ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 4 Ιούνη 2022 - Κυριακή 5 Ιούνη 2022
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ «ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ»
Αντιθέσεις και αντιφάσεις στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, στα απόνερα του πολέμου

Eurokinissi

Μια ανάγλυφη εικόνα των αντιθέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της ευρωατλαντικής συμμαχία και ιδιαίτερα στην ΕΕ, στο έδαφος του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία και των οικονομικών συνεπειών του, δίνουν στις αναλύσεις τους διεθνή Μέσα Ενημέρωσης και «δεξαμενές σκέψης», που καταγράφουν με ανησυχία τις «αποχρώσεις», τις αντιφάσεις, ακόμα και τα συγκρουόμενα συμφέροντα στο ΝΑΤΟικό στρατόπεδο.

Οπως σημειώνει μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές «δεξαμενές σκέψης», το Carnegie Endowment for International Peace, «η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αναδείξει προϋπάρχουσες παγκόσμιες αντιθέσεις. Ο κόσμος ήταν διχασμένος πριν (σ.σ. την εισβολή) Από την αρχή (του πολέμου), μπορεί κάλλιστα να φανεί ότι αυτές οι διαιρέσεις έχουν οξυνθεί περαιτέρω»1.

Στις εξελίξεις επιδρούν καθοριστικά οι συνέπειες των κυρώσεων και αντικυρώσεων μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ και Ρωσίας, που πλήττουν περισσότερο την οικονομία της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, το ενδεχόμενο γενίκευσης των συγκρούσεων παραμένει ανοιχτό όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, με τις ΗΠΑ να καλούν σε προετοιμασίες για έναν μακρόχρονο «πόλεμο φθοράς» της Ρωσίας.

«Οι Δυτικοί σύμμαχοι αρχίζουν να διχάζονται για τις συνθήκες μιας ειρήνης»2, γράφει ο «Economist» σε άρθρο του, στο οποίο αναφέρεται ότι το ευρωατλαντικό μπλοκ «χωρίζεται σε δύο ευρεία στρατόπεδα»: Από τη μία είναι αυτό που επιθυμεί να σταματήσουν οι συγκρούσεις και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατόν, και από την άλλη αυτό που επιδιώκει την αποδυνάμωση της Ρωσίας μέσω της συνέχισης του πολέμου.

Το δημοσίευμα κατατάσσει στην πρώτη ομάδα τη Γερμανία, που ζήτησε κατάπαυση του πυρός, την Ιταλία, που έχει διανείμει ένα σχέδιο τεσσάρων σημείων για μια πολιτική διευθέτηση, και τη Γαλλία, που κάνει λόγο για μια μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία χωρίς «ταπείνωση» της Ρωσίας. Στην άλλη πλευρά τοποθετεί την Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής, που ευθυγραμμίζονται με τη θέση των ΗΠΑ και της Βρετανίας για τον πόλεμο.

Η καταγραφή του «Economist» αντανακλά υπαρκτές αντιθέσεις στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, οι οποίες εκφράζονται όμως και στα κράτη - μέλη, ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου μέσα στην ίδια χώρα. Για παράδειγμα, μπορεί στη Γερμανία να κυριαρχεί η θέση ότι ο πόλεμος όσο παρατείνεται είναι πλήγμα για την οικονομία της, υπάρχουν όμως και δυνάμεις, ακόμα και μέσα στην κυβέρνηση, που «σπρώχνουν» προς την κατεύθυνση της συνέχισής του. Το αντίστροφο συμβαίνει στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες.

«Το τέλος του πολέμου διχάζει»

Χαρακτηριστικό είναι κι ένα άρθρο των «Financial Times», με τίτλο «Η Δύση είναι διχασμένη για το πώς πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία»3. «Αντιμέτωπη με τη βάναυση επιστροφή του ρωσικού ζητήματος, η Δύση χρειάζεται ένα σχέδιο, και δεν φαίνεται να έχει. Δύο σχολές σκέψης έχουν προκύψει. Σύμφωνα με την πρώτη, η Ρωσία πρέπει να τιμωρηθεί για την επιθετικότητά της με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προσπαθήσει ξανά», αναφέρει το άρθρο και παραθέτει τις δηλώσεις που έκανε στις 25 Απρίλη ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, ότι η Ρωσία πρέπει να «αποδυναμωθεί» με στρατιωτικά μέσα.

Η δεύτερη «σχολή», σύμφωνα με το άρθρο, θεωρεί ότι η Μόσχα θα πρέπει να είναι μέρος οποιασδήποτε νέας τάξης ασφαλείας που θα διαμορφωθεί στην Ευρώπη, καθώς ακόμα κι αν ηττηθεί θα παραμείνει μια πυρηνική δύναμη και η μεγαλύτερη χώρα στην ήπειρο. «Ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποτυπώσει μια εντελώς νέα ενδοευρωπαϊκή δυναμική», γράφει, αναπαράγοντας το ίδιο «σχήμα» με τον «Economist».

Για «ανησυχητικές τάσεις στη διατλαντική σχέση» κάνει λόγο και το «Foreign Affairs»4. Αναφερόμενο στην αντίδραση του ευρωατλαντικού μπλοκ αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, σημειώνει πως «ανεξάρτητα από το πόσο αξιοσημείωτη μπορεί να είναι αυτή η αλληλεγγύη βραχυπρόθεσμα, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα διαρκέσει (...) οι ισχυρές τάσεις που προηγούνται της κρίσης στην Ουκρανία μπορεί να την υπερνικήσουν και τελικά να την εκτροχιάσουν».

Το ίδιο δημοσίευμα σημειώνει ότι οι διατλαντικές σχέσεις είχαν αρχίσει να διαβρώνονται και πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στο έδαφος μεγάλων οικονομικών αντιθέσεων που επιδεινώθηκαν το 2017, όταν η κυβέρνηση Τραμπ μπλόκαρε τις διεργασίες για τη Διατλαντική Εταιρική Εμπορική Σχέση. Υπενθυμίζει μάλιστα ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, μέχρι και τον Γενάρη του 2022 οι ΗΠΑ διατηρούσαν σημαντικά περισσότερες εμπορικές διαμάχες και διαφορές με την ΕΕ (55) απ' ό,τι με την Κίνα (39).

Η «Le Monde», με τη σειρά της, σημειώνει ότι παρά «την ενότητα που επιδεικνύουν, μερικές φορές επίπονα, τα 27 κράτη - μέλη της ΕΕ κατά της Μόσχας», η σύγκρουση έχει αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων εντός της ΕΕ, με τον γαλλογερμανικό άξονα να αντιμετωπίζει δυσκολίες καθώς οι ΗΠΑ εμβαθύνουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο.

Το δημοσίευμα καταγράφει τις αντιδράσεις των Ινστιτούτων Διεθνών Σχέσεων της Λιθουανίας και της Εσθονίας απέναντι στην ομιλία του Γάλλου Προέδρου Μακρόν στις 9 Μάη στο Στρασβούργο, όπου εξέφρασε ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας «ταπεινωτικής ήττας της Ρωσίας».

«Η Γαλλία λέει ότι η Ρωσία δεν πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, ώστε να μη ριζοσπαστικοποιηθεί, όπως η Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εμείς αντίθετα (...) πιστεύουμε ότι η Ρωσία πρέπει να τιμωρηθεί, ότι πρέπει να καταβληθούν αποζημιώσεις και ότι πρέπει να υπάρξει αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα», σύμφωνα με την διευθύντρια του Λιθουανικού Ινστιτούτου, ενώ η ομόλογός της του Εσθονικού προσθέτει:

«Η Γαλλία και η Γερμανία φαίνεται να πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο να επιτευχθεί συμφωνία με τον Πούτιν, και το συντομότερο δυνατόν. Αυτό στέλνει το μήνυμα ότι δεν θέλουν να απωθήσουν τις ρωσικές δυνάμεις, αλλά ότι προτιμούν έναν συμβιβασμό για να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Αυτή η λύση όμως θα είναι προσωρινή μόνο, καθώς η Ρωσία θα καταλάβει τότε ότι μπορεί να κερδίσει πράγματα με στρατιωτική επίθεση»5.

Για «έντονη κλίση προς τη Μόσχα» κατηγόρησε και ο αντιπρόεδρος της πολωνικής κυβέρνησης τη Γερμανία και τη Γαλλία, ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας δήλωσε ότι το βασικό εμπόδιο για την υιοθέτηση αυστηρότερων κυρώσεων της ΕΕ ενάντια στη Ρωσία υπήρξε η Γερμανία, παραπέμποντας μάλιστα στα πρακτικά των συνεδριάσεων της ΕΕ.

Το οικονομικό υπόβαθρο

Υπόβαθρο των αντιθέσεων στο ευρωατλαντικό μπλοκ, σύμφωνα με άλλο άρθρο των «Financial Times», είναι το οικονομικό βάρος του πολέμου και των συνεπειών του.«Ο πόλεμος στην Ουκρανία κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει τη Δύση», σημειώνει και προσθέτει πως «οι οικονομικές ζημιές από μία μακρά σύγκρουση θα μπορούσαν να διαλύσουν την ενότητα» των κρατών του μπλοκ.

«Ο κίνδυνος είναι ότι η Ρωσία θα καταφέρει να συνεχίσει τον αγώνα για πολλούς μήνες - με αυξανόμενο αριθμό νεκρών και καταστροφών. Στο μεταξύ, οι επιπτώσεις της οικονομικής ρήξης με τη Μόσχα θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές πολύ πιο έντονα στην Ευρώπη με τη μορφή αύξησης των τιμών, έλλειψης Ενέργειας, χαμένων θέσεων εργασίας και του κοινωνικού αντίκτυπου της προσπάθειας απορρόφησης έως και 10 εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων (...) Η Αμερική είναι λιγότερο εκτεθειμένη οικονομικά από την Ευρώπη (...) Οι λογαριασμοί Ενέργειας για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη αυξάνονταν επίσης απότομα ακόμα και πριν από τον πόλεμο», αναφέρει το δημοσίευμα.

Μάλιστα, σημειώνεται ότι ο στόχος της ΕΕ για μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο κατά τα 2/3 μέχρι το τέλος του έτους είναι υπερβολικά αδύναμη απάντηση, καθώς η Ρωσία εξακολουθεί να κερδίζει δισεκατομμύρια ευρώ τη βδομάδα από εξαγωγές σε άλλες αγορές.

Το δημοσίευμα προβλέπει ακόμα ότι οι τιμές των τροφίμων θα συνεχίσουν να εκτοξεύονται, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των Ευρωπαίων που χρησιμοποιούν τράπεζες τροφίμων ή χρειάζονται επείγουσα βοήθεια. Η δε αύξηση της πείνας σε Μέση Ανατολή και Αφρική εκτιμάται ότι μπορεί να προκαλέσει νέο κύμα μετανάστευσης προς την Ευρώπη.

«Καθώς η οικονομική πίεση αυξάνεται, η δυτική ενότητα απειλείται», συνεχίζει το άρθρο και προβλέπει ότι όσο συνεχίζεται ο πόλεμος τόσο θα ενισχύονται οι δύο αντίρροπες τάσεις: Αυτών που θα ζητάνε μια πιο σκληρή δυτική απάντηση, μέχρι και άμεση στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, και εκείνων που θα απαιτούν τον τερματισμό της σύγκρουσης, «ακόμα κι αν αυτό σημαίνει απόσυρση της στήριξης προς την Ουκρανία και παραχωρήσεις προς τη Ρωσία που επί του παρόντος φαίνονται απαράδεκτες»6.

«Οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία θα θέσουν δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο διασφάλισης της ευρωπαϊκής ασφάλειας βραχυπρόθεσμα, καθώς και σχετικά με την πορεία της διατλαντικής εταιρικής σχέσης μακροπρόθεσμα», αναφέρει και μια πρόσφατη ανάλυση του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Σπουδών.

«Το πραγματικό πρόβλημα είναι το φυσικό αέριο», συνεχίζει, «για το οποίο οι υφιστάμενοι αγωγοί που συνδέουν την ΕΕ με τη Ρωσία παρέχουν τον φτηνότερο τρόπο μεταφοράς. Το ρωσικό φυσικό αέριο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη Γερμανία και την Ιταλία, και οι χώρες αυτές φοβούνται πολύ υψηλό κόστος αν επιβληθεί άμεση απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου. Μεταξύ των κρατών - μελών υπάρχει γενική συμφωνία σχετικά με τον μακροπρόθεσμο στόχο της δραστικής μείωσης των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, αλλά λίγη σαφήνεια σχετικά με το πόσο γρήγορα μπορεί να επιτευχθεί αυτό».

Παραπομπές:

1. https://carnegieeurope.eu/strategiceurope/86831

2. https://www.economist.com/europe/2022/05/26/when-and-how-might-the-war-in-ukraine-end

3. https://www.ft.com/content/273b6df2-e4ba-4a70-955e-9f212978dcbe

4. https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-04-20/made-alliance

5. https://www.lemonde.fr/en/international/article/2022/05/20/the-franco-german-tandem-s-struggle-over-war-in-ukraine-raises-questions-for-eu-foreign-policy_5984115_4.html

6. https://www.ft.com/content/c0a7e365-2cd6-4b3b-b5de-0500aec8c830



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ