ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Απρίλη 2002
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ
Υποτονικές εκλογές με μηνύματα πολλών επιπέδων

Από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού που αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερο ζήλο από την αστυνομία

Associated Press

Από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού που αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερο ζήλο από την αστυνομία
Στις κάλπες προσέρχονται, σήμερα, οι Γάλλοι για να εκλέξουν τον νέο ένοικο των Ηλυσίων Πεδίων στις πρώτες εκλογές αυτού του αιώνα για την 5η Γαλλική Δημοκρατία. Κατά κοινή ομολογία αν κάτι χαρακτήρισε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία, στη χώρα που επί πολλά χρόνια και από πολλούς θεωρήθηκε ως μία από τις κατεξοχήν πολιτικοποιημένες, ήταν η απάθεια και η αδιαφορία των ψηφοφόρων.

Πολύ μελάνι χύθηκε στον γαλλικό Τύπο για το θέμα. Δεν είναι τυχαίο ότι, εκτός από εκτενή άρθρα αναλύσεων για τους λόγους που οι άλλοτε πολιτικοποιημένοι Γάλλοι δείχνουν να αδιαφορούν για το αποτέλεσμα των προεδρικών, η μεγαλύτερη, σε κυκλοφορία, γαλλική εφημερίδα, «Le Monde», κατά τη διάρκεια αυτής της τελευταίας βδομάδας καλούσε μέσα από τη στήλη του αρχισυντάκτη της τους Γάλλους «να ψηφίσουν, και να ψηφίσουν χρήσιμα».

Την ίδια στιγμή, ξένοι αναλυτές εκτιμούσαν πως «το πρόβλημα των Γάλλων είναι ότι δεν μπορούν να αποδεχτούν την κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών, τον θάνατο του διαχωρισμού Αριστερά-Δεξιά, και επιμένουν να τον αναζητούν μάταια στη σύγχρονη γαλλική πολιτική σκηνή». Τελικά, για να το θέσουμε κομψότερα, όπως το διατύπωσε και ο διευθυντής του Κέντρου για την πολιτική ζωή στη Γαλλία (CEVIPOF), Πασκάλ Περινό, «ένας από τους βασικούς παράγοντες της τωρινής άσχημης κατάστασης είναι η διατήρηση του σχίσματος Αριστεράς-Δεξιάς, που καλλιεργήθηκε εξαιτίας του διαζυγίου ανάμεσα στις πολιτικές απαιτήσεις των πολιτών που ζητούν ανανέωση και στη μειωμένη προσφορά πολιτικής από τους καθ' ύλην αρμοδίους, οι οποίοι, αντίθετα, θρέφουν αυτό το σχίσμα». Τι ακριβώς συμβαίνει, όμως;

Ο χάρτης των υποψηφίων


Associated Press

Οι βασικοί μονομάχοι είναι ο νυν πρωθυπουργός του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Λιονέλ Ζοσπέν, και ο απερχόμενος Πρόεδρος του νεογκωλικού RPR, Ζακ Σιράκ. Αυτοί αναμένεται να αναμετρηθούν και στον δεύτερο καθοριστικό γύρο. Γιατί, λοιπόν, τόση ανησυχία; Γιατί και οι δύο μαζί, στον πρώτο γύρο των εκλογών δεν καταφέρνουν, σύμφωνα με τις διάφορες δημοσκοπήσεις που έχουν διενεργηθεί, να συγκεντρώσουν ούτε το 40% των ψήφων. Συγκεκριμένα, η πλέον πρόσφατη δημοσκόπηση, που δημοσιεύτηκε την Τρίτη, εκτιμά ότι ο Ζακ Σιράκ θα συγκεντρώσει 18,5% και ο Λιονέλ Ζοσπέν 18% στον πρώτο γύρο και ότι στον δεύτερο πιθανότατα θα ισοψηφήσουν. Κάποιες άλλες δημοσκοπήσεις δίνουν μικρό προβάδισμα στον Σιράκ, για το δεύτερο γύρο.

Την ίδια στιγμή, αξιοπρόσεκτα ποσοστά συγκεντρώνουν οι υπόλοιποι εκ των 16 υποψηφίων Προέδρων, οι οποίοι προσεταιρίζονται σε μεγάλο βαθμό τη δυσαρέσκεια των Γάλλων ψηφοφόρων. Μάλιστα, η πληθώρα αυτών των ψήφων δυσαρέσκειας φαίνεται να συγκεντρώνεται στα άκρα της νοητής πολιτικής γραμμής: Στην άκρα Αριστερά και στην άκρα Δεξιά. Ο ηγέτης του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου», ο γνωστός Ζαν Μαρί Λεπέν, παρά τη διάσπαση και την κάθοδο στις εκλογές του πρώην ακροδεξιού συνεργάτη του Μπρούνο Μεγκρέ, που εξασφαλίζει ένα 1%, εμφανίζεται ως ένας από τους πλέον ωφελημένους. Οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν 14% στον πρώτο γύρο, δηλαδή 4% περισσότερο απ' ό,τι είχε συγκεντρώσει το ενωμένο «Εθνικό Μέτωπο» στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές.


Associated Press

Στη «δεξιά πτέρυγα» του Ζακ Σιράκ ξεχωρίζουν, ανάμεσα στους άλλους, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλέν Μαντλέν, με 3,5%, και ο «φυσιολάτρης» οπαδός του κυνηγιού Ζαν Σεν Ζοζέ με 4%!

Στην άλλη άκρη της πολιτικής σκακιέρας, η τροτσκίστρια ηγέτιδα της «Εργατικής Πάλης», Αρλέτ Λαγκιγιέρ, εξασφαλίζει το 9% με ανοδικές τάσεις. Το σκηνικό συμπληρώνεται από τον Ολιβιέ Μπεζανσενό, της «Κομμουνιστικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς», που φαίνεται, επίσης, να εξασφαλίζει ένα 2%. Μεγάλος χαμένος αναμένεται να είναι το ΚΚ Γαλλίας, και ο υποψήφιός του Ρομπέρ Υ, που δε μοιάζει ικανός να συγκεντρώνει ποσοστό μεγαλύτερο του 5%.

Στο λεγόμενο κεντρώο χώρο αναμένεται να κριθεί και το αποτέλεσμα των εκλογών. Δύο τουλάχιστον υποψήφιοι, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών και επικεφαλής του «Κινήματος των Πολιτών κατά της ΕΕ», Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, συγκεντρώνει 8% της εκλογικής προτίμησης. Ισοδύναμος εμφανίζεται και ο Πράσινος Νοέλ Μαμέρ, που χαρακτηρίζεται από πολλούς ο «Κον Μπετί της Γαλλίας», «αριβίστας» και «καιροσκόπος». Ακολουθεί με 5,5% ο, επίσης, πρώην υπουργός Φρανσουά Μπαϊρού.

Πάντως, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μεγάλος νικητής αναμένεται να είναι η αποχή, που εκτιμάται ότι μπορεί να αγγίξει το ποσοστό-ρεκόρ για τη Γαλλία του 30%. Πολλοί χαρακτηρίζουν την αποχή αυτή ως αποπολιτικοποίηση. Ισως, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι.

Γιατί τόση «φθορά»

Αν κάτι αποσαφηνίστηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της υποτονικότατης προεκλογικής εκστρατείας είναι ότι τη μεγαλύτερη αδιαφορία στους ψηφοφόρους, και ιδιαίτερα στη νεολαία, προκαλούν οι «παραδοσιακοί» συγκυβερνώντες. Και ας μη σπεύσουμε να επιρρίψουμε άδικο στους δυσανασχετούντες.

Το βασικό ερώτημα που έθεσαν πολλοί ψηφοφόροι στις διάφορες έρευνες είναι: «Γιατί να γίνεται τόσος θόρυβος για την Προεδρία αφού ούτως ή άλλως τόσο ο Πρόεδρος όσο και η κυβέρνηση έχουν ελάχιστα περιθώρια ελιγμών με βάση τις δομές που επιβάλλει η ΕΕ στη χώρα, από τον τομέα της βιομηχανίας μέχρι τον προϋπολογισμό, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα θέματα;». Η αλήθεια είναι ότι ουδείς απάντησε ικανοποιητικά στο ερώτημα των ψηφοφόρων.

Την ίδια στιγμή, το 75% των Γάλλων έκρινε ότι «δε βρίσκει καμία σημαντική διαφορά ανάμεσα στον Σιράκ και στον Ζοσπέν». Και πολλοί αναλυτές σπεύδουν να εκτιμήσουν ότι πρόκειται για μια σωστή παρατήρηση. Ενδεικτικά, ο Ζακ Αταλί σχολίαζε ειρωνικά: «Επτά χρόνια μετά τις προηγούμενες εκλογές, η κυβερνητική πλειοψηφία του Σοσιαλιστή Ζοσπέν υλοποίησε όσα είχε εξαγγείλει ο νεογκωλικός Σιράκ: Μείωση των μισθών, επαναπροσδιορισμό των δαπανών για τους ηλικιωμένους, ενίσχυση της απορρόφησης των ξένων, 1% για τον πολιτισμό, υιοθέτηση του ευρώ. Ταυτόχρονα, θάφτηκαν οι εξαγγελίες του ίδιου του Ζοσπέν: Κατάργηση των προνομιακών φόρων εισοδήματος, ανάθεση του προϋπολογισμού στον πρωθυπουργό, δικαίωμα προσφυγής κάθε πολίτη στο συνταγματικό δικαστήριο, ανανέωση 40 υποβαθμισμένων εργατικών προαστίων, ενίσχυση της ανάπτυξης».

«Αντίθετα, συνεχίζει ο Αταλί, κατά τη διάρκεια αυτής της 7ετίας, υιοθετήθηκαν 3 διαφορετικές μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν προαναγγελθεί ούτε από τον Σιράκ ούτε από τον Ζοσπέν: Η κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και η αντικατάστασή της από επαγγελματίες μισθοφόρους (ο Σιράκ το απέρριπτε μετά βδελυγμίας και ο Ζοσπέν δεν το ανέφερε), η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων (αυτό ήταν το σιωπηλό σημείο και για τους δύο) και η εφαρμογή του 35ωρου (εξίσου σιωπηλό σημείο).

Σήμερα, λοιπόν, καταλήγει ο Αταλί, έχουμε φθάσει στο σημείο να ακούμε λόγους επί λόγων των δύο βασικών μονομάχων, οι οποίοι πάλι δεν αναφέρονται στα μείζονα ζητήματα. Υπόσχονται ενίσχυση του υπάρχοντος συνταξιοδοτικού συστήματος μέσα από διαφορετικούς δρόμους ο καθένας (αν και πριν από μήνες παραδέχονταν ότι με βάση την ΕΕ είναι υποχρεωμένοι να το αναμορφώσουν γι' αυτό και ακολούθησε κύμα μεγάλων κινητοποιήσεων). Δεν αντιμετωπίζουν καθόλου το διογκούμενο καθημερινά πρόβλημα της περιθωριοποίησης των εργατικών συνοικιών με όλες τις συνέπειές της (και δεν ελπίζω στην προαγγελία της κατασκευής ενός πάρκου). Δε λένε κουβέντα για το ολοένα και μεγαλύτερο οικονομικό χάσμα ανάμεσα στο βορρά και στο νότο της χώρας, δεν ασχολούνται καθόλου με τις συνέπειες και τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το 35ωρο».

Ιδιαίτερα, μάλιστα, όσον αφορά στο πρόβλημα των πολυσυζητημένων «μπανλιέ», τα πράγματα έχουν φθάσει σε οριακό σημείο, όμως, κανένας από τους μονομάχους δεν τολμά να θίξει το θέμα. Οι περιφερειακές, στις μεγάλες πόλεις, συνοικίες που χτίστηκαν στις δεκαετίες του '50 και του '60, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αναβάθμισης της ζωής των χαμηλότερων στρωμάτων της εργατικής τάξης και των μεταναστών, έχουν γίνει γκέτο. Σήμερα, στεγάζουν περισσότερες από 4,5 εκατομμύρια ψυχές και η ανεργία ξεπερνά το 25%. Η εγκληματικότητα, η περιθωριοποίηση και η βία διογκώνονται καθημερινά με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να υπόσχονται πολλά και να καταλήγουν πάντα σε μέτρα καταστολής, με αποτέλεσμα σε πολλές από αυτές τις συνοικίες να μην μπορεί πλέον καν να εισέλθει η αστυνομία αν δεν πρόκειται για ειδικές δυνάμεις.

Οι δύο «βάρκες» που ναυάγησαν

Από το κύμα δυσαρέσκειας που συνοδεύει τους δύο μεγάλους μονομάχους δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί το ΚΚ Γαλλίας. Η κυβερνητική του συγκατοίκηση με τους Σοσιαλιστές του Λιονέλ Ζοσπέν φαίνεται ότι θα έχει ακριβό αντίτιμο στις εκλογές, αφού ακόμη και οι πιο συντηρητικές εκτιμήσεις μιλούν για «καταποντισμό» αν όχι πανωλεθρία. Η συγκυβέρνηση αυτή καθεαυτή εκτιμάται ότι είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Το χειρότερο, υποστηρίζουν αναλυτές, είναι ότι κατά τη διάρκειά της η χώρα έζησε μερικές από τις συγκλονιστικότερες απεργιακές κινητοποιήσεις, μερικά από τα μεγαλύτερα κινήματα διαμαρτυρίας.

Από το 1997 μέχρι σήμερα, οδηγοί φορτηγών, άνεργοι, μαθητές και εκπαιδευτικοί, εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, σιδηροδρομικοί και εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στην αεροπλοΐα βρέθηκαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στους δρόμους διεκδικώντας βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μείωση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, πρόσληψη νέων εργαζομένων, βελτίωση του Ασφαλιστικού τους, αύξηση των μισθών τους, αντιμετώπιση των δυσμενών όρων εργασίας που γέννησε η εφαρμογή του 35ωρου, η οποία προκάλεσε ελαστικοποίηση των ωραρίων, μείωση αποδοχών και απολύσεις ή «εθελούσιες» εξόδους, και πολλά άλλα.

Σε όλες αυτές τις κινητοποιήσεις, το ΚΚ Γαλλίας βρέθηκε και στα δύο «αντίπαλα» στρατόπεδα. Συμμετείχε στις κινητοποιήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, με τα μέλη του που είναι υπουργοί, συμμετείχε και στην κυβέρνηση. Το σκεπτικό παρέμεινε το ίδιο: «Συμμετέχουμε για να μπορούμε να βάζουμε φρένο στα σχέδια της κυβέρνησης». Το φρένο, όμως, δεν κρίθηκε αρκετό από τη γαλλική κοινή γνώμη.

Το πρώτο μήνυμα ήρθε με τα απογοητευτικά αποτελέσματα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, από τα οποία δεν επιβίωσαν παρά οι τοπικοί εκείνοι άρχοντες του ΚΚ Γαλλίας που υπηρέτησαν συνεπώς τις θέσεις τους δίπλα στους εργαζομένους, αντίθετα με τα κυβερνητικά σχέδια. Το μήνυμα, όμως, δε φαίνεται να αποκωδικοποιήθηκε ορθώς ή τουλάχιστον οι, μέχρι στιγμής, δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν κρίνουν επαρκείς τις αντιδράσεις.

Το μήνυμα της αποχής

Οπως υποστηρίζει και στην τελευταία Monde Diplomatique ο Πιερ Γκαριγκού, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και ερευνητής των ποσοστών συμμετοχής στις γαλλικές εκλογές τις τελευταίες δεκαετίες, η αποχή στη Γαλλία έχει κοινά σημεία με το ανάλογο φαινόμενο σε άλλες χώρες αλλά και πολλές διαφορές. Οπως και στις ΗΠΑ, ή στη Βρετανία, οι απέχοντες ανήκουν κυρίως στα μεσαία στρώματα των εργαζομένων και κυρίως στη νεολαία. Οι ποικίλες μελέτες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η αποχή δεν είναι απαραίτητα ένδειξη αδιαφορίας αλλά δυσφορίας, εκνευρισμού και απαξίωσης για τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς.

Στη Γαλλία, όμως, υποστηρίζει ο Γκαριγκού, όπως και πολλοί άλλοι, η αποχή, που δεν αποκλείεται ανάμεσα στη νεολαία να ξεπεράσει ακόμη και το 50%, δεν έχει μόνο αυτό το νόημα. Δεν πρόκειται για την εύκολη εξήγηση της «κούρασης από τον ξύλινο και γνωστό κενό πολιτικό λόγο, τα ίδια γερασμένα πρόσωπα» κλπ. Αλλωστε, ορισμένοι υποψήφιοι που φαίνεται να «κερδίζουν» ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, όπως ο Λε Πεν ή η Λαγκιγιέρ, κάθε άλλο παρά «φρέσκα» πρόσωπα είναι.

Το ζήτημα, εκτιμούν, μοιάζει να είναι το ότι η όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, η διαρκής χειροτέρευση των όρων ζωής και εργασίας σε συνδυασμό με την απογοήτευση που δηλώνουν ότι νιώθουν πολλοί Γάλλοι από την ανυπαρξία εξωτερικής πολιτικής και σοβαρών παρεμβάσεων σε μείζονα διεθνή ζητήματα από μια πάλαι ποτέ «μεγάλη δύναμη», δεν απαντιούνται πειστικά από κανέναν από τους «παραδοσιακούς» μονομάχους. Αντίθετα, η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι όλοι τείνουν να ενταχθούν στην προσπάθεια της «διαχείρισης» αυτής της κατάστασης με το μικρότερο δυνατό κόστος, ενώ αναλίσκονται σε «ρητορεία» περί «διπλωματικών πρωτοβουλιών» χωρίς κανένα αντίκρισμα.

Ισως, επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, τα νέα δεδομένα να θέτουν πλέον υπό σοβαρή αμφισβήτηση τα θεμέλια της 5ης Δημοκρατίας στη Γαλλία. Η αναγκαστική συμβίωση στην εξουσία διαφορετικών κομμάτων, που στηριζόταν στην ουσιαστική απονεύρωση τόσο του Προέδρου (που μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο μόνο εφόσον ελέγχει το Κοινοβούλιο) όσο και της κυβέρνησης (που μπορεί να μπλοκαριστεί επ' αόριστον από τα βέτο του Προέδρου), οδήγησε σε παρατεταμένη απραξία και υποχρεωτική σύγκλιση διαφορετικών απόψεων. Σύμφωνα, πάντα, με την ίδια άποψη, αυτή η απονευρωμένη ουδετερότητα των τελευταίων χρόνων (γιατί ας μην ξεχνάμε ότι τέτοια συγκατοίκηση υπήρξε και επί πανίσχυρου Προέδρου Μιτεράν, μόνο που οι συνθήκες ήταν διαφορετικές) έχει κουράσει και εξοργίσει τον γαλλικό λαό, που μοιάζει να επιθυμεί ξεκάθαρες προτάσεις, προγράμματα και διαχωριστικές γραμμές. Οχι για να «διαιωνίσει μια ανύπαρκτη διαφορετικότητα απόψεων ανάμεσα γενικά στην Αριστερά και στη Δεξιά», όπως σπεύδουν να εκτιμήσουν πολλοί καλοθελητές, αλλά για να αποσαφηνίσει ποιος αρέσκεται στη διαχείριση του συστήματος και ποιος όχι και τι προτείνει γι' αυτό.

Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της προεκλογικής αδιαφορίας και της αναμενόμενης αποχής και «τιμωρίας» διά της μη ψήφου των «παραδοσιακών αντιπάλων-συγκυβερνώντων» στη Γαλλία, εκτιμούν πολλοί αναλυτές. Γι' αυτό και η τόση ανησυχία, σπεύδουν να συμπληρώσουν κάποιοι άλλοι, υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι διόλου μακρινή η πιθανότητα, μέσα από αυτήν τη στάση, οι Γάλλοι ψηφοφόροι να ζητήσουν, τουλάχιστον, θεσμικές αλλαγές τέτοιες που να εξασφαλίζουν ότι δε θα υπάρχει κυβερνητική συγκατοίκηση, προκειμένου να μπορούν και οι ίδιοι να κρίνουν, να επικρίνουν, να επικροτούν ή να απορρίπτουν, κάτι που σήμερα μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο αφού δεν είναι ξεκάθαρο το τι και ποιον και γιατί καλούνται να τον κρίνουν.

Οσο γι' αυτούς που ανησυχούν για το αν η «κεντροαριστερά» θα επιβιώσει στη Γαλλία ή αν θα ακολουθήσει την τύχη άλλων χωρών της Ευρώπης, τα τελευταία χρόνια; Την αγωνία δε φαίνεται να συμμερίζονται οι ίδιοι οι Γάλλοι. Οπως και να έχει, μετά και από τον δεύτερο γύρο των Προεδρικών, στις 5 του Μάη, ένας μήνας απομένει μέχρι τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία. Ιδωμεν.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ