Οι 6 διάδρομοι που φιλοδοξούν να παρέχουν «καύσιμο» στη γερμανική βιομηχανία και όχι μόνο
Η στρατηγική αυτή προβλέπει σημαντικές επενδύσεις στο «πράσινο» υδρογόνο, που υπολογίζονται από 180 έως και 470 δισ. ευρώ έως το 2050. Παράλληλα, σε εθνικό επίπεδο, μόνο το β' εξάμηνο του 2020 οι κυβερνήσεις ανακοίνωσαν επενδύσεις που ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ έως το 2030.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Γερμανία είναι η πιο δεσμευμένη να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην τεχνολογία υδρογόνου, έχοντας ανακοινώσει επενδυτικά σχέδια τόσο για την εγχώρια παραγωγή, όσο και για παραγωγή υδρογόνου στο εξωτερικό, αλλά και για υποδομές μεταφοράς του.
Η απώλεια των προνομιακών σχέσεων με τη Ρωσία, σε ό,τι αφορά τον ενεργειακό της εφοδιασμό με φτηνότερο φυσικό αέριο, οδηγεί το γερμανικό κεφάλαιο στην αναζήτηση νέων πηγών, πιο ανταγωνιστικών σε σύγκριση με το ακριβό LNG.
Τις προηγούμενες μέρες ολοκληρώθηκε στις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Βδομάδα Υδρογόνου, κατά την οποία το ενωσιακό πλάνο συγκεκριμενοποιήθηκε περαιτέρω από αξιωματούχους της ΕΕ, των κυβερνήσεων των κρατών - μελών, αλλά και από εκπροσώπους ενεργειακών ομίλων και επενδυτές.
Το «πράσινο» υδρογόνο παράγεται από ηλεκτρισμό, που με τη σειρά του παράγεται από ΑΠΕ και συγκεντρώνει αυξανόμενο ενδιαφέρον, αν και η σχετική τεχνολογία βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης. Στην αξιοποίησή του, η ΕΕ, οι κυβερνήσεις και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο εντοπίζουν μια ακόμα διέξοδο για λιμνάζοντα κεφάλαια, ενώ θεωρείται ότι έτσι θα αξιοποιηθεί και η πλεονάζουσα παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ΑΠΕ, που τώρα πάει «χαμένη» επειδή δεν μπορεί να αποθηκευτεί.
Επί του παρόντος, το υδρογόνο αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό της ευρωπαϊκής ενεργειακής κατανάλωσης και σχεδόν αποκλειστικά παράγεται από φυσικό αέριο («μπλε» και «γκρι» υδρογόνο).Μεγάλο πλεονέκτημα θεωρείται η πολυλειτουργικότητα του καυσίμου για το κεφάλαιο: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή Ενέργειας (όπως το φυσικό αέριο), απευθείας στη βιομηχανία ή στις μεταφορές, ενώ θεωρητικά μπορεί να αξιοποιηθεί και ως τρόπος αποθήκευσης της Ενέργειας από ΑΠΕ. Ταυτόχρονα, θεωρείται πως με εύκολες τροποποιήσεις θα μπορεί να μεταφέρεται μέσω των υπαρχουσών υποδομών.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «RePowerEU», που αποσκοπεί στην ταχεία μείωση της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και στην επιτάχυνση της «πράσινης μετάβασης», επικαιροποίησε τη στρατηγική για το υδρογόνο και προβλέπει παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων και εισαγωγές επίσης 10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου έως το 2030.
Σε έκθεσή του, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τη «Βιομηχανική πολιτική της ΕΕ για το ανανεώσιμο υδρογόνο», τόνισε τον Ιούλη του 2024 πως παρά το γεγονός ότι η χρηματοδότηση για την περίοδο 2021 - 2027 έφτασε τα 18,8 δισ. ευρώ και το θεσμικό πλαίσιο έχει ρυθμιστεί, οι στόχοι της ΕΕ παραμένουν μη ρεαλιστικοί, καθώς «παράλληλα με την ικανότητα παραγωγής υδρογόνου, σε συνδυασμό με τις εισαγωγές, θα πρέπει επίσης να αναπτυχθεί το αναγκαίο διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό δίκτυο για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής μεταφοράς και αποθήκευσης υδρογόνου για τη σύνδεση παραγωγών και αγοραστών».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, οι επενδύσεις σε υδρογόνο στην ΕΕ στο τέλος του 2024 θα έχουν αυξηθεί κατά 140%. Ηδη, τον τελευταίο χρόνο έχουν ληφθεί τελικές επενδυτικές αποφάσεις για έργα «πράσινου» υδρογόνου που ξεπερνούν τα 2 GW.
Η Γερμανία σχεδιάζεται να γίνει μακράν η μεγαλύτερη αγορά εισαγωγής υδρογόνου στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες. Το 2020, ανακοίνωσε την εθνική της στρατηγική, η οποία προβλέπει τη χρηματοδότηση έργων «πράσινου» υδρογόνου ύψους έως 9 δισ. ευρώ. Από αυτά, 7 δισ. ευρώ επενδύονται στην εσωτερική αγορά, ενώ επιπλέον 2 δισ. ευρώ έχουν προβλεφθεί για έργα υδρογόνου στην Ουκρανία και στο Μαρόκο, καθώς η μελλοντική παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου είναι πιο αποδοτική εκτός Ευρώπης.Ολα αυτά βέβαια υπό την αίρεση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που απειλεί να «κάψει» όλη την Ευρώπη (και όχι μόνο) ενώ γίνεται καταλύτης και για την αναδιάταξη επιχειρηματικών σχεδίων και διεθνών συμμαχιών, στο έδαφος των σκληρών ανταγωνισμών που οξύνονται.
Η παραγωγή υδρογόνου απαιτεί επαρκές νερό, «καθαρή» παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και αρκετό χώρο για τη μεγάλης κλίμακας επέκταση των ΑΠΕ, όπως η ηλιακή και η αιολική.
Οι «στρατηγικές υδρογόνου» τόσο της ΕΕ, όσο και της Γερμανίας έχουν ήδη αναγνωρίσει ότι δεν είναι σε θέση να παράγουν με αυτάρκεια υδρογόνο, επειδή δεν υπάρχει αρκετός χώρος, δεδομένης της μεγάλης πυκνότητας πληθυσμού της Ευρώπης, αν και η Ισπανία και μερικές άλλες χώρες της ΕΕ μπορεί να γίνουν καθαροί εξαγωγείς.
Γι' αυτόν τον λόγο επενδύουν στη διαμόρφωση ενός δικτύου αγωγών και άλλων υποδομών αποθήκευσης και μεταφοράς, που θα συνδέσουν την «καρδιά» της γερμανικής βιομηχανίας με τους παραγωγούς υδρογόνου στη Νότια Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή.
Πρόσφατα, η γερμανική κυβέρνηση ενέκρινε σχέδιο κατασκευής - με ορίζοντα το 2032 - ενός ενός δικτύου υδρογόνου, μήκους 9.040 χιλιομέτρων, με προϋπολογισμό 19 δισ. ευρώ. Οι ανάγκες της Γερμανίας για υδρογόνο υπολογίζονται σε 130 τεραβατώρες ετησίως έως το 2030, εκ των οποίων οι 100 θα εισάγονται. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, η ζήτηση θα εκτοξευθεί σε 427 τεραβατώρες υδρογόνου το 2040 και 617 τεραβατώρες το 2050.
Η Μεσόγειος εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ένα από τα κύρια σημεία ενδιαφέροντος της ΕΕ για την παραγωγή και τη μεταφορά υδρογόνου, λόγω του μεγάλου δυναμικού φυσικών πόρων στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Δεδομένων των πολλών ΑΠΕ (κυρίως φωτοβολταϊκά) και των μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου, οι χώρες που περικλείουν τη Μεσόγειο θεωρείται ότι έχουν τη δυνατότητα να παράγουν και να εξάγουν «πράσινο» και «μπλε» υδρογόνο σε ανταγωνιστικό κόστος.
Το Μαρόκο, αν και δεν διαθέτει σημαντικά αποθέματα υδρογονανθράκων, θεωρείται ο «κορυφαίος παίκτης» του υδρογόνου στη Βόρεια Αφρική, λόγω του μεγάλου ηλιακού και αιολικού δυναμικού. Το Μαρόκο σχεδιάζει να εξάγει τα 2/3 του «πράσινου» υδρογόνου στην ΕΕ. Τον Ιούνη του 2020, η Γερμανία υπέγραψε μνημόνιο κατανόησης με το Μαρόκο για την ανάπτυξη των έργων υδρογόνου.
Επιπλέον, υπάρχουν σχεδιασμοί για την προμήθεια της Ευρώπης από την Αλγερία και τη Λιβύη, καθώς υπάρχουν ήδη 3 αγωγοί από την πρώτη και ένας από τη δεύτερη που συνδέουν τις ακτές της Β. Αφρικής με την Ευρώπη. Η υφιστάμενη υποδομή μπορεί να αξιοποιηθεί προκειμένου να μετατραπεί η Ιταλία σε «γέφυρα» φθηνού υδρογόνου μεταξύ των δύο ακτών της Μεσογείου.
Η SNAM, η οποία διαχειρίζεται το κύριο τμήμα του δικτύου φυσικού αερίου της Ιταλίας και αποτελεί τον κύριο μέτοχο του ΔΕΣΦΑ στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι η Ιταλία θα μπορούσε να εισάγει υδρογόνο που παράγεται από ηλιακή ενέργεια στη Βόρεια Αφρική με κόστος 10 - 15% χαμηλότερο από την εγχώρια παραγωγή. Τονίζει όμως ότι η κερδοφόρα αυτή αγορά αντιμετωπίζει τους κινδύνους της πολιτικής αστάθειας στα δύο αυτά κράτη.
Σύμφωνα με έκθεση της European Clean Hydrogen Alliance, η ΕΕ χρειάζεται διαδρόμους εφοδιασμού υδρογόνου για να εκπληρώσει τους στόχους που θέτει το «REPowerEU».
«Η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου υδρογόνου είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την Ευρώπη να συνδέσει τις διάφορες μεγάλες εγκαταστάσεις παραγωγής, τις οδούς εισαγωγής και τις επιλογές με τα κύρια βιομηχανικά συμπλέγματα και τα κέντρα ζήτησης», σημειώνει η έκθεση.
Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει 6 διαδρόμους μεταφοράς υδρογόνου, τον Νοτιο-Κεντρικό, τον Νοτιοανατολικό, τον Ανατολικό, όπως και τους διαδρόμους της Ιβηρικής, της Βόρειας και της Βαλτικής Θάλασσας. Η Γερμανία είναι η χώρα - στόχος όλων των διαδρόμων.
Από τα περίπου 21.000 χιλιόμετρα των έξι διαδρόμων εφοδιασμού, σχεδόν το 35% θα είναι επαναχρησιμοποιημένοι αγωγοί. Το σύνολο σχεδόν των έργων που συμβάλλουν στη δημιουργία των διαδρόμων έχουν περιληφθεί στον 1ο κατάλογο έργων κοινού ενδιαφέροντος (PCI) και έργων αμοιβαίου ενδιαφέροντος (PMI) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχοντας την υποστήριξη των αντίστοιχων κρατών - μελών και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών.
«Παρ' όλα αυτά», σημειώνει η έκθεση, «υπάρχουν ακόμη εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, καθώς πρέπει να φτάσουμε στο καθεστώς της Τελικής Επενδυτικής Απόφασης και να ξεκινήσουμε τα κατασκευαστικά έργα το συντομότερο και με συντονισμένο τρόπο».
Ο Νοτιο-Κεντρικός διάδρομος, μήκους 2.725 χλμ. και κόστους 4,5 δισ. ευρώ, συνδέει τη Βόρεια Αφρική με την ευρωπαϊκή αγορά, με φιλοδοξία να επιτρέψει τη ροή υδρογόνου από την Ιταλία προς τη Γερμανία, διασχίζοντας την Αυστρία. Ο διάδρομος αυτός υπολογίζεται ότι θα προσφέρει περισσότερο από το 40% του συνολικού στόχου εισαγωγής του «REPowerEU».
Ο ιβηρικός διάδρομος θα συνδέει την Ιβηρική Χερσόνησο με τη Γερμανία, μέσα από αγωγούς μήκους 4.542 χλμ. και κόστους 10,4 δισ. ευρώ. Αυτός είναι ο μοναδικός διάδρομος εφοδιασμού της ΕΕ με 100% εγχώρια παραγόμενο υδρογόνο από ανανεώσιμες πηγές της ΕΕ. Στη συνέχεια, το 2040, σχεδιάζεται η σύνδεση της Ισπανίας με τους παραγωγούς της Βόρειας Αφρικής, μέσω του Μαρόκου.
Ο διάδρομος της Βόρειας Θάλασσας, μήκους 1.738 χλμ. και κόστους 5,9 δισ. ευρώ, σχεδιάζεται ως κόμβος εισαγωγών υδρογόνου και παραγώγων του συνδέοντας τις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο με την ενδοχώρα της Γερμανίας.
Τρεις ομάδες έργων θα διαμορφώσουν τον διάδρομο της Βαλτικής Θάλασσας, συνολικού μήκους 5.637 χλμ. και κόστους 27,6 δισ. ευρώ, οι οποίες θα ενσωματώσουν τις εθνικές υποδομές της Σκανδιναβίας, της Βαλτικής, της Πολωνίας και της Γερμανίας.
Ο ανατολικός διάδρομος, μήκους 1.000 χλμ. και κόστους που υπολογίζεται στα 850 εκατ. ευρώ (καθώς δεν θα κατασκευαστεί νέος αγωγός, αλλά θα αξιοποιηθούν υφιστάμενα δίκτυα) σκοπεύει να αξιοποιήσει το δυναμικό παραγωγής υδρογόνου από ΑΠΕ στην Ουκρανία. Η Ουκρανία θεωρείται ένας πολλά υποσχόμενος μελλοντικός προμηθευτής ανανεώσιμου υδρογόνου με εξαιρετικές συνθήκες για την παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου σε μεγάλη κλίμακα.
Ο διάδρομος στον οποίο συμμετέχει η Ελλάδα είναι ο Νοτιοανατολικός, μήκους 2.140 χλμ. (540 από αυτά θα κατασκευαστούν στην Ελλάδα) και συνολικού κόστους 6 δισ. ευρώ (1 δισ. θα κοστίσει το ελληνικό τμήμα του δικτύου).
«Λόγω της γειτνίασης με τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ο διάδρομος θα μπορούσε στο μέλλον να διευκολύνει τις εισαγωγές υδρογόνου από τις γειτονικές χώρες μέσω ναυτιλίας ή υποθαλάσσιων αγωγών μεταφοράς. Η περιοχή προσφέρει άφθονο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας λόγω της διαθεσιμότητας γης και των συντελεστών υψηλής χωρητικότητας για την ηλιακή και την χερσαία αιολική ενέργεια», σημειώνει η έκθεση, ανοίγοντας την όρεξη και στην αστική τάξη της Ελλάδας για επενδύσεις που θα καταστήσουν κομβικό τον ρόλο της στον εφοδιασμό της Ευρώπης.
Ο διάδρομος θα διασυνδέσει τους αγωγούς υδρογόνου της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας με τη Γερμανία. Το ελληνικό τμήμα του αγωγού αναπτύσσεται από τον ΔΕΣΦΑ και προβλέπεται να έχει δυναμικότητα μεταφοράς 80 GWh/μέρα και θα κατασκευαστεί παράλληλα με τον υφιστάμενο αγωγό υψηλής πίεσης φυσικού αερίου, συνδέοντας σημεία παραγωγής υδρογόνου με τις βιομηχανικές περιοχές Αθήνας, Κορίνθου και Θεσσαλονίκης.
Στις 30 Νοέμβρη ολοκληρώνεται η πρώτη έρευνα από τον ΔΕΣΦΑ και την Bulgartransgaz για την αξιολόγηση της αγοράς υδρογόνου στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, προκειμένου δυνητικοί παραγωγοί και καταναλωτές υδρογόνου να εκδηλώσουν μη δεσμευτικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, θα τεθεί σε λειτουργία το 2029.
Η Ελλάδα θεωρείται ευνοϊκό πεδίο φθηνής παραγωγής υδρογόνου, καθώς σε πρόσφατη δημοπρασία της ΕΕ, είχε το χαμηλότερο κόστος παραγωγής υδρογόνου από τις 132 προσφορές που υποβλήθηκαν.
Η ποσότητα παραγόμενου υδρογόνου επηρεάζει ανάλογα τις ανάγκες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καθώς για κάθε 1 TWh «πράσινου» υδρογόνου απαιτείται περίπου 1,5 TWh «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία, για την περίπτωση παραγωγής συνθετικών καυσίμων, πρέπει να παρέχεται αδιαλείπτως.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, μόνο το α' τρίμηνο του 2024 υπήρξε απώλεια περίπου 300.000 μεγαβατωρών Ενέργειας παραγόμενης από ΑΠΕ, η οποία δεν μπορεί να αποθηκευτεί. Παράγοντες της αγοράς τρίβουν τα χέρια τους στο ενδεχόμενο μελλοντικά να εξάγονται μέχρι και 20 Τεραβατώρες τον χρόνο από την Ελλάδα, οι οποίες θα παράγονται με «πράσινη» Ενέργεια από ΑΠΕ.
Πέρα από την ελληνική παραγωγή, το σχέδιο προβλέπει να εισάγεται υδρογόνο που θα παράγεται από την Αίγυπτο ή από χώρες της Μέσης Ανατολής, με ηλεκτρικό ρεύμα από την Ελλάδα, μέσω της προωθούμενης διασύνδεσης Ελλάδας - Αιγύπτου. Το 1/3 του ηλεκτρικού ρεύματος που θα μεταφέρει η παραπάνω διασύνδεση, σχεδιάζεται να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή υδρογόνου.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα θέτει ως στόχο ετήσιας παραγωγής «πράσινου» υδρογόνου 1,2 Τεραβάτ.
Κύκλοι του ΔΕΣΦΑ αναφέρουν σε δημοσιεύματα ότι το ενδιαφέρον της Γερμανίας σχετικά με τα δίκτυα υδρογόνου επικεντρώνεται στην Ελλάδα, καθώς πέρα από την εγγύτητα, μεταξύ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας αναγνωρίζονται «η ικανότητά της για χαμηλού κόστους παραγωγή πράσινου υδρογόνου, η γεωστρατηγική της θέση για τη διέλευση ποσοτήτων από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και η γεωπολιτική ασφάλεια που προσφέρει».
Το γερμανικό ενδιαφέρον επαναβεβαιώθηκε σε τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε πριν από περίπου έναν μήνα σε υπουργικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών, στην οποία αποφασίστηκε η συγκρότηση μιας διυπουργικής ομάδας εργασίας που θα αναλάβει να εκπονήσει από κοινού μια μελέτη κόστους - οφέλους.
Μια πρώτη μελέτη παρουσίασε στην τηλεδιάσκεψη ο ΔΕΣΦΑ. Μέσα στο επόμενο διάστημα αναμένεται να πραγματοποιηθούν συναντήσεις του ΔΕΣΦΑ με τους διαχειριστές της Γερμανίας, αλλά και με το γερμανικό υπουργείο Ενέργειας.
Ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας και ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, είχε κάνει σαφές το ενδιαφέρον της χώρας του για το σχέδιο του ΔΕΣΦΑ κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που είχε στο πλαίσιο της ΔΕΘ με την υφυπουργό Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, και την διευθύνουσα σύμβουλο του ΔΕΣΦΑ, Μαρία - Ρίτα Γκάλι.
Ακόμα και αν τα σχετικά τεχνικά ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη της αναγκαίας τεχνολογίας, την εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης κ.λπ. λυθούν, το κύριο ζήτημα αφορά τον χαρακτήρα της ανάπτυξης και αυτού του κλάδου της Ενέργειας.
Οι διάδρομοι μεταφοράς της Ενέργειας σχεδιάζονται και επανασχεδιάζονται διαρκώς, ως αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τόσο μεταξύ του ευρωατλαντικού με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό μπλοκ, όσο και στο εσωτερικό τους.
Εχει καταστεί σαφές ότι οι 6 διάδρομοι που προαναφέρθηκαν δεν λειτουργούν πάντα συμπληρωματικά, αλλά ορισμένοι είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους. Επίσης σαφές είναι πως ο όλος σχεδιασμός γίνεται με κριτήριο τις ανάγκες κυρίως της γερμανικής βιομηχανίας, η οποία στραγγαλίζεται από την απουσία της φθηνής ρωσικής Ενέργειας, και όχι τις λαϊκές ανάγκες.
Η πρόσφατη πείρα της Ελλάδας από την πορεία μετατροπής της σε κόμβο μεταφοράς Ενέργειας με βάση τις επιδιώξεις της ντόπιας αστικής τάξης και των συμμάχων της, είναι χαρακτηριστική για μεγαλεπήβολα σχέδια που βρίσκονται στα χαρτιά.
Τα μεγάλα λόγια περί εξασφάλισης «σταθερότητας», τα οποία ξανακούσαμε όταν χτιζόταν ο αγωγός φυσικού αερίου TAP, που κατέστησε «συνεργάτες» την Ελλάδα και την Τουρκία στη μεταφορά αζέρικου αερίου στην Ευρώπη, έχουν πέσει προ πολλού στο κενό.
Αντίθετα, η εκμετάλλευση των πηγών και των δρόμων Ενέργειας, όπως τα αποθέματα υδρογονανθράκων στην περιοχή, αποτελεί - στο έδαφος του καπιταλισμού - αιτία αντιπαράθεσης μεταξύ των αστικών τάξεων των χωρών που τα εποφθαλμιούν.
Ταυτόχρονα, το «Ελντοράντο» της «πράσινης μετάβασης» μέσω της επέλασης των «αρπακτικών» των ΑΠΕ αποδείχθηκε περίτρανα πως αφορούσε μονάχα τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων της Ενέργειας και των Κατασκευών, ενώ για τον λαό απέμεινε ο τσουχτερός λογαριασμός της χρηματοδότησής τους.
Ο οδοστρωτήρας της ενεργειακής μετάβασης αφήνει πίσω του ισοπεδωμένα εργασιακά δικαιώματα, φτώχεια και ανεργία στο ενεργειακό κέντρο της χώρας, και πανάκριβο ρεύμα για τα λαϊκά νοικοκυριά.