ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 12 Μάρτη 2020
Σελ. /24
ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ»
Διάλογος για «δίκαιο μισθό» στα όρια της φτώχειας

Η πρωτοβουλία της Κομισιόν και οι θέσεις των Ευρωπαίων εργοδοτών και εργατοπατέρων

Αναζητώντας τον ...«δίκαιο» μισθό

© Mario Salerno

Αναζητώντας τον ...«δίκαιο» μισθό
Πολύ μελάνι ξοδεύεται τον τελευταίο καιρό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) για το ζήτημα του «δίκαιου» κατώτατου μισθού, όπως τον αποκαλεί. Στα μέσα Γενάρη έστειλε τις θέσεις της στους «κοινωνικούς εταίρους», δηλαδή τον ευρωπαϊκό εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό (την ETUC) και τους εργοδότες (BusinessEurope), ζητώντας να ξεκινήσουν διάλογο για να δουν αν χρειάζεται «να αναληφθεί δράση σε επίπεδο ΕΕ» και να καθορίσουν «το προβλεπόμενο περιεχόμενό» της.

Ο «διάλογος» που ήδη ξεκίνησε, καθώς ETUC και «BusinessEurope» έχουν δώσει τις πρώτες γραπτές θέσεις τους, μπορεί να μην έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, ωστόσο έχει προπαγανδιστική αξία και συνδράμει την προσπάθεια της ΕΕ του κεφαλαίου να παρουσιαστεί με κοινωνικό τάχα πρόσωπο.

Η συζήτηση υπηρετεί δύο πρακτικούς στόχους: Ο ένας είναι η διαχείριση της ακραίας φτώχειας και της ανεργίας, που αναπαράγονται από τα ίδια τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος, προκαλώντας λαϊκή δυσαρέσκεια και δυσκολεύοντας την ενσωμάτωση.

Γι' αυτό στο σχετικό κείμενο της Κομισιόν γίνεται συχνή αναφορά στον λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων», όπου ένας από τους βασικούς άξονες δράσης είναι η δημιουργία μηχανισμών «κοινωνικής πολιτικής» που θα μπορούν «να απορροφούν τους μακροοικονομικούς κραδασμούς και να διαδραματίζουν έναν ρόλο αυτόματου σταθεροποιητή», ανακυκλώνοντας τη φτώχεια και εμποδίζοντας προσωρινά την κατρακύλα ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στα κατώτερα επίπεδα της ανέχειας.

Ο δεύτερος - πιο καλά κρυμμένος - στόχος είναι η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Σημειώνει η Κομισιόν: «Τα μεμονωμένα κράτη - μέλη ενδέχεται να έχουν αποφύγει να υιοθετήσουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις (σ.σ. συστημάτων κατώτατων μισθών) λόγω της αντίληψης ή του κινδύνου να επηρεάσουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητά τους στο εξωτερικό κόστος και να θέσουν σε μειονεκτική θέση τις εταιρείες τους (...) Μια πρωτοβουλία της ΕΕ για δίκαιους κατώτατους μισθούς (...) θα συνέβαλλε στη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο μιας Ενιαίας Αγοράς».

Μπαίνοντας στο πρακτικό μέρος της συζήτησης, η Κομισιόν σημειώνει ότι δεν θέλει να δημιουργήσει έναν ενιαίο μηχανισμό διαμόρφωσης των κατώτατων μισθών, αλλά να διασφαλίσει την ύπαρξή τους.

Οπως δήλωσε η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, θα προταθεί ένα «νομικό μέσο για να διασφαλιστεί ότι κάθε εργαζόμενος στην Ενωσή μας θα έχει έναν δίκαιο κατώτατο μισθό», στο πλαίσιο ενός «σχεδίου δράσης για την πλήρη εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα των κοινωνικών δικαιωμάτων». Ομως, «οι κατώτατοι μισθοί πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις, μέσω συλλογικών συμβάσεων ή νομικών διατάξεων».

Ταυτόχρονα, όμως, καθορίζονται και τα όρια στα οποία θα πρέπει να κινείται κάθε νομοθετική πρωτοβουλία από τα κράτη - μέλη. Ετσι, βασικός στόχος που τίθεται είναι η δημιουργία εθνικών επιτροπών που θα αξιολογούν το βαθμό «στον οποίο η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα» και τα πορίσματά τους θα αξιοποιούνται «ως κατευθυντήριες γραμμές κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις», ενώ η ΕΕ θα μπορεί να παρεμβαίνει μέσω του μηχανισμού πρόληψης «υπερβολικών ανισορροπιών».

Μισθοί - ψίχουλα

Το βασικό ζήτημα είναι τι εννοεί η Κομισιόν μιλώντας για «δίκαιο κατώτατο μισθό» και πώς τον ορίζει αυτόν στον καπιταλισμό.

Καταρχάς, σε πολλά σημεία του κειμένου γίνεται καθαρό ότι αποκλειστικό κριτήριο για τον καθορισμό των μισθών είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Γι' αυτό επισημαίνεται ότι οι αυξήσεις θα πρέπει να συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας. Κατά τον ίδιο τρόπο, βέβαια, ισχύει και το αντίστροφο, η επιβολή δηλαδή μειώσεων όταν οι «δείκτες» το επιβάλλουν.

Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν διατυπώνει επιμέρους θέσεις. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «οι κατώτατοι μισθοί θεωρούνται επαρκείς εάν είναι δίκαιοι σε σχέση με την κατανομή των μισθών στη χώρα και αν παρέχουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο (...) Για να δει κανείς πώς σχετίζεται το επίπεδο των κατώτατων μισθών με την κατανομή των μισθών, οι ακαθάριστοι ελάχιστοι μισθοί συγκρίνονται συνήθως με τον ακαθάριστο μέσο όρο ή τον διάμεσο μέσο μισθό».

Πρακτικά, η Κομισιόν θέτει ως μέτρο σύγκρισης τον διάμεσο μισθό (ο μισθός κάτω από τον οποίο, και αντίστοιχα πάνω από τον οποίο, τοποθετούνται οι μισθοί του 50% των μισθωτών) και θεωρεί επαρκή κατώτατο μισθό αυτόν που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου.

Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνουν όσα λέει η Κομισιόν, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2019 ο διάμεσος μεικτός μισθός στην Ελλάδα ήταν περίπου 800 ευρώ. Δηλαδή, ο επαρκής κατώτατος μισθός θα ήταν 480 ευρώ μεικτά! Πιο κάτω και από τον σημερινό κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μεικτά, που δεν φθάνει ούτε για να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες (στέγαση, λογαριασμοί, σίτιση κ.ά.).

Ενας πιθανός τρόπος αύξησης που υποδεικνύει έμμεσα η Κομισιόν, είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των παροχών. Σημειώνει πως «τα συστήματα φόρων και παροχών επηρεάζουν άμεσα τη φορολογική επιβάρυνση και τα καθαρά εισοδήματα των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων» και συμπληρώνει ότι το 2018 η διαφορά «μεταξύ καθαρού μισθού και συνολικού κόστους εργασίας κυμάνθηκε μεταξύ 15% και 45%» σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό.

Με άλλα λόγια, προτείνει μια πλασματική αύξηση για τον εργαζόμενο αφού τα επιπλέον χρήματα που θα δει στον καθαρό μισθό θα προέρχονται από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών του (με αρνητική επίδραση στις παροχές και τη σύνταξη) και μια πραγματική μείωση του λεγόμενου «μισθολογικού κόστους» για τον εργοδότη, αφού θα μειωθεί παραπέρα το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών που του αναλογεί.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ήδη δρομολογήσει τη μείωση κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών, με σαφή πριμοδότηση της εργοδοσίας, που την παρουσιάζει ως αύξηση εισοδήματος για τους εργαζόμενους!

Οι «κοινωνικοί εταίροι»

Η ETUC στην τοποθέτησή της αποδέχεται πλήρως την ουσία των θέσεων της Κομισιόν. Χαιρετίζει ως «αξιοσημείωτη» την πρωτοβουλία γιατί «για πρώτη φορά εξετάζει τη λήψη νομοθετικών μέτρων για τη διασφάλιση δίκαιου κατώτατου μισθού στην Ευρώπη». Και προτείνει μια «ρεαλιστική προσέγγιση για τη λήψη ενός δείκτη Kaitz, το 60% του εθνικού ακαθάριστου διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης ως αναφορά για την αξιολόγηση της επάρκειας των δίκαιων κατώτατων μισθών»! Η προσθήκη ότι ο μισθός που θα προκύψει από αυτή την προσέγγιση θα πρέπει να «εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο» είναι απλώς διακοσμητική.

Από την πλευρά των εργοδοτών, η «BusinessEurope» αναλαμβάνει το ρόλο του «κακού» και σημειώνει ότι ο «διάλογος» ήδη γίνεται και δεν βρίσκει κανένα λόγο να ξεκινήσει μια ιδιαίτερη διαδικασία γι' αυτό το θέμα.

Ωστόσο συμφωνεί με την Κομισιόν ότι ο καθορισμός των κατώτατων μισθών είναι εθνική αρμοδιότητα και επισημαίνει πως «εάν ο γενικός στόχος είναι να εξασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και να καταπολεμηθεί η φτώχεια στους εργαζόμενους, η θέσπιση ή η αύξηση των κατώτατων μισθών είναι ένα πολύ αμβλύ και συχνά αναποτελεσματικό μέτρο. Αντίθετα, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων με χαμηλό εισόδημα και των χαμηλά ειδικευμένων εργαζομένων, οι οποίοι συχνά καλύπτονται από τους κατώτατους μισθούς, και η συμπλήρωση των εισοδημάτων τους από την εργασία με αποτελεσματικά κοινωνικά οφέλη, μπορεί να αποτελέσει έναν πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο για να συνδυαστεί η προστασία από τη φτώχεια και η πρόσβαση στην απασχόληση». Σε κάθε περίπτωση, οι μισθοί «πρέπει να διατηρήσουν την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα, πρέπει να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα».


Χ. Μ.

Με τα «μάτια» των Μαρξ και Ενγκελς

Η συζήτηση για «δίκαιο μισθό», ανάμεσα στην Κομισιόν, τους εργοδότες και τους εκπροσώπους τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, μόνο σαν αστείο μπορεί να ακούγεται στα αυτιά των εργαζομένων. Αντί άλλου σχολίου, παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από τους Ενγκελς και Μαρξ: Το πρώτο από το άρθρο «Δίκαιος μισθός για δίκαιη εργάσιμη μέρα», που γράφτηκε το 1881, και το δεύτερο από το έργο «Μισθός, Τιμή και Κέρδος».

Εγραφε ο Ενγκελς: «Αλλά ας ξεκαθαρίσουμε, από ποιο ταμείο πληρώνει ο καπιταλιστής αυτόν τον τόσο δίκαιο μισθό. Εννοείται από το κεφάλαιο. Ομως το κεφάλαιο δεν παράγει αξία. Η εργασία όπως και η γη αποτελούν τη μοναδική πηγή πλούτου. Το ίδιο το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο από συσσωρευμένο προϊόν της εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, η πληρωμή της εργασίας καταβάλλεται από την ίδια την εργασία και ο εργάτης πληρώνεται από το προϊόν του που ο ίδιος παράγει (...) είναι γεγονός ότι το προϊόν της εργασίας αυτών που εργάζονται αναπόφευκτα συσσωρεύεται στα χέρια εκείνων που δεν εργάζονται και μετατρέπεται στα χέρια τους σε ισχυρότατο όπλο υποδούλωσης αυτών των ίδιων ανθρώπων οι οποίοι και το παρήγαγαν».

Για το ίδιο ζήτημα, ο Μαρξ αναδεικνύει την ανάγκη οι εργάτες να παλεύουν για την αύξηση των μισθών, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: «Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο, θα αποδείχνονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτατο κίνημα».

Ομως συμπληρώνει ότι «η εργατική τάξη δε θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δε θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα κι όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων, ότι καθυστερεί, βέβαια, την προς τα κάτω κίνηση, δεν αλλάζει όμως την κατεύθυνσή της (...) Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί το συντηρητικό σύνθημα: "Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα", θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: "Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας"».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ