Εκεί μέσα στη στάση του μετρό η αφηγήτρια, η τραγική μικρή Μπιζού, συνειδητοποιεί την απώλεια και παρ' όλο που γνωρίζει ότι «εκείνο που χάθηκε δε θα ξαναβρεθεί ποτέ»επιχειρεί να το εντοπίσει. Τότε είναι που αρχίζει ο εφιάλτης της.
Μα όσο και να προσπαθήσει κανείς να γράψει για αυτό το μικρό αριστούργημα, για την τρομακτική περιπέτεια της μνήμης που στάζει αίμα, όσο και να θέλει να περιγράψει κανείς την απέχθειά του για μερικούς εγκληματίες γονείς, που είναι όμορφοι και αρυτίδωτοι, αλλά που δεν έχουν ακόμη τιμωρηθεί για τη δολοφονία της ψυχής των παιδιών τους, δε θα μπορέσει να το μεταφέρει καλύτερα στο χαρτί από τον ίδιο τον μεταφραστή του κειμένου, τον Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος εκτός από την εξαιρετική μετάφραση, γράφει στο Επίμετρό του:
«Διαβάζοντας τη "Μικρή Μπιζού", αφήνεσαι να σε σαγηνεύσει ένας ναρκωτικός, βαυκαλιστικός ρυθμός αφήγησης και να σε καταλάβει μια διαρκής αίσθηση απειλής που, ωστόσο, δε "δικαιώνεται" ποτέ. Το μοναδικό κακό που συμβαίνει στο βιβλίο, είναι αυτό που αφηγείται στον εαυτό της, στο τέλος(;) μιας σπασμωδικής μνημονευτικής ανασκάλευσης, μιας ακατάσχετης μνημορραγίας». Και παρακάτω: «Το μικρό αυτό κομψοτέχνημα του Πατρίκ Μοντιάνο, ένα αληθινό θρίλερ (thriller) με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, ένα αληθινό noir με την πιο στενή ετυμολογία του όρου, είναι το ηλεκτρογράφημα μιας ελαττωματικής μνήμης που προσπαθεί ψηλαφητά να ανασυνθέσει μια παιδική ηλικία, όχι για να επουλώσει κάποια τραύματα, αλλά τουλάχιστον, να τα εντοπίσει...».
Χαϊντεραμπάντ: Μεταξύ πριγκιπικού παρελθόντος και HI TECH παρόντος
Οι σελίδες του παρελθόντος της είναι, ασφαλώς, ξέχειλα γραμμένες (Ουφ! Μας είχαν πρήξει πια αυτές οι λευκές σελίδες!....).
Το έδαφος της σημερινής πολιτείας Αντρα Πραντές είναι από τα πιο γεμάτα της Ινδίας σε ιστορικά κειμήλια. Εδαφος ανθηρών κρατών εδώ και αρκετές εκατοντάδες αιώνων, υπήρξε ένα από τα εδάφη που κατέλαβαν οι μουσουλμάνοι εισβολείς από το βορρά στην περίοδο της εγκατάστασης στην Ινδία των δυναστειών των Μεγάλων Μογγόλων. Η περίοδος αυτή φαίνεται πολύ καθαρά στη σημερινή Χαϊντεραμπάντ από πολλά σημάδια. Κατ' αρχάς, από το όνομα της πόλης. «Χαϊντάρ» είναι γνωστό αραβομουσουλμανικό όνομα που συναντάμε και στο δικό μας «Χαϊδάρι». Η λέξη «Αμπάντ» πρέπει να είναι τουρκομανική και σημαίνει «πόλη». Και αυτή τη συναντούμε σε πολλά άλλα παραδείγματα, εν μέρει στο ίδιο το έδαφος της Ινδίας (Ισλαμαμπάντ, Αλαχαμπάντ, Αχμεταμπάντ κλπ.).
Σ' αυτό συμβάλλουν πολύ και τα μνημεία που άφησε στην πόλη η τελευταία και μακρόχρονη βασιλική της δυναστεία, η δυναστεία των Νιζάμ. Τα ανάκτορά της, που δείχνουν ότι η τοπική elite καθόλου δεν κακοπερνούσε, είναι αρκετή ένδειξη γι' αυτό. Υπάρχουν, όμως, και άλλες ενδείξεις. Π.χ., ένα είδος ιδιόμορφων κατοικιών, που οι τοπικοί σουλτάνοι θεώρησαν κατάλληλο γι' αυτούς σε ειδικές συνθήκες, δηλαδή οι τάφοι της δυναστείας των Νιζάμ. Μεγαλοπρεπείς και καλοχτισμένοι σαν πυραμίδες, με όλο το μυστήριο της Ανατολής και όλη τη δυναστική αλαζονεία και της Ανατολής και της Δύσης, οι τάφοι αυτοί δίνουν ένα διαφορετικό αέρα στην πόλη.
Αυτό φάνηκε στην ένωση των δεκαετιών του '40 και '50, όταν, στην Τελαγκάνα (όνομα της περιοχής της σημερινής πολιτείας του Αντρα Πραντές, από τη γλώσσα Τελούγκου που μιλούν οι κάτοικοί του), ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση που ζητούσε την ένωση με τη, στο μεταξύ, ανεξάρτητη Ινδία και την εξάλειψη του φεουδαρχικού ζυγού με την αναδιανομή της γης. Στις συνθήκες της εποχής, οι στόχοι αυτοί δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν πλήρως. Η ένωση με την Ινδία έγινε πραγματικότητα και, όσο και αν αυτό δεν ικανοποίησε όλες τις διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών που πολέμησαν, ήταν ένα πολύ σοβαρό βήμα προς τα εμπρός και ο «Πόλεμος της Τελαγκάνα» παραμένει ένα από τα πιο προωθημένα γεγονότα της πάλης για την εθνική απελευθέρωση της Ινδίας.
Εκείνο που δεν είναι τόσο γνωστό είναι το ότι η Ινδία, εδώ και πολλά ήδη χρόνια, είναι μεγάλη δύναμη στον κινηματογραφικό τομέα. Η μεγάλη χώρα της Ασίας είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών το χρόνο. Ενα γεγονός για το οποίο ο ινδικός Τύπος έκανε μεγάλο θόρυβο ήταν το ότι, στο φετινό διαγωνισμό των Οσκαρ, έπαιρνε μέρος, μεταξύ των υποψηφίων ξένων ταινιών, και μια ινδική ταινία με τίτλο «LAGAAN» («Νοίκι»). Αν καταλάβαμε καλά όσα μας είπαν οι Ινδοί που την είδαν, πρόκειται για μια πικρή σάτιρα των περιπετειών των υποδούλων λαών της ιμπεριαλιστικής περιφέρειας, με αφορμή ένα σενάριο για κάποιο χωριό της Βρετανικής Ινδίας.
Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι το συνολικό προϊόν της ινδικής κινηματογραφικής παραγωγής δε στέκεται πάντα στο ίδιο επίπεδο, η προσπάθεια, ωστόσο, είναι εμφανής. Πιθανότατα, σε συνάρτηση με την εκστρατεία της τεχνολογικής ανάδειξης της Χαϊντεραμπάντ, σε κάποια απόσταση από την πόλη έχει δημιουργηθεί και μια πραγματική CINECITA, με σκηνικά για το γύρισμα διαφόρων ειδών ταινιών.
Οπως βλέπουμε, οι φιλοδοξίες της σημερινής Χαϊντεραμπάντ δεν υστερούν καθόλου εκείνων της εποχής της δυναστείας των Νιζάμ. Για το καλό της πόλης και των κατοίκων της, ας ελπίσουμε ότι θα είναι πιο επιτυχείς.
Σαλάτα μπέικον, μανιτάρια, τοματίνια και μπρόκολο
Να κάνουμε μια σαλάτα με μπουκετάκια βρασμένα από μπρόκολο, με εκατό γραμμάρια ψιλοκομμένα μανιτάρια, με εκατό γραμμάρια μπέικον τηγανισμένο, με μια κόκκινη πιπεριά, δέκα ντοματίνια, λίγα κρουτόν, τρία καρότα ψιλοκομμένα, αλάτι και πιπέρι και λίγο λάδι; Εν συντομία, λοιπόν, θα εξηγήσουμε τι θα κάνουμε. Ανακατεύουμε σε ένα μπολ τα μανιτάρια μαζί με βρασμένο μπρόκολο, το οποίο το έχουμε αφήσει να κρυώσει. Σοτάρουμε σε λίγο λάδι το μπέικον και την κόκκινη πιπεριά. Τέλος προσθέτουμε αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι, λίγο λάδι, τα τοματίνια και τα σερβίρουμε σε μια μεγάλη σαλατιέρα ή σε μικρά βαθιά ατομικά πιάτα.