Ιδού λοιπόν τι έχει γράψει:
«Πιστεύω πως το αστικό καθεστώς είναι ανίκανο πια να ρυθμίσει τις σύγχρονες ανάγκες κι ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου. Οικονομικώς στηρίζεται στη ληστρική ατομική οργάνωση της παραγωγής και στην άνιση κατανομή του πλούτου. Κοινωνικώς δεν υπάρχει πια καμιά ηθική που να στηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Πολιτικώς η άρχουσα τάξη διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία προς όφελός της, εις βάρος της μεγίστης πλειοψηφίας του λαού και αποδείχνεται μάταιη κάθε αλλαγή προσώπων ή θεσμών. (...) Η αστική τάξη γκρέμισε τη φεουδαρχία, απέδωκε - σε θαυμαστή ποσότητα και ποιότητα - ό,τι μπόρεσε στη σκέψη, στην τέχνη, στην επιστήμη και στην πράξη. Τώρα διαγράφει τη μοιραία καμπύλη προς τα κάτω. Ποια τάξη θα διαδεχτεί το αστικό καθεστώς; Ακλόνητα πιστεύω η τάξη των εργαζομένων: Εργάτες, αγρότες και πνευματικοί παραγωγοί» («Ομολογία Πίστεως», 16 Φεβρουαρίου 1925).
«Ολοι όσοι πονούμεν τον άνθρωπον έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. Και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του. Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα».
«Ζούμε την κρίσιμη στιγμή όπου ένας κόσμος σαπίζει. Δεν υπάρχει καμμία πίστις που να συνενώνει όλες τις ατομικές προσπάθειες σε μια συνολική ανώτερη κατεύθυνση. Δεν υπάρχει πειθαρχία σε κανένα πανανθρώπινο σκοπό - γι' αυτό επικρατούν αμείλικτος ο ατομισμός, το μίσος, ο πόλεμος, υπερτροφούν όλες οι κατώτερες ορμές του ανθρώπου, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο γίνεται λύκος. Ολα αυτά είναι συμπτώματα αποσυνθέσεως. Πάντοτε έτσι αποσυνετέθησαν οι κυρίαρχες τάξεις στις παραμονές της εξαφάνισής των. Και πάντοτε βρέθηκαν αγαθοί ιδεολόγοι που πρότειναν φάρμακα αναγεννήσεως και σωτηρίας. Και πάντοτε απέτυχαν, γιατί παρέβλεψαν τον μεγάλο, απαράγραπτο νόμο που επιβάλλει σε κάθε οργανισμόν να αποδώση, σε ωρισμένη χρονική περίοδο, ό,τι μπορεί και ύστερα να εξαφανιστεί, λίπασμα για το ερχόμενο φύτρο. Ετσι και σήμερα πολλοί ιδεολόγοι και ηθικολόγοι προτείνουν: Η μόνη σωτηρία είναι να γυρίσωμε στην παληά απλότητα, να ξαναζωντανέψωμε τη χριστιανική ηθική, να σταματήσωμε την ατιμία. Ενα μονάχα λησμονούν: Πως η ζωή δεν γυρίζει πίσω και πως η κορύφωσις της ατιμίας είναι το απαραίτητο προαπαιτούμενο της μελλούμενης αρετής. Γιατί μονάχα η αποκορύφωση της ατιμίας γίνεται αιτία να εξοντωθεί ο σαπημένος οργανισμός που τη γέννησε αναγκάζοντας να ξεσπάση η αγανάκτησις, η δικαιοσύνη, η οργή του λαού που ατιμάζεται και υποφέρει.
Η τάξη που ατιμάζεται σήμερα και υποφέρει είναι - όπως πάντα - η άμεσος υπό την κυρίαρχη τάξη εργαζόμενη ανθρώπινη μάζα. Η τάξη τούτη πρώτα άρχισε - προ ενός αιώνος - να παραπονείται και να κλαίει, ύστερα άρχισε να επικαλείται υψηλές ηθικές αρχές φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης - του κάκου. Τέλος έννοιωσε πως μήτε ο θρήνος, μήτε η ηθική των αστών (δηλ. η οργανωμένη ανηθικότητα) δεν θα τη σώσουν. Αρχισε να συναισθάνεται πως μοιραίως, από ιστορική ανάγκην είτε θέλουν οι αστοί είτε δεν θέλουν, είτε ελεούν είτε δεν ελεούν - μια μέρα η εργαζόμενη τούτη αδικούμενη μάζα θα καταλάβει την εξουσία. Και από τότε άρχισε να οργανώνεται και να ετοιμάζεται. Ζούμε τη μεταβατική περίοδο όπου μια τάξη σάπισε, μα διατηρεί ακόμη δυνατή την οργάνωσή της και δεν δέχεται να χαθή. Και μια άλλη τάξη - απείρως πολυπληθέστερη - έλαβε συνείδηση της δυνάμεώς της μα δεν είναι ακόμη άρτια ωργανωμένη και έτοιμη για τη διακυβέρνηση του κόσμου. Ζούμε, με μια λέξη, ένα "Μεσαίωνα". Η μοίρα της γενεάς μας και ίσως πολλών ακόμη γενεών - δεν είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση, η άνθιση του νέου πολιτισμού, αλλά ο πόλεμος, το μίσος, οι σπασμωδικές αγωνίες, αντινομίες και σκαιότητες του πολιτισμού που γεννάται. Η νέα ηθική δεν είναι ποτέ γέννημα της φαντασίας ή της καρδίας ενός κοινωνικού αναμορφωτού και ιδεολόγου. Πηγάζει από τις βαθύτατες ψυχικές και υλικές ανάγκες ενός νέου συνόλου. Οποιος μάχεται σήμερα να πείση τους αστούς να γυρίσουν στη χριστιανική ηθική, είναι μονάχα αγαθός ονειροπόλος. Οι αστοί δεν πείθονται. Η ηθική, δηλ. το σύστημα των κανόνων που διέπουν τας σχέσεις των ανθρώπων εντός του κοινωνικού συνόλου, είναι πάντοτε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της τάξης που κυριαρχεί και επιβάλλει τη σφραγίδα της σε όλες τις εκδηλώσεις - ηθικές, νομικές, οικονομικές, πνευματικές - της κοινωνικής ζωής».
«Ετσι κοιτάζοντας το σύνολο και τοποθετώντας την εποχή μας, βλέπομε ποιο είναι το σύγχρονο χρέος μας:
Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό στην τάξη που την εποχή τούτη έλαχε ν' αποτελεί την αντίδραση, την αδικία, την ανηθικότητα - στην τάξη των αστών.
Εκαμαν το χρέος τους, τώρα γενήκαν εμπόδια στο πνεύμα.
Το μίσος τούτο είναι το μόνο μέσο για να φτάσομε στην πλατύτατη αγάπη προς τον άνθρωπο: Μόνο μισώντας ανένδοτα θα ρίξομε όλη τη σύγχρονη οργάνωσι του κακού.
Ποτέ δεν πρέπει να το ξεχνάμε: Μπαίνομε, μπήκαμε πια σ' ένα Μεσαίωνα - πρέπει οι ετοιμασίες μας νάναι ετοιμασίες πολεμιστών. Γιατί ο άμεσος σκοπός μας είναι να πολεμήσωμε, να ρίξωμε τη φοβερή τούτη οργάνωση του κακού. Αργότερα, οι άλλες γενεές θα χαρούν ειρηνικά ό,τι εμείς με αγώνα, με δάκρυα σπέρνομε. Σήμερα, είτε το νοιώθομε είτε μη, ο άνεμος του ολέθρου φυσά και καθαρίζει τη γης - ας πάμε μαζί του!
Ανατροπή για ν' ανανεωθή ο κόσμος. "Εκπύρωση" όπως έλεγαν οι αρχαίοι Στωικοί, να ποιο είναι το πρώτο χρέος κάθε σκεπτόμενου σήμερα μέσα σε τόσο ανήθικο κι απέλπιδο χάος. Ετσι, απαράλλακτα έτσι, εσκέπτοντο κι οι πρώτοι Χριστιανοί κάτου στις κατακόμβες - γύρω από τους λίγους πιστούς ακολάσταιναν και αδικούσαν τα πλήθη της ειδωλολατρείας. Κι οι πρώτοι πιστοί μαζωμένοι γύρα από τις λιτές "αγάπες" της όπως οι σημερινοί "Σύντροφοι" ένοιωθαν στην καρδιά τους το μίσος εναντίον του Κακού και τη βαθύτατη εντολή να κηρύξουν σ' όλη της γης, ας είναι και με τη βία, την Αγάπη».
«Να πλάσουμε έναν πιο δίκαιο και ηθικό κόσμο, όπου η υλική ευδαιμονία θα είναι το μέσον για την ψυχική και πνευματική χειραφέτηση του ανθρώπου» (Απολογία).
«Η πραγμάτωση του σοσιαλισμού, δηλαδή του κοινωνικού συστήματος που καταργεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπό με τη μετατροπή της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας σε κοινωνική» (Πολιτικό πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Μανιφέστου, που έγραψε ο ίδιος).
Στην «Ασκητική», δημοσιευμένη το 1927 στην «Αναγέννηση» του Γληνού, γράφει:
«Οι νέοι "σωτήρες" είναι η τάξη των "χερομάχων": Σήμερα "ο θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα"».
«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ' όλους τους σωτήρες. Αυτή 'ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;».
«Η ζωή μας είναι λίγη. Στην ορισμένη γραμμίτσα που διαθέτουμε ζώντας, πρέπει να δουλέψουμε. Η θεωρία έχει αξία μονάχα ως προετοιμασία, ο αγώνας ο κρίσιμος είναι η πράξη. Να δούμε ποια είναι η εποχή μας, ποια είναι η πρωτοπορία της εποχής μας και ευτύς, αποφασισμένοι χωρίς συμβιβασμούς να τοποθετηθούμε στα ακρότατα φυλάκια της μάχης. Αλλο χρέος, άλλη αρετή, άλλη ευτυχία δεν πρέπει να γνωρίζουμε».
Ιδιαίτερα τούτες τις δύσκολες για την πατρίδα και την ανθρωπότητα ώρες: «Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους - να ζητάς συντρόφους. Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Οταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση». «Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!».
Σε γράμμα του προς την Γαλάτεια, από τη Γερμανία, γράφει: «Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού 'γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ' εξανίσταται. Ενας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα». Στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ο Μιχελής, ένας από τους πραγματικούς Χριστιανούς που μάχονταν υπέρ των φτωχών και κατατρεγμένων και κατά των πλούσιων, των αρχόντων και του παπά που στήριζε την εξουσία τους και τα δικά τους συμφέροντα, λέει: «Αδικος είναι, άτιμος, άσπλαχνος ο κόσμος τούτος πρέπει να γκρεμιστεί».
«Εχετε γεια, χωριανοί! Ξαναφώναξε ο Μιχελής. Ο Χριστός ο δικός μας είναι φτωχός, κατατρεμένος, χτυπάει τις πόρτες και κανένας δεν του ανοίγει. Ο Χριστος ο δικός σας είναι πλούσιος κοτζάμπασης, τα 'χει φτιαγμένα με τον αγά, μανταλώνει την πόρτα του και τρώει. Ο Χριστός ο δικός σας, ο χορτάτος, διαλαλεί: Δίκαιος είναι ο κόσμος τούτος, τίμιος, σπλαχνικός, μου αρέσει, αφορεσμένος να 'ναι όποιος σηκώσει το χέρι του να τον κουνήσει! Ο Χριστός ο δικός μας, ο ξυπόλυτος, κοιτάζει τα κορμιά που πεινούν, τις ψυχές που πλαντούν, φωνάζει: Ο δικός είναι, άτιμος, άσπλαχνος ο κόσμος τούτος, πρέπει να γκρεμιστεί!».
Και κάνοντας ακόμα ένα βήμα προς τον επαναστατικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, ο Καζαντζάκης γράφει: «Παίρνετε ορμήνειες από το Μόσκοβο να γκρεμίσετε τη θρησκεία, την πατρίδα, την οικογένεια και την ιδιοκτησία, τα τέσσερα μεγάλα θεμέλια του κόσμου! Κι ο Μανωλιός - ανάθεμά τον! - είναι ο αρχηγός σας, κι ήρθε κι ο παπα-Φώτης από του διαόλου τη μάνα και κρατάει καινούριο Ευαγγέλιο τις ορμήνειες του Μόσκοβου!
- Μα τότε ο Χριστός είναι μπολσεβίκος! έκαμε ο Μιχελής.
- Οπως τον καταντήσατε, σαν τα μούτρα σας, δεν είναι αυτός ο Χριστός, είναι ο Αντίχριστος.
Ο Μιχελής φούρκισε, πετάχτηκε απάνω.
- Οπως τον καταντήσατε εσείς οι παπάδες, οι δεσποτάδες, οι νοικοκυραίοι, ο Χριστός έγινε ένας γερο-Λαδάς τοκογλύφος, υποκριτής, παμπόνηρος, ψεύτης, δειλός, με τα σεντούκια γεμάτα τούρκικες κι εγγλέζικες λίρες... Και τα κάνει πλακάκια, ο Χριστός ο δικός σας, με όλους τους δυνατούς της γης, για να γλιτώσει το τομάρι του και το πουγγί του!
- Μας κηρύχνεις τον πόλεμο, κυρ-Μιχελή; Μούγκρισε ο παπάς και τα σάλια του πετάχτηκαν στον τοίχο.
- Δεν κηρύχνω πόλεμο, κηρύχνω δικαιοσύνη. Μα αν ριχτείτε απάνω μας, θα πολεμήσουμε. Ο αληθινός Χριστός είναι μαζί μας. Κι η κουρελού η Σαρακήνα θα φάει μια μέρα - θα το δεις - την πλούσια κυρα-Λυκόβρυση!».
Και ακόμα: «Τι πάει να πει μπολσεβίκος! ρωτάει ο Αγάς τον Μανολιό. Οι πρώτοι χριστιανοί Αγά μου, του απαντάει αυτός».
«Τώρα όλα θα τα βάλουμε κάτω, εξακολούθησε ο παπα-Φώτης, δεν έχει δικό σου και δικό μου, δεν έχει πια φράχτες και κλειδαριές και σεντούκια. Εδώ όλοι θα δουλεύουμε κι όλοι θα τρώμε. Καθένας θα δουλεύει ό,τι μπορεί, όσο μπορεί. Αλλος ψαράς στη Βοϊδομάτα, άλλος κυνηγός, άλλος θα δουλεύει τη γης, άλλος θα βόσκει ό,τι ζωντανό μας πέψει ο Θεός. Αδέρφια είμαστε, μαθές, μια φαμίλια είμαστε, έναν πατέρα έχουμε, το Θεό. Καινούργια θεμέλια να βάλουμε στην ψυχή μας, φώναζε ο γέροντας απλώνοντας την αγκαλιά του σε όλους, καινούργια θεμέλια, δύσκολο πολύ, βοηθάτε με, αδέρφια! Δουλειά, υπομονή κι αγάπη - και πίστη στο Θεό! Πώς ήταν οι πρώτοι Χριστιανοί; Μαζεύουνταν κάτω σε κατακόμπες, βαθιά στη γης, κι έβαναν καινούργια θεμέλια στον κόσμο. Τούτες οι σπηλιές, στα σπλάχνα της γης, είναι κι εμάς οι κατακόμπες μας, έχουμε κι εμείς μαζί μας το Χριστό, είδαμε την αδικία, θα βάλουμε τάξη! Μη φοβάσαι, Πέτρο, παιδί μου, ξέχασε τα περασμένα, ξορκισμένα να 'ναι! Βοηθάτε, όλοι μαζί, καινούργιο κόσμο να φυτέψουμε!».