Ομως το αυτονόητο και λογικό αίτημα των μικρομεσαίων αγροτών δεν είναι αποδεχτό από την ΕΕ, την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και τις πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν μονόδρομο την «Ατζέντα 2000» και τον ΠΟΕ. Και αυτό γιατί οι δυνάμεις αυτές υπηρετούν τα συμφέροντα των μεγαλοαγροτών, των εμποροβιομηχάνων και των πολυεθνικών, που είναι αντίθετα με τα συμφέροντα και την επιβίωση των μικρομεσαίων αγροτών.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη βοήθεια και τα κονδύλια της ΕΕ κάνει ό,τι μπορεί για να συγκαλύψει την αντιαγροτική της πολιτική, με προφανή στόχο να μειώσει το πολιτικό κόστος. Ισχυρίζεται ότι τα αγροτικά προβλήματα είναι συγκυριακά, περιορισμένα σε λίγα προϊόντα και οι ευθύνες των ίδιων των αγροτών ιδιαίτερα μεγάλες. Γι' αυτό κατηγορεί ως υποκινούμενες τις αγροτικές κινητοποιήσεις, υπερβολικές σε σχέση με τα προβλήματα και προσπαθεί με το καρότο του κοινωνικού διαλόγου και το μαστίγιο του κοινωνικού αυτοματισμού και της καταστολής να ενσωματώσει τους αγρότες στην πολιτική της και να τους υποτάξει στα συμφέροντα των εμποροβιομηχάνων και των πολυεθνικών.
Στην αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 η κυβέρνηση της ΝΔ υπερψήφισε και πανηγύρισε τους κανονισμούς για τον καπνό, τα δημητριακά και την κτηνοτροφία.
Με τους κανονισμούς αυτούς περιόρισε με ποσόστωση την παραγωγή του καπνού από 173.500 τόνους σε 126.700 τόνους.
Αποδέχτηκε εξοντωτικά πρόστιμα συνυπευθυνότητας και ποσοστώσεις στο αγελαδινό γάλα 626.000 τόνων, δηλαδή στο μισό των αναγκών της χώρας.
Συμφώνησε σε πολύ μικρό αριθμό επιδοτούμενων αιγοπροβάτων και βοοειδών, με αποτέλεσμα να μην επιδοτούνται τα υπάρχοντα ζώα και να μην υπάρχει καμιά προοπτική ανάπτυξης σε έναν κλάδο που η χώρα μας έχει τεράστια ελλείμματα.
Υπερψήφισε την αλλαγή του συστήματος των τιμών και επιδοτήσεων στα δημητριακά, μειώνοντας δραστικά τις τιμές, για να αυξηθούν τα κέρδη των εμποροβιομηχάνων.
Εκτός από τους κανονισμούς αυτούς, η κυβέρνηση της ΝΔ εφάρμοσε μια σειρά εθνικών μέτρων που ανέβασαν στα ύψη το κόστος των αγροτικών προϊόντων.
Συνεχίζοντας την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, κατάργησε τις εθνικές επιδοτήσεις σε δυο βασικά αγροτικά εφόδια, στα λιπάσματα και τις ζωοτροφές.
Εκμεταλλεύτηκε τα χρέη που είχε φορτώσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στους συνεταιρισμούς και έβαλε λουκέτο σε βασικές συνεταιριστικές οργανώσεις, όπως ΚΥΔΕΠ, ΣΠΕΚΑ, ΣΠΕ κ.ά.
Τριπλασίασε τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα αγροτικά καύσιμα και διατήρησε τα τοκογλυφικά επιτόκια της ΑΤΕ.
Συμφωνεί με τη λογική των ποσοστώσεων και των προστίμων συνυπευθυνότητας, με τη μείωση των γεωργικών κονδυλίων και τη δημοσιονομική πειθαρχία της ΕΕ.
Προβάλλει τον εαυτό της σαν καλύτερο διαχειριστή αυτών των αντιαγροτικών πολιτικών και περιορίζει την κριτική της στην κυβέρνηση σε ζητήματα διαχείρισης, αφήνοντας σκόπιμα στο απυρόβλητο την ουσία της «Ατζέντας 2000» και του ΠΟΕ.
Πιέζει την κυβέρνηση να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγροτική οικονομία, που έχουν ολέθριες συνέπειες στους μικρομεσαίους αγρότες.
Για να συγκαλύψει την ταύτισή της με το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ δημαγωγεί ασύστολα, πιστεύοντας ότι θα αποπροσανατολίσει τους μικρομεσαίους αγρότες και θα καρπωθεί ψηφοθηρικά την αγανάκτησή τους.
Προσποιείται ότι κατανοεί την αγανάκτηση των μικρομεσαίων αγροτών, αλλά κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει τους αγώνες τους, επειδή τα αιτήματά τους εναντιώνονται στην «Ατζέντα 2000» και στην ΕΕ και επειδή γνωρίζει ότι οι αγώνες μπορούν να ανοίξουν μια άλλη προοπτική στο αγροτικό κίνημα. Είναι γνωστές οι προσπάθειες πρωτοκλασάτων στελεχών, αλλά και του αρχηγού της ΝΔ να εμποδίσουν, με διάφορα προσχήματα, τους μικρομεσαίους αγρότες να βγουν στο δρόμο του αγώνα.
Γι' αυτό αν θέλουν να δώσουν προοπτική στον αγώνα τους, θα πρέπει μαζικά να εγκαταλείψουν και το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ.
Να συμβάλλουν μαζί με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα στη δημιουργία του λαϊκού μετώπου που θα αναδείξει και θα στηρίξει μια λαϊκή εξουσία για να εφαρμόσει φιλοαγροτική πολιτική στα πλαίσια μιας γενικότερης φιλολαϊκής πολιτικής.