ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 24 Οχτώβρη 2020 - Κυριακή 25 Οχτώβρη 2020
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Η διαχρονική προσπάθεια χειραγώγησης των συνδικάτων από το κράτος και την εργοδοσία

Η διαχρονικότητα στην προσπάθεια του κράτους και της εργοδοσίας να παρέμβουν στη ζωή των συνδικάτων, να επιβάλουν εμπόδια και απαγορεύσεις στη συνδικαλιστική δράση, καταγράφεται από τα πρώτα βήματα της οργάνωσης των εργαζομένων. Το θέμα των συνδικαλιστικών διώξεων, της ποινικοποίησης των εργατικών και λαϊκών αγώνων και της δικαστικής καταστολής είναι συνδεδεμένο με την επιβολή των συμφερόντων της εργοδοσίας, μέσα από όλους τους μηχανισμούς του αστικού κράτους.

Παρά το πλήθος των όπλων που έχει εξασφαλίσει η εργοδοσία από τις κυβερνήσεις, χαράσσει την τακτική της με το μάτι στην επόμενη μέρα. Ενιαία, ΣΕΒ, ΕΕ και κυβέρνηση συντάσσουν από κοινού την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα που συνοδεύεται από νέες αντιδραστικές διατάξεις.

Με τις νέες αλλαγές που σχεδιάζονται στον συνδικαλιστικό νόμο, η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει πάνω στον απεργοκτόνο νόμο του ΣΥΡΙΖΑ, αναβαθμίζοντας το χτύπημα στη συνδικαλιστική δράση. Εκμεταλλεύεται τα φαινόμενα υποχώρησης του κινήματος και τον χαμηλό βαθμό οργάνωσης, για να απαξιώσει το ρόλο των συνδικάτων, να λερώσει τους εργάτες που βγαίνουν μπροστά.

«Είδα το παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα νέο...»

Παρά τις πρώτες μεγάλες απεργίες στα τέλη του 19ου αιώνα στη χώρα μας, συνταγματικά δεν είχε προβλεφθεί το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι». Πρώτη φορά το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» κατοχυρώνεται με τον νόμο 281/1914. Παράλληλα όμως δίνεται η δυνατότητα στο κράτος να έχει εκτεταμένες παρεμβατικές αρμοδιότητες στη λειτουργία των συνδικάτων. Στην ίδια κατεύθυνση ο νόμος 2151/1920 ολοκλήρωνε το θεσμικό πλαίσιο του κρατικού παρεμβατισμού στα συνδικάτα. Η ωμή κρατική ανάμειξη στη γραμμή των σωματείων εκφράστηκε εκείνη την περίοδο με την εξορία μελών της διοίκησης της ΓΣΕΕ το 1920, αλλά και με την απροκάλυπτη κρατική παρέμβαση στην εκλογή της διοίκησης στο 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ το 1926.

Είναι τα χρόνια που δημιουργείται το «συνδικαλιστικό» της Ασφάλειας, το οποίο είχε στήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό χαφιέδων μέσα στα συνδικάτα, για να παρακολουθεί τη δράση και τις κινήσεις σωματείων αλλά και μεμονωμένων συνδικαλιστών, πρακτική που θα βρει πολλούς μιμητές έως και σήμερα.

Η εξόφθαλμη σύνδεση κράτους και συνδικάτων έφτασε στο μέγιστο βαθμό όταν με το ξέσπασμα της μεταξικής δικτατορίας, ο Αρ. Δημητράτος, που ήταν ήδη υπουργός Εργασίας, από το 1936, θα διοριστεί την επόμενη χρονιά παράλληλα και στη θέση του γενικού γραμματέα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας.

Με το νόμο 1435/1938 καθιερώνεται το σύστημα των κρατικών συνδικάτων που επέτρεπε στον υπουργό Εργασίας να καθορίζει σε κάθε επαγγελματικό κλάδο όποιο σωματείο ήθελε αυτός ως το μόνο εξουσιοδοτημένο να αντιπροσωπεύει τους εργάτες.

Η ίδρυση του Εργατικού ΕΑΜ το 1941 και η ριζοσπαστικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος οδήγησαν τον Δεκέμβρη του '44 σε νέο διορισμό διοίκησης της ΓΣΕΕ από τον υπουργό Εργασίας με μεταξικούς συνδικαλιστές. Το 1948 και εν μέσω μεγάλων απεργιών, με εκ νέου κρατική παρέμβαση διορίζεται στη διοίκηση της ΓΣΕΕ ο περιβόητος εργατοκάπηλος Μακρής, που έμεινε στην Ιστορία ως συνώνυμο του υποταγμένου συνδικαλισμού και της νοθείας. Ο ίδιος ως πρόεδρος της ΓΣΕΕ υποδέχτηκε με συγχαρητήριο τηλεγράφημα την πραξικοπηματική κυβέρνηση των συνταγματαρχών το 1967.

Η χούντα, με το διάταγμα 186/69, αφού πρώτα διόρισε νέα διοίκηση στη ΓΣΕΕ, στη συνέχεια οδήγησε στην εξορία πάνω από 800 συνδικαλιστές και διέλυσε 270 συνδικάτα. Απαγορεύτηκε η απεργία, ενώ με τα διατάγματα 185 - 186 του 1969 και τον νόμο 890/71 δημιουργήθηκε ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, με στελεχωμένες διοικήσεις φιλικά διακείμενες προς το καθεστώς της χούντας.

Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, σειρά παίρνει ο νόμος 330/76, που σωστά χαρακτηρίστηκε από τους πιο σκληρούς και αντισυνδικαλιστικούς νόμους. Εχοντας ως βάση την υποτιθέμενη αποκατάσταση της αυτοτέλειας και αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος, απαγορεύτηκαν οι πολιτικές απεργίες, οι απεργίες αλληλεγγύης, ενώ οι εργοδότες αποκτούσαν διευρυμένα δικαιώματα στη διαδικασία λήψης απόφασης για την προκήρυξη απεργίας.

Ο τότε υπουργός Εργασίας, Κ. Λάσκαρης, δεν έμεινε μόνο στην αμίμητη σε γελοιότητα φράση ότι... «δεν θα επιτρέψομεν την πάλην των τάξεων». Χαρακτήριζε τους εργαζόμενους που διεκδικούσαν «εχθρούς της δημοκρατίας, προπηλακιστές, υβριστές και χειροδικούντες σε βάρος εκείνων που θέλουν να βγάλουν το ψωμί της οικογένειάς τους», δηλαδή τους απεργοσπάστες. Πλάι στον Λάσκαρη, υπήρξε η πρόθυμη διοίκηση του Καρακίτσου στη ΓΣΕΕ που έκοβε κι έραβε πάνω στην «κατάργηση» της πάλης των τάξεων.

Ο νόμος 1264/82 που ακολούθησε, περιείχε αρκετές θετικές διατάξεις σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο, καθώς κατοχύρωνε μια σειρά από συνδικαλιστικές ελευθερίες κάτω από την πίεση των εργατικών αγώνων. Πολύ γρήγορα όμως αποτέλεσε το όχημα της προσαρμογής του συνδικαλιστικού κινήματος στην κυβερνητική συνδικαλιστική πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας, στην εξαγορά, στην ενσωμάτωση.

Στον Ν. 1264 διακρίνεται η αφετηρία στη νόθευση των συνδικαλιστικών συσχετισμών που αντιμετωπίζουμε σε έξαρση στις μέρες μας, καθώς δίνεται η δυνατότητα στα πανελλαδικά σωματεία και στα παραρτήματά τους να εκλέγουν αντιπροσώπους στην πόλη - έδρα του σωματείου. Στην ίδια συζήτηση αχνοφαίνονται πλευρές που συναντάμε σήμερα στη συζήτηση για την ηλεκτρονική ψηφοφορία, πλευρές που αδυνατίζουν το ρόλο της Γενικής Συνέλευσης, ακυρώνουν τη ζωντανή συζήτηση, τη μεταφορά εμπειρίας, τη σύνθεση απόψεων.

Σε αυτήν τη συζήτηση αναφέρεται κατηγορηματικά από τον τότε υπουργό Εργασίας πως δίπλα στο συνδικαλιστικό νόμο θα συνεχίζουν να υπάρχουν και να δυναμώνουν μέτρα που ενισχύουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς γύρω από την οικιακή ειρήνη, την κρατική βία, το σύρσιμο σε ποινικά δικαστήρια χιλιάδων αγωνιστών. Ηταν ουσιαστική παρέμβαση, κλείνοντας το μάτι στην εργοδοσία για ό,τι θα ακολουθούσε. Είναι ενδεικτικό πως την πρώτη δεκαετία μετά την ψήφιση του νόμου, τα δικαστήρια σε ποσοστό πάνω από 85% έβγαζαν τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές.

Ανυποχώρητη πάλη για τα εργατικά δικαιώματα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες

Αν και το ποσοστό των απεργιών που βγαίνουν παράνομες έχει ξεπεράσει πλέον το 95% και τα εμπόδια στην οργάνωση και τη συνδικαλιστική δράση των εργατών απλώνονται από κάθε κυβέρνηση, η προσπάθεια για την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης, είναι σταθερά στην ημερήσια διάταξη.

Δεν υπάρχει εργατική κινητοποίηση που να βλάπτει τα συμφέροντα της εργοδοσίας και να μην έχει βρει απέναντί της συντεταγμένα το κράτος, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και τις έδρες των δικαστηρίων. Δεν υπάρχουν ασφαλιστικά μέτρα εργοδότη που η Δικαιοσύνη δεν έτρεξε στο επόμενο λεπτό να τα δικάσει. Καμία υπόθεσή τους δεν αρχειοθετείται, σε αντίθεση με τις δικαστικές απαιτήσεις εργαζομένων που χάνονται στο χρόνο. Δεκάδες συνδικαλιστικά στελέχη όλα αυτά τα χρόνια απολύονται με διάφορες αιτιολογίες, καθώς επιτρέπεται στον εργοδότη να προσπερνά το διάτρητο πλαίσιο προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης.

Οι επιστρατεύσεις, οι «παράνομες και καταχρηστικές» απεργίες, οι δικαστικές διώξεις στηριζόμενες σε στημένα κατηγορητήρια, οι διώξεις για συμβολικές λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά και η ένταση της κρατικής βίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτύπημα με ΜΑΤ ενάντια στον ηρωικό απεργιακό αγώνα των χαλυβουργών, που πλαισιώθηκε με καταδίκες πολύμηνων φυλακίσεων για 23 απεργούς, είναι ο κανόνας απέναντι στις εργατικές - λαϊκές διεκδικήσεις.

Ο ΣΕΒ πριν από λίγες μέρες έστειλε με ραβασάκι τις νέες απαιτήσεις του στην κυβέρνηση. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Τέσσερα χρόνια πριν είχε διατυπώσει ξεκάθαρα τις αξιώσεις του στρώνοντας το έδαφος για αντιδραστικές ανατροπές. Η αναφορά στο λοκ άουτ ως «έναν τρόπο άμυνας απέναντι σε καταχρηστικές απεργίες», ή η αναφορά πως «πρέπει να προταχτούν ως προτεραιότητες η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη, καθώς και θέματα σχετιζόμενα με την αντιπροσωπευτικότητα», ήταν τροχιοδεικτικές βολές.

Από τότε έως και σήμερα το γαϊτανάκι απολύσεων και διώξεων στελεχών του ταξικού κινήματος για συνδικαλιστική δράση συνεχίζεται αμείωτα, ενώ με το ζήτημα της «αντιπροσωπευτικότητας» στην προκήρυξη απεργιών, δηλαδή για το «ποιος» θα αποφασίζει κάθε φορά γι' αυτές, οι βιομήχανοι επιδιώκουν να περιορίσουν τη δυνατότητα που έχουν ένα κλαδικό ή ένα επιχειρησιακό σωματείο να κηρύξουν απεργία.

Η ταξική πάλη δεν καταργείται! Θα καταργηθούν στην πράξη οι σχεδιασμοί τους!

Η κυβέρνηση αυτές τις μέρες αφήνει να «διαρρέουν» σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ διάφορες αντιδραστικές αλλαγές που αφορούν τη συνδικαλιστική δράση. Οπως με τον Ν. 330 του Λάσκαρη έτσι και σήμερα η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ σιωπηρά συμφωνεί, είναι εξαρχής ενήμερη καθώς συνδιαμορφώνει διατάξεις.

Τα ζητήματα της παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δράσης και της κρατικής καταστολής αντιμετωπίζονται με όρους κινήματος και όχι με την αόριστη και ξεχειλωμένη θέση περί «λειτουργίας των θεσμών» που νομιμοποιεί τον κοινωνικοεταιρισμό από την πίσω πόρτα.

Ο Λάσκαρης θεώρησε πως με μια μονοκοντυλιά κατάργησε την πάλη των τάξεων. Ξέχασε όμως ότι πάνω από τους νόμους και τα διατάγματα λειτουργούν προς τα εμπρός οι νόμοι της ζωής, που απορρίπτουν ακόμα και τα πιο διαστροφικά κατασκευάσματα που δεν προχωρούν μαζί της ή την κοντράρουν.

Αυτές τις μέρες και εν μέσω πανδημίας δοκιμάζουμε στην πράξη, με ΜΑΤ, με χημικά, με αύρες, τι εννοούσε η κυβέρνηση μπροστά στην ψήφιση του νόμου για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, όταν έλεγε πως στο στόχαστρο είναι οι «περιθωριακές ομάδες». «Περιθώριο» είναι οι εργαζόμενοι, οι γιατροί και οι νοσηλευτές, οι 14χρονοι μαθητές, όλοι όσοι όλο αυτό το διάστημα αγωνίζονται και διεκδικούν μέτρα προστασίας της υγείας, διαδηλώνουν για τις άμεσες ανάγκες τους, για τα εργατικά δικαιώματα που συντρίβονται.

Ο ταξικός αντίπαλος μελετάει την Ιστορία όπως και εμείς. Βγάζει τα δικά του συμπεράσματα και γνωρίζει πως η προσωρινή υποχώρηση δεν αποτελεί νομοτέλεια. Γι' αυτό λυσσάει και παίρνει επιπλέον μέτρα που ενδεχομένως σήμερα να φαίνονται υπερβολικά με βάση το μέγεθος της ταξικής απάντησης. Παίρνουν μέτρα όχι απλά για την επόμενη ώρα αλλά για τη μεθεπόμενη μέρα.

Η προετοιμασία για άμεση απεργιακή απάντηση μπροστά σε οποιονδήποτε αιφνιδιασμό της κυβέρνησης να φέρει προς ψήφιση νέα μέτρα - κόλαση για τον εργαζόμενο λαό, συμπληρωμένα με τον συνδικαλιστικό νόμο, αποτελεί συνέχεια στο δρόμο του ταξικού, ανυποχώρητου αγώνα που μόνο αυτός μπορεί να αντιμετωπίσει το δόγμα «νόμος και τάξη», να συγκρούεται εφ' όλης της ύλης με την εργοδοσία και το κράτος της.


Του Θανάση ΓΚΩΓΚΟΥ*
*Ο Θανάσης Γκώγκος είναι μέλος του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την Εργατική Συνδικαλιστική Δουλειά, μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ