχικό σχέδιο αναγόταν σε επιτρεπόμενη ανακριτική πράξη. Στο νέο σχέδιο προβλέπεται ότι η αστυνομική διείσδυση θα γίνεται πάλι αλλά θα περιορίζεται απλώς στις πράξεις εκείνες που είναι αναγκαίες για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που την τέλεσή τους είχαν αποφασίσει τα μέλη της οργάνωσης. Το ποιες είναι όμως αναγκαίες, ποιος θα το κρίνει; Δεν απαγορεύει ρητώς την εξώθηση σε τέλεση εγκλήματος. Και η διόρθωση λοιπόν πάσχει.

Τροποποιήσεις εξαγγέλθηκαν και έγινε και αναφορικά με την απαράδεκτη ηλεκτρονική παρακολούθηση, ως ανακριτική πράξη που καταλύει όμως την ιδιωτική ζωή όχι μόνο του ύποπτου δράστη αλλά και των μελών της οικογένειάς του και όσων ακόμα προσώπων συναναστρέφονται με αυτόν. Τελικά στο σχέδιο που κατατέθηκε την Τετάρτη, εξαιρέθηκε η παρακολούθηση των κατοικιών. Αλλά παρέμεινε η παρακολούθηση των επαγγελματικών χώρων. Η αντίκρουση από τον υπουργό Δικαιοσύνης της παρατήρησης πως με το σχέδιο αυτό τα μέσα του δικονομικού καταναγκασμού επεκτείνονται σε απλώς υπόπτους χωρίς άσκηση προηγουμένως ποινικής δίωξης ώστε να αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με όσες εγγυήσεις έχει η ιδιότητα αυτή, στηρίζεται σε λάθος βάση. Λέει: «Οι παραβάσεις των ελευθεριών του ύποπτου δράστη με τις προβλεπόμενες ανακριτικές πράξεις, θα γίνονται μόνον εάν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις πως έχει τελεστεί αξιόποινη πράξη από την εγκληματική ένωση προσώπων». Αλλά τι σημαίνει σοβαρές ενδείξεις, ιδίως στην περίπτωση ύποπτων ατόμων για τρομοκρατικές πράξεις, όπου πραγματικά επικρατεί καταδιωκτική υστερία εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού στην αντιμετώπιση των πράξεων αυτών. Θυμούμαστε όλοι την πρωινή έφοδο της αστυνομίας σε σπίτι ανθρώπων της Αριστεράς που ουδεμία σχέση είχαν με την «17 Νοέμβρη», επειδή υπήρξαν ενδείξεις. Δηλαδή το φρόνημα των θεωρούμενων για τις διωκτικές αρχές ως υπόπτων και η αριστερή τους πολιτεία, δράση. Λέει όμως ο υπουργός Δικαιοσύνης «για την ύπαρξη των ενδείξεων θα αποφαίνεται το Δικαστικό Συμβούλιο και αυτό αποτελεί εγγύηση». Στη λεγόμενη όμως αστυνομική προανάκριση, οι ανακριτικές πράξεις που προβλέπει το σχέδιο θα γίνονται βέβαια χωρίς την άδεια του Συμβουλίου, αφού αυτό δε θα έχει προλάβει καν να συνέλθει. Αλλά και ποιο συμβούλιο αν του υποδειχτούν από την αστυνομία ως ύποπτοι τρομοκράτες κάποια πρόσωπα γνωστά για την αντιεξουσιαστική τους δράση ας πούμε, που δεν είναι όμως τρομοκράτες, θα αρνηθεί να συγκατατεθεί στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων σε βάρος τους, κινδυνεύοντας να χρεωθεί αυτό την αποτυχία σύλληψης των πραγματικών δραστών συγκεκριμένης τρομοκρατικής ενέργειας, όταν μάλιστα το ίδιο το σχέδιο επιτρέπει τις καταγγελίες και τα καρφώματα από δουλεμπόρους, μαστροπούς ή έστω και ταλαιπωρημένους μετανάστες προκειμένου οι πρώτοι να αποφύγουν τη δίωξη για εγκλήματα που έκαναν και να παραμείνουν στη χώρα; Η δημιουργία υπόπτων με ψευδείς καταγγελίες και η στήριξη σοβαρών ενδείξεων σε καταθέσεις ψευδομαρτύρων φοβούμαι πως θα αποτελέσει συνηθισμένη τακτική.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης εξήγγειλε ότι τροποποιεί το σχέδιο στο σημείο υποχρεωτικής λήψης του DNA. Ωστε αν αρνείται κάποιος το γενετικό έλεγχο να μην μπορεί να εξαναγκαστεί με τη βία. Η με τη βία λήψη γενετικού υλικού από πρόσωπο που αρνείται να το δώσει ή δε συγκατατίθεται στη λήψη του, αποτελεί βάναυση προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ενέργεια απολύτως αντίθετη με το Σύνταγμα της χώρας (άρθρο 2). Δυστυχώς η εξαγγελία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε στο νέο σχέδιο που κατατέθηκε.

Τέλος, αναφορικά με την προστασία των μαρτύρων και των δικαστών σε δίκες για το οργανωμένο έγκλημα ασφαλώς πρέπει να προβλεφτεί αστυνομική προστασία τους προκειμένου να αποφευχθούν πράξεις εκδίκησης σε βάρος τους. Αυτή όμως η προστασία δεν πρέπει να φτάνει στο σημείο να μην εμφανίζονται καν στο δικαστήριο οι μάρτυρες. Να μη γίνεται καν γνωστή η ταυτότητά τους, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση να μην ξέρει ποιος τον κατηγορεί, να μην μπορεί να τον δει κατά πρόσωπο και να του υποβάλει ερωτήσεις ώστε να δειχτεί αν λέει αλήθεια ή ψέματα. Και αυτό κατά πλήρη παραβίαση βασικών αρχών της Δικονομίας, όπως είναι η αμεσότητα της ποινικής δίκης και ο έλεγχος της δίκαιης και νόμιμης διεξαγωγής της που πετυχαίναται με την ανεμπόδιστη εφαρμογή της αρχής της δημοσιότητας.

Χρέος μας να αντισταθούμε

Συμπερασματικά. Βασική διαπίστωση είναι πως αν το σχέδιο γίνει τελικά νόμος του κράτους, οι ελευθερίες των πολιτών ενόψει μιας αμφίβολης εξασφάλισής τους από το οργανωμένο έγκλημα, θα τεθούν σε κίνδυνο χωρίς τουλάχιστον να υπάρξει ένα κοινωνικό αντιστάθμισμα προς την κατεύθυνση της κοινής ειρήνης. Είναι αλήθεια ότι το νέο σχέδιο είναι βελτιωμένο σε σχέση με το αρχικό, αλλά δεν απομακρύνεται από τις βασικές θέσεις του αρχικού. Και παρά τις βελτιώσεις παραμένει μια επικίνδυνη παρέμβαση για τις ελευθερίες των πολιτών. Η επέκταση των αυστηρών ρυθμίσεων και στις ενώσεις για τέλεση πλημμελημάτων, δηλαδή και ελαφρών ακόμα εγκλημάτων, αλλάζει τη φυσιογνωμία του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας στο σύνολό τους. Βέβαια, είναι κοινή διαπίστωση ότι το έγκλημα έχει αυξηθεί και σε έκταση και σε ένταση. Ωστόσο πρέπει να καταλάβουν όλοι οι πολίτες ότι η απλοϊκή, παραπλανητική, υποκριτική, αλλά από πρώτη άποψη λογική θέση, ότι το οργανωμένο έγκλημα, αντιμετωπίζεται με αυστηρούς νόμους, και αντίστοιχη συρρίκνωση της ελευθερίας μας, είναι εντελώς εσφαλμένη.

Το μεν οργανωμένο έγκλημα αντιμετωπίζεται βασικά με την εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού, ιδίως με την εξυγίανση και την καλή οργάνωση του υπαλληλικού και αστυνομικού μηχανισμού του κράτους. Το δε κοινό έγκλημα αντιμετωπίζεται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του λαού και την ενδυνάμωση της κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Και αυτά όχι μόνο σε ελληνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, αφού σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το έγκλημα δεν έχει σύνορα.

Λέγεται ως επιχείρημα υπέρ του σχεδίου από τον αρμόδιο υπουργό, ότι το ένα δεν εμποδίζει το άλλο. Και εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού θα κάνουμε και μέτρα κοινωνικής πολιτικής να επιδιώξουμε και αυστηρή ποινική νομοθεσία να θεσπίσουμε ώστε να εξασφαλιστεί πλήρως η πάταξη του εγκλήματος. Ωστόσο η αναγκαιότητα της λήψης ενός κοινωνικού μέτρου κρίνεται από το αποτέλεσμά του αφού σταθμίσουμε τα υπέρ και τα κατά. Οταν με αυστηρή νομοθεσία καθεαυτή δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει και να εξαλείψει το έγκλημα, αλλά αντίθετα θα δημιουργήσει μια κατάσταση ανελευθερίας και κοινωνικής ομηρίας στον κοινωνικό μας χώρο, ασφαλώς δεν μπορεί να κριθεί ως μέτρο κοινωνικά πρόσφορο και επιτρεπτό.

Το ότι οι τρομοκράτες, οι μεγαλέμποροι ναρκωτικών και όπλων, οι παράνομοι διακινητές επικίνδυνων υλικών και ουσιών, οι μεγαλέμποροι της πορνείας, οι δουλέμποροι δε συλλαμβάνονται και δεν εξουδετερώνονται, δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη ποινικών νόμων ούτε στην επιείκεια ή την ανεπάρκεια αυτών που υπάρχουν. Η ελληνική νομοθεσία είναι απολύτως επαρκής. Οι μικροβελτιώσεις που ενδεχομένως απαιτούνται δε δικαιολογούν μια νομοθετική επέμβαση σε έκταση και ένταση τέτοια όπως αυτή που επιχειρείται με το σχέδιο. Αυτή είναι η πάγια και αμετακίνητη θέση μου.

Πρέπει να καταλάβουμε όλοι, ότι η σκλήρυνση της ποινικής καταστολής δεν είναι ελληνικό μόνο, αλλά πανευρωπαϊκό φαινόμενο που εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη υπό την καθοδήγηση και τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία, ιδίως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη θέσπιση του χάρτη των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Ρώμη το 1950, καθώς και την ίδρυση του δικαστηρίου για την κατοχύρωση και την προάσπισή τους, διακρινόταν για τον ανθρωπιστικό και φιλελεύθερο - με την κοινωνική και πολιτική έννοια του όρου φιλελεύθερο - προσανατολισμό της. Σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης επιβλήθηκε ήδη στον ευρωπαϊκό χώρο η οικονομίστικη αντί για την ανθρωπιστική ιδεολογία και στον παγκόσμιο χώρο επιβλήθηκαν οι ΗΠΑ ως η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η περίφημη διακήρυξη της Ευρώπης των λαών, αποδείχτηκε χίμαιρα και αντικαθίσταται από την Ευρώπη του χρήματος και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Σε παγκόσμιο επίπεδο το Διεθνές Δίκαιο και η Διεθνής νομιμότητα προσδιορίζεται από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ και καθιερώνεται το δίκαιο του ισχυροτέρου. Σε μια τέτοια πραγματικότητα σήμερα, το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς διευρύνεται. Ολόκληροι λαοί ή ομάδες πληθυσμών περιθωριοποιούνται και οδηγούνται σε απελπισία και εξαθλίωση. Για την αντιμετώπιση της κοινωνικής έκρηξης που έρχεται, οι ισχυροί της Γης χρειάζονται αυστηρή, σκληρή ποινική νομοθεσία και Δικαιοσύνη προκειμένου - όχι να αντιμετωπίσουν το οργανωμένο έγκλημα το οποίοι και οι ίδιοι πολλές φορές υποθάλπουν - να τιθασεύσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις και να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Αυτούς έχει ως στόχο η σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχεδιαζόμενη και επιχειρούμενη σήμερα ένταση της ποινικής καταστολής και σ' αυτούς θα εφαρμοστούν οι νέοι αυστηροί ποινικοί νόμοι για την αντιμετώπιση του δήθεν οργανωμένου εγκλήματος.

Το δικό μας σχέδιο νόμου για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, μέσα σε αυτό το κλίμα και το σχεδιασμό εντάσσεται και δεν πρέπει να το δούμε σαν μια δική μας αποκλειστικά μεμονωμένη περίπτωση και μια άστοχη νομοθετική παρέμβαση. Μέτρα αντικοινωνικά όπως αυτά που επιχειρούνται με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που ετοιμάζεται και μέτρα της ποινικής καταστολής όπως αυτά του σχεδίου, πάνε χέρι - χέρι. Και υπηρετούν την ίδια παγκόσμια και πανευρωπαϊκή λογική.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι μετά τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα που μόλις έφυγε, η ανθρωπότητα μπήκε σε ένα νέο Μεσαίωνα με την ιδεολογική φόρτιση και σημασία του όρου και όχι με το πραγματικό ιστορικό του περιεχόμενο.

Το ιδεώδες της συλλογικής ελευθερίας αντικαθίσταται από την αρχή της ατομικής ασφάλειας. Το ανθρωπιστικό ιδεώδες δίνει τη θέση του στην ιδεολογία του χρήματος και την οικονομίστικη αντίληψη των πάντων. Το δίκαιο των θεσμών αντικαθίσταται από το δίκαιο του ισχυροτέρου. Η ζωηφόρος ανάπτυξη αντικαθίσταται από τη ληστρική εκμετάλλευση του περιβάλλοντος. Η κοινωνική αλληλεγγύη αντικαθίσταται από το σκληρό ατομικισμό και τον ανελέητο ανταγωνισμό. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός υποχωρεί μπροστά στο παγκόσμιο αισθητικό μοντέλο της αμερικάνικης υποκουλτούρας, του κέρδους των παραγωγών και της λαϊκής αποβλάκωσης.

Μπροστά σ' αυτή την εξέλιξη στο χώρο του πολιτισμού, της οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων και του δικαίου, το χρέος μας είναι να αντισταθούμε. Αντισταθήκαμε ως λαός στη βάναυση προσβολή του Διεθνούς Δικαίου και της νομιμότητας από την επέμβαση του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Αντισταθήκαμε Ελληνες και Ευρωπαίοι νομικοί στη θέσπιση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου για την υπεράσπιση αποκλειστικά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ που παραβίαζε βασικές αρχές του ποινικού δικαίου. Η αντίστασή μας είχε ως συνέπεια να βελτιωθεί το αρχικό σχέδιο αλλά και να παγώσει μέχρι σήμερα η πραγματοποίησή του. Ελληνες νομικοί μαζί με νομικούς από άλλες χώρες, αντιστέκονται στις πιέσεις των ΗΠΑ για σκλήρυνση της ποινικής καταστολής, στις διάφορες διεθνείς συναντήσεις που προετοιμάζουν τη σύνταξη διεθνών συμβάσεων για ποινικά θέματα. Αντιστεκόμαστε και σήμερα στην ψήφιση του σχεδίου νόμου για το οργανωμένο έγκλημα και θα παλέψουμε για τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους δικαίου στην πατρίδα μας και για τη διαφύλαξη των ελευθεριών του λαού μας.


Του
Ιωάννη ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ