Ανεξάρτητα αν τελικά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρει τα 1,3 τρισ. δραχμές που ψάχνει για να μοιράσει με το «κοινωνικό πακέτο» στους οικονομικά αδύνατους, την περίοδο 2001 - 2004, το σίγουρο είναι πως έχει προϋπολογίσει να μας πάρει την ίδια περίοδο (μόνο με τη φορολογία) περίπου 2,5 τρισ. δραχμές!
Τον τελευταίο καιρό, η κοινή γνώμη, βομβαρδίζεται από τις εφημερίδες και τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια, για την απόφαση της κυβέρνησης να εκφράσει την «κοινωνική της ευαισθησία», διαθέτοντας στην επόμενη τριετία - με το περίφημο «κοινωνικό πακέτο» - χρήματα για την ενίσχυση των οικονομικά αδυνάτων ή των «μη εχόντων και κατεχόντων», όπως λέει και ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτης. Και ενώ, όλοι - υπουργοί, υφυπουργοί και άλλοι «γραμματείς και Φαρισαίοι» του κυβερνώντος κόμματος - μιλούν για το περίφημο «κοινωνικό πακέτο», που ακόμη... ψάχνουν να το βρουν στις κυβερνητικές συσκέψεις, κανείς δε μιλά για το «αντιλαϊκό ή αντικοινωνικό πακέτο» που έχει προαποφασιστεί με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Ενα πακέτο, που - εκτός του ότι είναι δεδομένο και προϋπολογισμένο να παρθεί από τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα - είναι διπλάσιο ή και τριπλάσιο σε σχέση με το «κοινωνικό πακέτο» που ακόμη ψάχνουν να το βρουν.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:
Σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «κοινωνικό πακέτο», αυτό είναι κάτι που ανακαλύφθηκε από τους κυβερνώντες στις αρχές Μάη. Λίγες μέρες μετά το μεγάλο ξεσηκωμό των εργαζομένων ενάντια στα αντιασφαλιστικά μέτρα (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση συντάξεων κλπ.) που είχαν αποφασιστεί ομόφωνα από τα μέλη του ΕΓ του ΠΑΣΟΚ και την κυβερνητική Επιτροπή, η κυβέρνηση δήλωσε πως «παγώνει» αυτά τα μέτρα. Παράλληλα με την αναδίπλωση στο Ασφαλιστικό, η κυβέρνηση - επιχειρώντας να αμβλύνει τις αντιδράσεις των εργαζομένων - άρχισε να συσκέπτεται με αντικείμενο την εξεύρεση ενός ποσού περίπου 500 δισ. δραχμών, προκειμένου να διατεθεί για την ενίσχυση των οικονομικά αδύνατων.
Στην πορεία του χρόνου, το «κοινωνικό πακέτο» άρχισε να μεγαλώνει, μετά από κάθε σύσκεψη του πρωθυπουργού με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης - που αναζητούσαν και ακόμη αναζητούν την εξεύρεση των χρημάτων για την ενίσχυση των άνεργων, των άπορων, των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων - και την περασμένη βδομάδα είχε φτάσει... αισίως τα 1,3 τρισεκατομμύρια δραχμές. Ακόμη, όμως, δεν έχουν βρεθεί οι πηγές από τις οποίες η κυβέρνηση θα κόψει (δαπάνες) ή θα εισπράξει (επιπλέον έσοδα) για να γεμίσει το «κοινωνικό πακέτο» με το ποσό των 1,3 τρισ. δραχμών που υπόσχονται να διαθέσουν την ερχόμενη τριετία. Θα πρέπει, δε, να σημειωθεί, ότι σ' αυτό το περιβόητο «κοινωνικό πακέτο», η κυβέρνηση υπολογίζει τα πάντα. Από τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων που θα δοθούν με την εισοδηματική πολιτική, τη θεσμοθετημένη ανά διετία τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας μέχρι... το επίδομα γάμου (που πρέπει με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου να χορηγείται και στους δύο εργαζόμενους δημοσίους υπαλλήλους αναδρομικά) κλπ. Και όλα αυτά όταν ήδη έχουν ιδιωτικοποιηθεί όλοι σχεδόν οι κρατικοί τομείς παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, όπως π.χ. υγεία, πρόνοια κλπ.
Αν όμως, το λεγόμενο «κοινωνικό πακέτο» είναι στον αέρα, καθώς είναι μια υπόσχεση (για την οποία οι βιομήχανοι και όχι μόνο εξέφρασαν τη δυσφορία από το ενδεχόμενο χαλάρωσης των μέτρων λιτότητας λόγω του επικείμενου συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβρη), από την άλλη ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, έχουν δεσμευτεί δημόσια στο διευθυντήριο των Βρυξελλών, να επιβάλλουν την ερχόμενη τριετία ένα νέο «αντιλαϊκό - αντικοινωνικό πακέτο», που - σε μέγεθος - θα είναι υπερδιπλάσιο από το αναζητούμενο «κοινωνικό πακέτο».
Συγκεκριμένα, με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2001 - 2004, η κυβέρνηση προϋπολογίζει τη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων για να ενισχύσει παραπέρα τα κέρδη και υπερκέρδη του μεγάλου κεφαλαίου, με μια σειρά δέσμες και δεσμίδες μέτρων. Μεταξύ των μέτρων, που περιλαμβάνει το «αντικοινωνικό πακέτο», είναι:
Από τα παραπάνω, είναι φανερό, πως η κυβέρνηση, ενώ βρίσκεται στο στάδιο των υποσχέσεων και προθέσεων να δώσει στους οικονομικά αδύνατους ένα «κοινωνικό πακέτο» μερικών εκατοντάδων δισ. δραχμών, ταυτόχρονα έχει φουλάρει τις μηχανές για την επιβολή του αντικοινωνικού πακέτου που θα ξεπερνά κατά πολύ τα 2 τρισ. δραχμές. Δηλαδή υπόσχεται να δώσει 1, ενώ είναι αποφασισμένη να αρπάξει 2.
Θα τους περάσει;
Ετσι και αυτοί οι πιστοί υπήκοοι και υπάκουοι της ληστοσυμμορίας, των G7+1 τίποτα δεν άκουσαν και τίποτα δεν είδαν για τις «λίστες» χαφιεδοσύνης που συνόδευαν -αν δεν προηγήθηκαν- τους αγωνιστές στη Γένοβα.
Παραδέχτηκαν δηλαδή περίπου, ότι τέτοιες λίστες θα μπορούσε να έχουν δοθεί και από άλλες (ανώνυμες;) κρατικές, ή και παρακρατικές υπηρεσίες, κατά την «πατροπαράδοτη» διαπλοκή χαφιέδων και σπιούνων που μόνο την ομαλότητα και τη δημοκρατική τάξη δεν εξυπηρετούν.
Γιατί ο Πάσσαρης μπορεί να τους ξεφεύγει, όχι όμως και οι αγωνιστές
Εκείνο όμως που έμμεσα προκύπτει είναι ότι λειτουργούν και ανεξέλεγκτοι μηχανισμοί χαφιέδων και ρουφιάνων, που αντλούν τη δύναμή τους από εγχώριες αντιδραστικές δυνάμεις και ξένα κέντρα πρακτόρων, που τόσο καλά έχει γνωρίσει ο λαός μας στο ιστορικό και το πρόσφατο παρελθόν. (Μνήμη π.χ. δικτατορίας Μεταξά χθες).
Αλλωστε, όπως κυβέρνηση και ΝΔ ομολογούν, τα όρια των διαπλοκών είναι δυσδιάκριτα,... ανώνυμα και δυσώδη.
Επιπλέον φόρους, που άγγιξαν τα 8 τρισεκατομμύρια δραχμές, φόρτωσαν μέσα στη δεκαετία του 1990 στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων - οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, για να τα ξαναμοιράσουν με επιδοτήσεις και άλλα προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο
Υπάρχει όμως ένα είδος κλοπής, το οποίο δεν είναι τόσο ευδιάκριτο. Και δεν είναι ευδιάκριτο, γιατί η κλοπή αυτή είναι... νόμιμη και ταυτόχρονα έχουμε αλλαγή ρόλων. Αντί για το συνηθισμένο κλεφτρόνι, έχουμε πλέον υπουργούς, τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που μας αδειάζουν τις τσέπες και μάλιστα με το... νόμο. Οι κλεπταποδόχοι, ενώ στην πρώτη πρίπτωση είναι συνήθως σεσημασμένοι με μελανό ποινικό μητρώο, στη δεύτερη είναι ευυπόληπτα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλέμποροι, μεγαλοξενοδόχοι, μεγαλοεφοπλιστές και γενικά όλοι εκείνοι που πριν από το προσδιοριστικό της επαγγελματικής τους κατηγορίας, έχουν σαν πρόθεμα και το επίθετο «μεγάλο». Τα θύματα συνήθως είναι πάντα τα ίδια. Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, τα λαϊκά στρώματα. Οι οποίοι, ούτε λίγο ούτε πολύ τη δεκαετία του '90 πλήρωσαν στο βωμό της ΟΝΕ επιπλέον φόρους 7,8 τρισ. δραχμές!
Ηταν αρχές της δεκαετίας του '90, λίγο πριν από την υπογραφή της περιβόητης συνθήκης του Μάαστριχτ, που σηματοδοτούσε τη νεοφιλελεύθερη επέλαση των πολυεθνικών πάνω στα εργασιακά δικαιώματα των εργαζόμενων. Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης της ΝΔ, είχαν αρχίσει οι συζητήσεις περί «δημοσιονομικής εξυγίανσης», πριν αυτή πάρει την ποσοτική μορφή των κριτηρίων, δηλαδή το πολύ 3% του ΑΕΠ το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος να βρίσκεται σε καθοδική πορεία προς το 60% του ΑΕΠ.
Χωρίς πολλή σοφία οι οικονομικοί παράγοντες της ΝΔ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «δημοσιονομική εξυγίανση» σημαίνει κυρίως δυο πράγματα:
Αυτά, βέβαια, είχαν αποδέκτες αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα, τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους μικρούς επιχειρηματίες, τους βιοτέχνες. Για όλους αυτούς χτυπούσε η καμπάνα της «φορολογικής αναμόρφωσης». Αντίθετα για τους μεγάλους επιχειρηματίες, ακολουθήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση. Με το κλασικό επιχείρημα πλέον ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν κίνητρο για φοροδιαφυγή, η κυβέρνηση της ΝΔ:
Με λίγα, δηλαδή, λόγια η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε σε αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ του κεφαλαίου με τους κλασικούς μηχανισμούς της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Αντίθετα, στα λαϊκά στρώματα, επιφύλαξε διαφορετική μοίρα. Αυτά ήταν τα θύματα της φορολογικής λαίλαπας που ακολούθησε.
Τα κυριότερα μέτρα που επιβάρυναν φορολογικά τα λαϊκά εισοδήματα ήταν τα ακόλουθα:
Και όλη αυτή η φορολογική ληστεία, γίνεται σε ένα περιβάλλον προστασίας της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ όσες περιπτώσεις μεγάλης φοροδιαφυγής είδαν το φως της δημοσιότητας (τεχνικές εταιρίες, τηλεοπτικοί σταθμοί, πετρελαϊκές εταιρίες, τράπεζες κλπ.) «πνίγηκαν» στους διαδρόμους του υπουργείου Οικονομικών.
Τα αποτελέσματα της φορολογικής ληστείας της δεκαετίας, το ίδιο υπουργείο Οικονομικών, μάς κάνει την τιμή να μας τα υπενθυμίζει κάθε χρόνο μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού (βλέπε σχετικό πίνακα). Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τα φορολογικά έσοδα από 20,7% του ΑΕΠ το 1991 αυξάνονται σταδιακά και φτάνουν το 26,6% του ΑΕΠ το 2000, κάτι που οφείλεται κυρίως στη δεύτερη περίοδο 1997 - 2000 (κυβέρνηση Σημίτη). Λόγω της σωρευτικής αυτής αύξησης των φόρων ως προς το ΑΕΠ την περίοδο 1991 - 2000, καταβλήθηκαν εππλέον φόροι 7,8 τρισ. δραχμές. Από αυτά, 7 τρισ. δραχμές αφορούν την περίοδο 1996 - 2000, δηλαδή την περίοδο πρωθυπουργίας του Σημίτη. Με λίγα δηλαδή λόγια το εισιτήριο της ΟΝΕ ισοδυναμούσε με επιπλέον φόρους - το επαναλαμβάνουμε επιπλέον φόρους - 780 χιλ. δραχμές κατ' άτομο, όπου στον πληθυσμό περιλαμβάνονται οι πάντες και όχι μόνο ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός. Δηλαδή, μια τετραμελής οικογένεια επιβαρύνθηκε τη δεκαετία 1991 - 2000 με 3,1 εκατ. δραχμές επιπλέον φόρους.
Μέχρι τώρα παρακολουθήσαμε τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του '90, έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη των εργαζόμενων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, οι οποίοι κλήθηκαν να πληρώσουν και πλήρωσαν πανάκριβα το εισιτήριο ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρωζώνη. Η φορολογική ληστεία, όμως, δεν έληξε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ευρώ, παρά το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά βρίσκονταν σαφώς σε πολύ καλύτερη κατάσταση, από ό,τι τις αρχές της δεκαετίας του '90. Κι αυτό, γιατί από το 2000 και μετά, τα δεδομένα στην ΕΕ άρχισαν να αλλάζουν, με ευθύνη του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, που φροντίζει για το καλό των ευρωπαΪκών- και όχι μόνο- πολυεθνικών.
Στη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας, τον Ιούνη του 2000 οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαπίστωσαν ότι ο ανταγωνισμός πρέπει να αποτελεί το θεμέλιο λίθο όλων των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων στην ΕΕ, ώστε να εξελιχθεί η ευρωπαϊκή οικονομία στην ισχυρότερη του πλανήτη... Και όταν λέμε ευρωπαϊκή οικονομία, εννοούμε βέβαια το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, το οποίο θα πρέπει να ενισχυθεί ποικιλοτρόπως ώστε να γίνει το ανταγωνιστικότερο του πλανήτη Γη! Στο φορολογικό τομέα τα πράγματα ήταν αρκετά απλά. Ενίσχυση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων, σημαίνει πρώτα και κύρια μείωση της φορολογίας κερδών. Ετσι όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ, εξαγγέλλουν φορολογικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων.
Μαζί τους βέβαια και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία έκανε είδη το πρώτο βήμα. Με το συνοδευτικό, του προϋπολογισμού του 2001 φορολογικό νομοσχέδιο, προχώρησε σε μείωση του συντελεστή φορολογίας κερδών των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Ανωνύμων Εταιριών από 40% στο 37,5% το 2002 και στο 35% το 2003. Αυτό όμως, ήταν η αρχή.
Το μεγάλο βήμα πρόκειται να γίνει τον επόμενο χρόνο, όταν η επιτροπή που έχει συσταθεί από την κυβέρνηση για «την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος» θα ανακοινώσει τα αποτελέσματά της. Τα οποία όμως είναι... προαποφασισμένα. Αναμένεται έτσι μεγάλη μείωση των συντελεστών φορολογίας κερδών των ενταγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών, από το 35% στο 25%!, ενώ μεγάλες μειώσεις αναμένεται να υπάρξουν και στη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων. Ηδη ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας των φυσικών προσώπων μειώνεται από 45% στο 42,5% το 2002 και στο 40% το 2003. Με τις νέες προτάσεις αναμένεται νέα δραστική μείωση στο 30%! Ετσι θα κάνουν το «ελληνικό» κεφάλαιο ανταγωνιστικό...
Η όλη μεθόδευση είναι βέβαια αισχρή και βαθιά ανήθικη, αν και θα μπορούσε να πει κάποιος πως το να καταγγέλλεις τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες για ανηθικότητα, δεν ανακαλύπτεις, βέβαια, και την Αμερική. Οι κοινωνίες αυτές είναι από τη φύση τους ανήθικες. Ετσι και στην περίπτωσή μας.
Στην α' φάση έχουμε αναδιανομή εισοδημάτων μέσω των μηχανισμών της φορολογίας, με τη συνεχή αύξηση των φορολογικών βαρών, τα οποία επωμιστήκανε τα λαϊκά στρώματα και την παράλληλη διεύρυνση των φορολογικών απαλλαγών των κεφαλαιούχων. Στη δεύτερη πράξη, έχουμε μια νέα λεόντεια αναδιανομή υπέρ του κεφαλαίου μέσω της πολύ μεγάλης μείωσης των συντελεστών φορολογίας.
Και εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι σημερινοί φορολογικοί συντελεστές έχουν μόνο συμβολική σημασία. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι κρατούντες κάνουν λόγο για παραοικονομία και φοροδιαφυγή της τάξης του 30%, είναι ευνόητο ότι η πραγματική φορολογία του κεφαλαίου δεν είναι αυτή που αναφέρουν οι φορολογικοί νόμοι αλλά πολύ μικρότερη. Ενώ αντίθετα η φορολογική επιβάρυνση των εργαζόμενων - συνταξιούχων είναι πραγματική, μια και, ακόμα και αν θέλουν, δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.
Η νέα φορολογική μεταρρύθμιση ανοίγει διάπλατα το χρόνο για τη μετατροπή της Ελλάδας σε φορολογικό παράδεισο των κεφαλαιούχων. Και αποτελεί σχήμα οξύμωρο, ότι ο πρωθυπουργός πριν από λίγες βδομάδες κατηγόρησε τη ΝΔ ότι με τις προτάσεις της θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε Ιρλανδία, η οποία προτιμάται για επενδύσεις από τις πολυεθνικές, λόγω της πολύ χαμηλής φορολογίας που εφαρμόζει.