ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Απρίλη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ -ΣΟΚ
Εξι μηνιάτικα για φόρους και εισφορές
  • Οικογένεια, με φορολογητέο εισόδημα 7,6 εκατομμύρια, πληρώνει για φόρους και εισφορές πάνω από 3 εκατομμύρια
  • «Αλματα» έκαναν, τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνώντες στον τομέα της αύξησης των φόρων, που πληρώνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι

Την ώρα που η κυβέρνηση μεθοδεύει την πλήρη ανατροπή της Κοινωνικής Ασφάλισης και την ακόμα αντιλαϊκότερη αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, μια μικρή επεξεργασία των επίσημων στοιχείων αποκαλύπτει ότι το μισό χρόνο οι εργαζόμενοι στη χώρα μας εργάζονται αποκλειστικά, για να πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές κρατήσεις! Από την ανάλυση των επίσημων στοιχείων προκύπτει ότι μια οικογένεια, με φορολογητέο εισόδημα 7,6 εκατομμύρια, πληρώνει πάνω από 3 σε διάφορους φόρους και υποχρεωτικές εισφορές. Αν επιχειρήσουμε να δούμε την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, δηλαδή, τις δαπάνες που είναι αναγκασμένη να κάνει στις μέρες μας μια οικογένεια, τότε αναδεικνύονται, με τρόπο τραγικό, τα οικονομικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα νοικοκυριά. Αδιέξοδα που θα επιτείνονται ακόμα περισσότερο στο βαθμό που συνεχίζονται οι διαδικασίες της λεγόμενης ...σύγκλισης των κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων της χώρας, με τα αντίστοιχα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλωστε, οι υπέρογκοι φόροι που καλούνται να πληρώσουν μισθωτοί και συνταξιούχοι, είναι το αποτέλεσμα και της ακόμα πιο βαθιά αντιλαϊκής πολιτικής, που από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας έθεσε στόχο την εφαρμογή των πασίγνωστων «προγραμμάτων σύγκλισης», προκειμένου να επιτευχτεί η επιδίωξη της άρχουσας τάξης για ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Το φορολογικό σύστημα ανέκαθεν ήταν ένα σύστημα κοινωνικά άδικο και φορομπηχτικό για τα λαϊκά στρώματα. Η υλοποίηση, όμως, των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και η πορεία εξομοίωσης της ελληνικής πραγματικότητας με ό,τι πιο αντιδραστικό είχαν να παρουσιάσουν τα φορολογικά συστήματα στις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, σηματοδότησε, εκ μέρους των «εκσυγχρονιστών», ένα ...σαφάρι φορολεηλασίας, το οποίο συνεχίζεται και σήμερα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι και τα στοιχεία που παρουσίασε πριν λίγες μέρες η διορισμένη από την κυβέρνηση «Επιτροπή για την Αναμόρφωση του Φορολογικού Συστήματος» και από τα οποία αποδεικνύεται ότι, αν στις χώρες - μέλη της ΕΕ τα τελευταία χρόνια έγιναν βήματα για την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, στην Ελλάδα έγιναν άλματα!

Τα φορολογικά έσοδα


Παπαγεωργίου Βασίλης

Το 1990, η Ελλάδα «κατηγορούνταν» για χαμηλά φορολογικά έσοδα, εικόνα που σε κάποιο βαθμό διατηρούνταν και το 1995. Η κυβέρνηση Σημίτη κατάφερε να ανατρέψει πλήρως τα δεδομένα, ώστε σήμερα να καυχιέται ότι ...θαυματούργησε. «Θαύμα», όμως, στον τομέα των φορολογικών εσόδων είναι η επιβολή ακόμα πιο δυσβάστακτης φορολογίας, η οποία κατά κανόνα επιβαρύνει τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, κάτι που ουδείς πλέον το αμφισβητεί. Ιδού τι δείχνουν τα επίσημα στοιχεία:

Το 1995 τα συνολικά φορολογικά έσοδα στη χώρα αποτελούσαν το 31,7% του ΑΕΠ, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 36,1% για τις χώρες του ΟΟΣΑ και 40% για την ΕΕ. Υπήρχε, δηλαδή, μια διαφορά 4,4 μονάδες από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και 8,3 μονάδες από την ΕΕ.

Το 1999, η εικόνα ανατράπηκε. Τα φορολογικά έσοδα έφτασαν το 38% του ΑΕΠ στην Ελλάδα «περνώντας» τις χώρες του ΟΟΣΑ, που «έμειναν» στο 37,3% και μειώνοντας σημαντικά την απόσταση με την ΕΕ, όπου οι φόροι αυξήθηκαν στο 41,6%. Η διαφορά με τον μέσο όρο των φορολογικών βαρών στις χώρες της ΕΕ μειώθηκε στις 3,6 μονάδες.

Αυτή, βέβαια, η εξέλιξη δεν είναι αρκετή για την άρχουσα τάξη και τους κυβερνώντες. Γι' αυτό και η περιβόητη φορολογική μεταρρύθμιση προβλέπει παραπέρα αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Και επειδή, σταθερός στόχος και απαράβατος όρος κάθε ...σύγχρονης μεταρρύθμισης είναι η εξασφάλιση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα κληθούν να πληρώσουν και πάλι το μάρμαρο. Σα να μη φτάνει δηλαδή που, έτσι κι αλλιώς, σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος των φόρων, θα πρέπει να δείξουν ...ανθεκτικότητα για ακόμα περισσότερους φόρους.

Κάθε βήμα και φόροι

Πέρα από τα επίσημα συνολικά, τα λεγόμενα εθνικολογιστικά, στοιχεία που αφορούν το ΑΕΠ και τα φορολογικά ο καθένας μας καλείται καθημερινά και σε κάθε του βήμα να πληρώνει διάφορους άμεσους, έμμεσους, ειδικούς και άλλους φόρους, που μαζί με τις κρατήσεις που καταβάλλουμε για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος διαμορφώνουν μια ανατριχιαστική εικόνα. Μια εικόνα, όμως, την οποία δε συνειδητοποιούμε, αφού η φορολογία έχει εισβάλει και έχει ενσωματωθεί στις τιμές που αγοράζουμε τα διάφορα προϊόντα ή πληρώνουμε τις υπηρεσίες που έχουμε ανάγκη. Η σχέση, μάλιστα, των άμεσων και των έμμεσων φόρων είναι τέτοια, που όσο μικρότερο εισόδημα έχει κάποιος, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των έμμεσων φόρων με το οποίο επιβαρύνεται, αφού το εισόδημα των οικονομικά ασθενέστερων ξοδεύεται ολόκληρο.

Το παράδειγμα που παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ», για να φωτίσει τον όγκο των ελάχιστων φόρων που πληρώνει ένα νοικοκυριό, ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε μια μέση οικογένεια. Πρόκειται για μια οικογένεια με δύο παιδιά. Χωρίς τα ψιλά ο καθαρός μηνιαίος μισθός του συζύγου είναι 272.000 δραχμές και της συζύγου 244.000 δραχμές, δηλαδή συνολικά 516.000 δραχμές. Η οικογένεια μένει σε νοικιασμένο διαμέρισμα 100 τετραγωνικών στο Δήμο Ζωγράφου και πληρώνει νοίκι 100.000 δραχμές το μήνα. Από εκεί και πέρα, η ετήσια δαπάνη της οικογένειας επί της οποίας υπολογίζονται οι διάφοροι φόροι, είναι περίπου οι δαπάνες που κάνουμε όλοι μας. Ορισμένοι, μάλιστα, μπορεί να υποστηρίξουν ότι τα στοιχεία μας είναι συντηρητικά. Δεν έχουν άδικο, αν και ταυτόχρονα και γι' αυτές τις απόλυτα αναγκαίες δαπάνες το εισόδημα της οικογένειας φτάνει δε φτάνει. Εδώ, όμως, υπεισέρχεται ο παράγων τραπεζικός δανεισμός, στον οποίο καταφεύγουν όλο και περισσότερες οικογένειες, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα και να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη.

Η οικογένεια του παραδείγματός μας με φορολογητέο εισόδημα πέρσι 7.600.000 δραχμές:

  • Πλήρωσε για εισφορές στα διάφορα ταμεία 1.208.400 δραχμές.
  • Κατέβαλε 316.684 δραχμές για φόρο εισοδήματος
  • Κατέθεσε 1.508.514 δραχμές για έμμεσους φόρους

Στις 7.600.000 δραχμές, δηλαδή, αντιστοιχούν διάφοροι φόροι και εισφορές συνολικού ύψους 3.033.598 δραχμές!

Αν θέλουμε να διαπιστώσουμε με άλλο τρόπο τη φοβερή φορο-κλοπή, οι υποχρεωτικές αυτές πληρωμές ισοδυναμούν με:

  • 5,8 καθαρούς μισθούς
  • το 40% του φορολογητέου εισοδήματος

Η ανάδειξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της αποτελεσματικότητας (δηλαδή, της κερδοφορίας) της επιχειρηματικής δράσης σε πρώτο στόχο της κυβερνητικής πολιτικής, πέραν όλων των άλλων συνεπειών για τα λαϊκά εισοδήματα, οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δημοσιονομικό αξίωμα: Η διατήρηση και η αύξηση των δημοσίων εσόδων, δηλαδή, των φόρων πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης του κεφαλαίου. Αρα, με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και αύξηση των φόρων που πληρώνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Σ' αυτά ακριβώς τα πλαίσια κινούνται και οι επιλογές των κυβερνώντων σε ό,τι αφορά τη φορολογική μεταρρύθμιση. Κι αν η κυβέρνηση καταφέρει και περάσουν τα φορολογικά μέτρα που έχει υπόψη της, τότε η παραπάνω εικόνα για τους άμεσους και έμμεσους φόρους που πληρώνουν οι λαϊκές οικογένειες θα γίνει ακόμα πιο ζοφερή.


Ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών

Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για την υπερχρέωση των εργαζόμενων νοικοκυριών, που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, είναι αποκαλυπτικά για τις συνέπειες της μακροχρόνια εφαρμοζόμενης πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας. Μας πληροφορούν πως χρόνο με το χρόνο, σκαρφαλώνουν σε όλο και ψηλότερα επίπεδα οι ξέφρενοι ρυθμοί αύξησης των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, που από τις αρχές της δεκαετίας του '90, είναι πολλαπλάσιοι του πληθωρισμού. Για παράδειγμα, πέρσι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, ξεπέρασε το 42%, από 34% που ήταν το 2000. Σε απόλυτους αριθμούς, τα δάνεια των εργαζόμενων νοικοκυριών στις εμπορικές τράπεζες, αυξήθηκαν το 2001 κατά 6,7 δισ. ευρώ (2,3 τρισ. δραχμές).

Οι ξέφρενοι ρυθμοί, με τους οποίους αυξάνονται τα τραπεζικά δάνεια προς τους οικονομικά αδύνατους, σκιαγραφούν - με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών - τους σοβαρότατους κινδύνους που κρύβει η «δανεική ευημερία». Ετσι, ενώ οι τραπεζίτες που έχουν θησαυρίσει από τους τοκογλυφικούς όρους με τους οποίους δανείζουν το χρήμα προσπαθούν να βρουν νέους πελάτες, η διοίκηση της Τράπεζας Ελλάδας - που με την πολιτική της στήριξε και στηρίζει έμπρακτα τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών - άρχισε ήδη να εκφράζει δημόσια (τουλάχιστον στα λόγια) την ανησυχία της. Αν και προς το παρόν, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας, δε θεωρεί τα ελληνικά νοικοκυριά «υπερχρεωμένα», ωστόσο εκφράζει τις ανησυχίες ότι «η συνέχιση των τάσεων αυτών και στα επόμενα χρόνια θα αυξήσει υπερβολικά τις υποχρεώσεις τους και μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην εξυπηρέτηση των δανείων».

Ομως, η ανησυχία αυτή - όσο κι αν είναι βάσιμη - δεν πείθει κανέναν ότι προβληματίζει σοβαρά την ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδας. Και σίγουρα, η δημοσιοποίηση της ανησυχίας, από μόνη της, δεν πρόκειται να ανακόψει την ξέφρενη πορεία υπερχρέωσης των νοικοκυριών, για τους εξής τρεις - τουλάχιστον - λόγους. Πρώτον, γιατί οι αντικειμενικές αιτίες διόγκωσης του τραπεζικού δανεισμού των εργαζόμενων νοικοκυριών - δηλαδή η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική μονόπλευρης λιτότητας που έχουν επιλέξει οι κυβερνήσεις των 15 της ΕΕ, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις οποίες υλοποιούν κατά γράμμα σε κάθε χώρα μέλος της - παραμένουν άθικτες. Δεύτερον, γιατί οι τραπεζίτες των χωρών - μελών της ΕΕ - και της Ελλάδας - μεθυσμένοι από τα υπερκέρδη που τους αποφέρει η πολιτική της «δανεικής ευημερίας», συνεχίζουν να ξοδεύουν κάθε χρόνο αστρονομικά ποσά για να διαφημίσουν ότι είναι πρόθυμοι να... «βοηθήσουν» όσους δυσκολεύονται να τα φέρουν βόλτα, με «φτηνά» δάνεια που χορηγούνται στο «άψε - σβήσε»! Τρίτον, γιατί και να ήθελε η Τράπεζα της Ελλάδας να «βάλει φρένο» στον ξέφρενο ρυθμό αύξησης των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων - και να περιορίσει έτσι τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτή η πορεία - τόσο για τους καταναλωτές όσο και τους ίδιους τους τραπεζίτες - δεν μπορεί. Και δεν μπορεί, γιατί τα δικαιώματα χάραξης και άσκησης εθνικής νομισματοπιστωτικής πολιτικής, έχουν εκχωρηθεί από τους κυβερνώντες - και όσους λιβανίζουν την ΟΝΕ και την ΕΕ - στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η ανησυχία που εκδηλώνεται στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, είναι μεν βάσιμη, αλλά φαντάζει κάλπικη καθώς η ίδια η διοίκησή της στήριξη έμπρακτα και στηρίζει το συγκεκριμένο μοντέλο πολιτικής της ΕΕ, της ΟΝΕ και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Εξάλλου, κορυφαία στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνηση και των διοικήσεων τραπεζών (Ελλάδας, Εθνικής, Εμπορικής) που διορίζονται από το κυβερνών κόμμα, υπεραμυνόμενοι της συνέχισης της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας, υπερθεματίζουν υπέρ της αύξησης των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, με το επιχείρημα ότι «τα συγκεκριμένα δάνεια, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, είναι πολύ κάτω από τα επίπεδα της ΕΕ και των ΗΠΑ»... Καθώς οι κυβερνώντες και οι τραπεζίτες δεν ανησυχούν πραγματικά από την υπερχρέωση των νοικοκυριών (η «δανεική ευημερία» τους βολεύει να υλοποιούν με το αζημίωτο την αντιλαϊκή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας), οι εργαζόμενοι έχουν και δικαίωμα και υποχρέωση να αγωνιστούν για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, που υποθηκεύει το αύριο το δικό τους και των παιδιών τους.


Λ.άμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ