ΗΠΑ και ΕΕ επιχειρούν να «κουμπώσουν» τα σχέδια «απεξάρτησης από τη ρωσική Ενέργεια» με τους στόχους του τουρκικού κεφαλαίου
Σε άμεση διασύνδεση με την όξυνση των συγκρούσεων σε Ανατολική Ευρώπη και Μέση Ανατολή, «φουντώνουν» οι προσπάθειες για τη χάραξη νέων διαδρομών μεταφοράς υδρογονανθράκων προς μεγάλες αγορές, αλλά και αποθήκευσης και επεξεργασίας παλιών και νέων μορφών Ενέργειας, με φόντο και τις κόντρες για αναμόρφωση του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη (με τις «εναλλακτικές» μορφές Ενέργειας, τις διεργασίες γύρω από τις μπίζνες της «πράσινης μετάβασης» κ.τ.λ.).
Στις 22 Νοέμβρη, η Κωνσταντινούπολη φιλοξένησε το πρώτο ομώνυμο Ενεργειακό Φόρουμ, που η κυβέρνηση Ερντογάν και συνολικά η τουρκική αστική τάξη επιδίωξε να αξιοποιήσει ως ευρύτερο «κράχτη» του ρόλου που διεκδικεί «για την ανάδειξη της χώρας ως κεντρικής χώρας (στη μεταφορά Ενέργειας) και απόδειξη της εμπιστοσύνης στο έθνος μας», όπως δήλωσε στην ομιλία του ο υπουργός Ενέργειας, Αλπ. Μπαϊρακτάρ.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι το 2024 θα είναι «έτος - ρεκόρ» για τη συνολική αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος Ενέργειας στην Τουρκία, τονίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στο Φόρουμ δείχνουν μεγάλη προθυμία για νέες ενεργειακές συνεργασίες και μιλώντας για «περίοδο πολύ σημαντικών ευκαιριών για το μέλλον».
Ξεχώρισε ότι πλέον «έχουμε περάσει από το να είμαστε καθαροί εισαγωγείς Ενέργειας στο να παράγουμε τη δική μας (Ενέργεια) και μάλιστα να γίνουμε εξαγωγέας».
Επισήμανε ότι η BOTAS (όπου βασικός μέτοχος είναι το τουρκικό κράτος) ήδη εξάγει σε πολλές χώρες και στόχος είναι «να επεκτείνουμε αυτές τις συνεργασίες και να τις ανεβάσουμε σε μεγαλύτερο επίπεδο» και «έτσι, η Τουρκία θα συμβάλει στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης όχι μόνο μέσω του φυσικού αερίου, αλλά και μέσω της πράσινης ενέργειας».
Ο διευθυντής επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας, Φ. Αλτούν, ανέφερε πως η Τουρκία «θεωρεί την Ενέργεια όχι ως καταλύτη για συγκρούσεις και κρίσεις, αλλά ως μέσο για την προώθηση της περιφερειακής και παγκόσμιας συνεργασίας», κάτι που έρχεται βέβαια σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα των ματωμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αλλά και «το πιο σημαντικό», αναζητά και ρόλο «πλατφόρμας που θα χρησιμεύει ως κανάλι διαλόγου (...) ενάντια στη μονόδρομη, από πάνω προς τα κάτω, ασύμμετρη ροή γνώσης που διέπει τον ενεργειακό τομέα, ένας από τους στόχους μας σε αυτό το πλαίσιο είναι να δημιουργήσουμε ένα πλουραλιστικό έδαφος για την παραγωγή και τη διάδοση της γνώσης, όπου όλοι οι παράγοντες μπορούν να μιλήσουν από μόνοι τους και να συμμετάσχουν σε διάλογο ο ένας με τον άλλον...».
Στο περιθώριο του Φόρουμ, εξετάστηκαν μια σειρά νέες συμφωνίες, όπως αυτή για την εξαγωγή φυσικού αερίου μεταξύ Τουρκίας και Ουγγαρίας.
Ο Λ. Φριτς, διευθύνων σύμβουλος της κρατικής ουγγρικής εταιρείας MVM CEEnergy, ανέφερε ότι «θα θέλαμε να συνεργαστούμε περαιτέρω με τη BOTAS και να αυξήσουμε τους όγκους (σ.σ. μεταφοράς φυσικού αερίου) για το μέλλον», ενώ τόνισε πως στόχος της Βουδαπέστης είναι «να καταλήξει σε συμφωνία μέχρι το τέλος του 2024», ώστε αυτή μάλιστα να εκτείνεται και στα επόμενα χρόνια.
Θυμίζουμε ότι BOTAS και MVM υπέγραψαν το 2023 την πρώτη συμφωνία με την οποία η Τουρκία άρχισε να στέλνει εκτός συνόρων της φυσικό αέριο με προορισμό χώρα με την οποία δεν συνορεύει.
Ευρύτερες διαστάσεις αποκτά και η ενεργειακή συνεργασία της Τουρκίας με τη Βουλγαρία. Στο περιθώριο του Φόρουμ, ο Μπαϊρακτάρ συναντήθηκε και με τον Βούλγαρο ομόλογό του, Βλ. Μαλίνοφ, με τον οποίο όπως εξήγησε «αξιολογήσαμε τις ευκαιρίες ανάπτυξης της υπάρχουσας συνεργασίας μας όσον αφορά την αύξηση της χωρητικότητας των γραμμών διασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, που εξυπηρετούν επίσης την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης και την παροχή περισσότερου ενεργειακού εφοδιασμού στην περιοχή».
Τον περασμένο Απρίλη, Μπαϊρακτάρ και Μαλίνοβ είχαν συζητήσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη την επαναδιαπραγμάτευση της συνεργασίας της «Bulgargaz EAD» με την BOTAS, με τη Σόφια να εκφράζει «την προθυμία της να αναθεωρήσει τη σύμβαση και η τουρκική πλευρά έδειξε κατανόηση και επιθυμία να συνεχίσει τη συνεργασία», σύμφωνα με όσα ανέφερε η σχετική υπουργική ανακοίνωση. Σημειώθηκε μάλιστα τότε ότι είχε προηγηθεί σοβαρή πρόοδος από την υπογραφή της Συμφωνίας Διασύνδεσης, που υπογράφηκε τον περασμένο Γενάρη για τη συγκεκριμένη συμφωνία και η σημασία της «για τη διαφοροποίηση των πηγών φυσικού αερίου (...) για τις περιφερειακές και ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου», επισημαίνοντας ότι «το δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου της Τουρκίας εξασφαλίζει πρόσβαση στο φυσικό αέριο από την τοπική εξόρυξη, το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράν και την παγκόσμια αγορά υγροποιημένου αερίου μέσω των τερματικών επαναεριοποίησης στην Τουρκία», με ρητή αναφορά σε μια σειρά ενεργειακούς πόρους - εναλλακτικούς στους ρωσικούς.
Τον περασμένο Οκτώβρη, ο Μαλίνοφ είχε μιλήσει στο Εργαστήριο Διαφοροποίησης REPowerEU που οργάνωσε η Κομισιόν στην Αθήνα, για να τονίσει ότι «η οραματική απόφαση που πήραμε πριν από χρόνια να γίνουμε μέτοχοι στον τερματικό σταθμό LNG στην Αλεξανδρούπολη αποδεικνύεται τώρα ότι είναι σωστή», αφού «η υποδομή αυτή συμβάλλει ήδη στην ανταγωνιστικότητα όχι μόνο της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά και ολόκληρης της περιοχής», δηλώνοντας μάλιστα «βέβαιος ότι θα βοηθήσει επίσης τη μελλοντική ανάκαμψη της Ουκρανίας».
Τις ίδιες μέρες στην Ελλάδα βρέθηκε ξανά και ο γνώριμος απ' τη θητεία του στην αμερικανική πρεσβεία, πλέον βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιος για τους ενεργειακούς πόρους, Τζέφρι Πάιατ, αναλύοντας πως «όνειρο των ΗΠΑ» είναι ο «Κάθετος Διάδρομος» (για μεταφορά φυσικού αερίου από Ελλάδα προς Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Μολδαβία και Ουκρανία), αλλά και τα αυξημένα οφέλη του «Νότιου Διαδρόμου» (για μεταφορά φυσικού αερίου από Κασπία μέσω Τουρκίας προς Ελλάδα και ευρωπαϊκές αγορές). Ο Πάιατ δεν παρέλειψε φυσικά να επεκταθεί και στα σχέδια κατασκευής του αγωγού «EastMed» (για τη μεταφορά του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, αλλά και άλλων εν δυνάμει «εταίρων»). Σημειωτέον, αμέσως μετά την Αθήνα ο Πάιατ πήγε σε επιχειρηματική συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, αναλύοντας εκεί πόσο «απολύτως κρίσιμος» είναι ο ρόλος της Τουρκίας για την «αποσύνδεση από τη ρωσική Ενέργεια».
Στην πρόσφατη μάζωξη στην Κωνσταντινούπολη, η Βουλγαρία έδειξε ότι μπορεί να αναλάβει αυξημένο ρόλο στην απεξάρτηση από τη ρωσική Ενέργεια. Ετσι, ο Μαλίνοφ «διοργάνωσε τετραμερή συνάντηση για να συζητήσει νέα πρωτοβουλία για χωριστό ενεργειακό διάδρομο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν, Γεωργίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας για τη μεταφορά πράσινης ενέργειας», επιχειρηματολογώντας - σύμφωνα με τη σχετική επίσημη ανακοίνωση - μαζί με τον Μπαϊρακτάρ «ότι οι κοινές δραστηριότητες των χωρών θα εγγυώνται ενεργειακή ασφάλεια και προσιτές τιμές για τους καταναλωτές στην περιοχή».
Η Βουδαπέστη, που επιδιώκει σταθερό συντονισμό με την Αγκυρα και στα Ενεργειακά, έσπευσε να εκφράσει διά του ΥΠΕΞ, Peter Szijjarto, «υποστήριξη για την ένταξη της Βουλγαρίας στη Διακυβερνητική Συμφωνία μεταξύ του Πράσινου Διαδρόμου, καθώς και την ετοιμότητα να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία του υπουργού Malinov για έναν δεύτερο διάδρομο».
Η σύμβαση υπογράφτηκε παρουσία του (τότε) πρωθυπουργού της Βουλγαρίας, Ντ. Γκλάντσεβ, του Αμερικανού πρέσβη στη Σόφια Κ. Μέρτεν και της επικεφαλής της USTDA, Ενοχ Τ. Εμπονγκ, με στόχο τη διάθεση 1,5 εκατ. δολαρίων μόνο για να μελετηθούν τα πλεονεκτήματα της κατασκευής δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέουν Τουρκία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία και Μαυροβούνιο, με δυνατότητα πρόσβασης στην Ιταλία - όπως ανέφερε η ανάρτηση.
Η εργοδοτική οργάνωση παρέθετε εκτενή αποσπάσματα από τις επισημάνσεις της Εμπονγκ για τον στόχο της μελέτης σκοπιμότητας που «θα πρέπει να δείξει τη βιωσιμότητα και την αναγκαιότητα της κατασκευής τεσσάρων νέων γραμμών μεταφοράς για την αύξηση της ικανότητας μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας προς Ρουμανία, Ελλάδα, Τουρκία και τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», προκειμένου «ως αποτέλεσμα» να επιτραπεί «η σύνδεση περισσότερων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο δίκτυο», με τη «δημιουργία των απαραίτητων υποδομών και ενίσχυση της περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας μέσω διευρυμένης ικανότητας για τη μετάδοση πράσινης ενέργειας...»
Ο δε Αμερικανός πρέσβης έσπευσε να υπογραμμίσει ότι «αυτό θα είναι ένα πολύ μεγάλο έργο», που εκτός από «εκσυγχρονισμό του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Βουλγαρίας» και το «να έχουμε όλο και περισσότερη ενέργεια από ΑΠΕ», με τη «μελέτη σκοπιμότητας θα θέσει επίσης τα θεμέλια για το άνοιγμα ακόμη μεγαλύτερων ευκαιριών για εξαγωγές ενέργειας προς την Τουρκία, τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, την Ελλάδα, το Κόσοβο, το Μαυροβούνιο και πιθανώς την Ιταλία».
Ενώ ο Μαλίνοφ χαρακτήρισε την USTDA «έναν αξιόπιστο και ολοκληρωμένο εταίρο, του οποίου η τεχνογνωσία και ο επαγγελματισμός αποτελούν αναμφισβήτητο κεφάλαιο για την ανάπτυξη των σχέσεών μας, των έργων μας και για την ανάπτυξη της βουλγαρικής ενεργειακής βιομηχανίας», που πρωτοστατεί σε ένα έργο το οποίο - επέμεινε - «όταν υλοποιηθεί, θα επιτύχουμε αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας όχι μόνο της Βουλγαρίας, αλλά και ολόκληρης της περιοχής». Καταλήγοντας, τόνισε ότι θα αναπτυχθούν «μεγάλες εγκαταστάσεις παραγωγής και διασφάλισης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την περιοχή» και «οι μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες, για παράδειγμα, μπορούν να προσφέρουν έργα στην περιοχή της Κασπίας και στη Βόρεια Αφρική».