Από το 2002 οι εργαζόμενοι «θα μετράνε τη φτώχεια τους σε ευρώ», τόνισε χτες στη διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή ο βουλευτής του ΚΚΕ, τεκμηριώνοντας με στοιχεία το αντιλαϊκό περιεχόμενο του κρατικού προϋπολογισμού 2002
«Βαθιά ταξικό» χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό του 2002 ο εισηγητής του ΚΚΕ, Αγγελος Τζέκης, τοποθετούμενος χτες στη Βουλή στα πλαίσια της συζήτησής του στην αρμόδια διαρκή επιτροπή της Βουλής. Ο βουλευτής του ΚΚΕ, επισήμανε πως «δε θα πρέπει να θριαμβολογεί η κυβέρνηση», αφού ο προϋπολογισμός είναι «ένα καλό εργαλείο στα χέρια της», προκειμένου να γίνει «μια αναδιανομή ενός πλούτου που παράγουν τα λαϊκά στρώματα. Για μια ακόμη φορά, αυτοί οι οποίοι ωφελούνται δεν είναι άλλοι από τους μεγαλοεπιχειρηματίες». Σχολιάζοντας μάλιστα το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2002 θα είναι ο πρώτος προϋπολογισμός σε ευρώ σημείωσε ότι «τώρα ο εργαζόμενός θα μετράει τη φτώχεια του σε ευρώ».
Απαντώντας στα επιχειρήματα των κυβερνώντων ο Αγγελος Τζέκης τόνισε πως «όταν η κυβέρνηση επικαλείται την εθνική ανταγωνιστικότητα εννοεί την ανταγωνιστικότητα της ντόπιας ολιγαρχίας», η οποία «σημαίνει υψηλή κερδοφορία και διασφάλιση κεφαλαίων. Εκεί στοχεύουν τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση». Σχετικά με τις αναφορές του υπουργείου Οικονομίας για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τόνισε ότι το μεγάλωμα της πίτας «μοιράζεται με ληστρικό τρόπο σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων». Στα πλαίσια αυτά ανέφερε ενδεικτικά ότι «τα κέρδη των τραπεζών την τελευταία δεκαετία αυξήθηκαν κατά 1.000%».
Στη συνέχεια, ο Αγγελος Τζέκης, αναπτύσσοντας τις θέσεις και εκτιμήσεις του ΚΚΕ για το νέο προϋπολογισμό:
Το λόγο πήρε εκτάκτως χτες στη συζήτηση και ο υπουργός Οικονομίας Νίκος Χριστοδουλάκης, προκειμένου να κατηγορήσει τη Νέα Δημοκρατία για αντιπολίτευση με «ανακρίβειες που δυσφημούν την πορεία της ελληνικής οικονομίας». Επίσης, σημείωσε ότι υπήρξαν ξένες επενδύσεις το 2001, λέγοντας ότι « μόνο στον τομέα του φυσικού αερίου ξένες επενδύσεις 125 δισεκατομμυρίων δραχμών».
Από την πλευρά της κυβέρνησης ο γενικός εισηγητής της Θεόδωρος Κολιοπάνος έκανε λόγο για έναν προϋπολογισμό που «αποτελεί αντικειμενικά μια νέα αφετηρία με θετικές προοπτικές για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την ευημερία», σημειώνοντας πως «η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας σε πολλούς τομείς αποτυπώνεται στα βασικά μεγέθη του».
Τη συνήθη κριτική της Νέας Δημοκρατίας για ταχύτερους ρυθμούς προώθησης των λεγόμενων «διαρθρωτικών αλλαγών» άσκησε ο εισηγητής της, Γιάννης Παπαθανασίου λέγοντας παράλληλα πως «η κυβέρνηση μπροστά στο δίλημμα να παρουσιάσει όλη την αλήθεια στον ελληνικό λαό και να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της χώρας ή να συνεχίσει την κατάθεση πλασματικών προϋπολογισμών και της μετάθεσης των αποφάσεων για το μέλλον, προτίμησε να ακολουθήσει και πάλι τη δεύτερη επιλογή».
Αυξημένα 55% τα χρεολύσια που θα πληρωθούν στο α' τρίμηνο του 2002, ενώ για ολόκληρο το έτος η κυβέρνηση προϋπολογίζει να δαπανήσει για χρεολύσια πάνω από 20 δισ. ευρώ (περίπου 7 τρισ. δραχμές) όσο δηλαδή το σύνολο των έμμεσων φόρων που θα εισπραχτούν το 2002
Το δημόσιο χρέος και η εξυπηρέτησή του, αποτελούν ένα από τους μεγαλύτερους βρόχους της ελληνικής οικονομίας. Αδιάψευστος μάρτυρας και τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για το... «πρόγραμμα δανεισμού στο Α` τρίμηνο του 2002». Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2002 το υπουργείο Οικονομικών πρόκειται να δανειστεί από τους τραπεζίτες και τους κάθε είδους «ρεντιέρηδες» και μεγαλοεισοδηματίες 55% περισσότερα συγκριτικά με φέτος, για τοκοχρεολύσια (δηλαδή την αποπληρωμή των δόσεων παλαιότερων δανείων). Είναι κι αυτό μέρος του τιμήματος των προγραμμάτων σύγκλισης με την ΟΝΕ, που θα αρχίσουν να πληρώνουν από το 2002 και για πολλά χρόνια ακόμη οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι της χώρας. Οι συνέπειες από τη διόγκωση του δημόσιου χρέους (από τα επαχθή πολυετή δάνεια που είχε συνάψει το ελληνικό Δημόσιο με ελληνικές και ξένες τράπεζες), φαίνονται και από το γεγονός ότι το 2002 η κυβέρνηση προϋπολογίζει να διαθέσει για την πληρωμή των δόσεων παλιότερων δανείων του δημοσίου (χρεολύσια) πάνω από 20 δισ. ευρώ (περίπου 7 τρισ. δραχμές), ποσό που ισοδυναμεί με το σύνολο των έμμεσων φόρων του 2002!
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εντείνει τη φιλομονοπωλιακή πολιτική της και στο πλαίσιο αυτό αλλάζει τις διαδικασίες έκδοσης κρατικών ομολόγων και τις αναθέτει σε πολύ περιορισμένο αριθμό τραπεζών. Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών προκύπτουν -για το Α` τρίμηνο του 2002- και τα εξής: