ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Ιούνη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΙΜΕΣ ΑΓΟΡΑΣ
Ο πληθωρισμός και ο μπαρμπα - Θωμάς

Δυο... καλές ειδήσεις, για την ελληνική οικονομία, είδαν το φως της δημοσιότητας, αυτές τις μέρες. Η πρώτη αφορούσε στην εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και η δεύτερη το ρυθμό αύξησης του επίσημου πληθωρισμού (κόστους ζωής). Φιλοξενώντας τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ), οι περισσότερες εφημερίδες σχολίασαν «ευνοϊκά» τόσο την εξέλιξη του ΑΕΠ (στο α` τρίμηνο του 2002 δείχνει αύξηση 4,3%) όσο και του πληθωρισμού (στο δωδεκάμηνο Μάης 2001-2002 αυξανόταν με ρυθμό 3,4%).

Πράγματι, αν κοιτάξει κανείς την εξέλιξη αυτών των δύο βασικών οικονομικών μεγεθών (όπως είναι η πορεία του ΑΕΠ και του πληθωρισμού) από τη σκοπιά των κυβερνώντων και όλων εκείνων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπεραμύνονται της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι «η ελληνική οικονομία πάει καλά». Το γεγονός όμως ότι το ΑΕΠ (δείχνει ότι η Ελλάδα έγινε πλουσιότερη κατά 4,3%) και ο πληθωρισμός (δείχνει ότι ο επίσημος τιμάριθμος αυξάνεται φέτος με μικρότερους ρυθμούς από πέρσι) παρουσιάζουν βελτίωση, δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι η οικονομία πάει καλά για ΟΛΟΥΣ τους Ελληνες. Πάει καλά μόνο για κάποιους. Τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τα μονοπώλια και τους κάθε είδους υπηρέτες τους, που καρπώνονται μονομερώς όλα τα οφέλη από τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και δεν αφήνουν ούτε ψίχουλο για τους εργαζόμενους και τους απόμαχους της δουλιάς.

Η αλήθεια αυτή δε χρειάζεται οικονομολόγους για να τεκμηριωθεί. Την αποτύπωσε πολύ καλά, με τον πιο πειστικό τρόπο, ένας συνταξιούχος παππούς, που ακούει στο όνομα μπαρμπα - Θωμάς. Τον συναντήσαμε στο καφενείο της γειτονιάς, όταν - διαβάζοντας στην εφημερίδα τη σχετική ειδησεογραφία για τη «θετική πορεία» του ΑΕΠ και του πληθωρισμού το 2002 - άρχισε να σιγομουρμουρίζει κάτι για κοροϊδία και πρόκληση. «Μπορεί τα στοιχεία να δείχνουν ότι η οικονομία πάει καλά, φώναξε, αλλά εγώ προσωπικά δε βλέπω καμιά καλοσύνη». Και δεν είχε άδικο. Το απέδειξε μάλιστα ο ίδιος, σε κάποιους άλλους θαμώνες του καφενείου που τον αποπήραν ότι «τα βλέπει όλα μαύρα», ζητώντας να του φέρουν μολύβι και χαρτί. «Ελα εδώ, ρε Στέλιο, να σου πω γιατί δεν είδα καμιά καλοσύνη από τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, όπως δεν είδες ούτε εσύ, ούτε κανένας χαμηλόμισθος, άνεργος ή χαμηλόμισθος».

Και άρχισε τους λογαριασμούς με βάση 3 δεδομένα. Πρώτον, τη σύνταξή του που αυξήθηκε φέτος περίπου 4.000 δραχμές το μήνα. Δεύτερον, τα επίσημα στοιχεία για τον πληθωρισμό και το ΑΕΠ (που λένε ότι ο πλούτος της Ελλάδας αυξήθηκε 4,3% και η ακρίβεια στην αγορά περιορίστηκε στο 3,4%). Τρίτον, την επιβάρυνση που προκάλεσαν στο πορτοφόλι του μπαρμπα - Θωμά και κάθε μπαρμπα - Θωμά οι τσουχτερές ανατιμήσεις σε 4 είδη που αγοράζουν καθημερινά. «Στέλιο, μην τους δικαιολογείς. Μας δουλεύουν "ψιλό γαζί" και η κυβέρνηση και οι εφημερίδες και όλοι εκείνοι που μας λένε ότι το καλάθι της νοικοκυράς ακρίβυνε μόνο 3,4% από πέρσι μέχρι φέτος το Μάη. Εγώ ξέρω πως τις 4.000 δραχμές που αυξήθηκε φέτος η σύνταξή μου τις έφαγαν και με το παραπάνω οι ανατιμήσεις μόνο σε 4 πράγματα». Και άρχισε, στη συνέχεια, τους λογαριασμούς, για να αποδείξει στον Στέλιο και τους άλλους θαμώνες του καφενείου, γιατί μήνα με το μήνα το πορτοφόλι τους αδειάζει όλο και πιο γρήγορα.

Εχουμε και λέμε, μονολογούσε, γράφοντας στο χαρτί. Το ψωμί ακρίβυνε 41 δραχμές το κιλό, το γιαουρτάκι αγελάδος ακρίβυνε 20 δραχμές, τα τσιγάρα ακρίβυναν 45 δραχμές το πακέτο και το καφεδάκι (αυτό που πίνουμε στο καφενείο) ακρίβυνε 41 δραχμές. «Σε πληροφορώ, λοιπόν, κυρ Στέλιο - είπε - ότι ενώ η σύνταξή μας αυξήθηκε 4.000 δραχμές το μήνα, μόνο για το ψωμί, το καφεδάκι το γιαουρτάκι και τα τσιγάρα πληρώνουμε 4.410 δραχμές παραπάνω το μήνα»... Ετσι, απλά, ο μπαρμπα - Θωμάς, χωρίς την αριθμομανία και τα διάφορα ιστογράμματα που επικαλούνται οι οικονομολόγοι - κλακαδόροι της κυβερνητικής πολιτικής και των «στρογγυλοποιήσεων» τιμών λόγω ευρώ, απέδειξε ότι μπορεί η οικονομία να πάει καλά, αλλά για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο, χαμηλόμισθο και άνεργο, η οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο. Αν στις ανατιμήσεις των 4 ειδών (ψωμί, γιαουρτάκι, καφεδάκι και τσιγάρα) που «τρώνε» κοντά στις 4.500 δραχμές το μήνα, προσθέσουμε και τις άλλες ανατιμήσεις (φρουτολαχανικά, εφημερίδες, εισιτήρια αστικών συγκοινωνιών κλπ.), τότε θα καταλάβουμε γιατί αυξάνεται η δυσφορία των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Οι εργαζόμενοι (μισθωτοί, συνταξιούχοι, άνεργοι, αγρότες και άλλα πλατιά λαϊκά στρώματα) όχι μόνο δεν είδαν την τσέπη τους «να ζεσταίνεται» από τις αυξήσεις μισθών, αλλά αντίθετα - παρά την εξασθένιση του πληθωρισμού και την αύξηση του ΑΕΠ - βλέπουν τη ζωή τους να χειροτερεύει. Στην καλύτερη περίπτωση, αναγκάζονται μήνα με το μήνα να αγοράζουν όλο και λιγότερο (αν δε θέλουν να μεγαλώσουν τα ελλείμματα του οικογενειακού τους προϋπολογισμού) και στη χειρότερη «αμύνονται» στο κύμα ακρίβειας με τραπεζικό δανεισμό. Οσο για την αύξηση του ΑΕΠ, που δείχνει ότι η Ελλάδα έγινε πλουσιότερη, ο μπαρμπα - Θωμάς απαντά με την κλασική λαϊκή παροιμία: «Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί;».


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


ΚΟΣΤΟΣ ΖΩΗΣ
Τα «στοιχεία» και η πραγματικότητα...

Ενώ η Στατιστική «δείχνει» ότι το κόστος ζωής έχει αυξηθεί σ' ένα χρόνο μόνο 3,4%, το καλάθι της εργαζόμενης νοικοκυράς έχει ακριβύνει - και λόγω στρογγυλλοποιήσεων - 14%, 24% ίσως και 34%

Τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ), που δίνονται σε τακτά διαστήματα στη δημοσιότητα, μας πληροφορούν - μεταξύ άλλων - και για τις μεταβολές στο επίσημο κόστος ζωής. Δηλαδή την αύξηση των τιμών διαφόρων ειδών και υπηρεσιών, όπως αυτές αποτυπώνονται στα στοιχεία της ΕΣΥΕ για την εξέλιξη του πληθωρισμού. Μια απλή σύγκριση των στατιστικών στοιχείων με την καθημερινή πραγματικότητα - που τη βιώνουν με αυξανόμενες δυσκολίες τα πλατιά λαϊκά στρώματα - δείχνει ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο επίσημο και το πραγματικό κόστος ζωής. Η διαφορά μεταξύ τους θυμίζει μέρα με τη νύχτα, αφού το επίσημο κόστος ζωής, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΣΥΕ για τον πληθωρισμό, είναι πολύ χαμηλότερο από το πραγματικό κόστος ζωής (όπως το βιώνουν οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα που βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με το τέρας της ακρίβειας στην αγορά).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η τελευταία ανακοίνωση της ΕΣΥΕ με τα στοιχεία για το δείκτη τιμών καταναλωτή το μήνα Μάη του 2002, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο δωδεκάμηνο Μάης 2001 - Μάης 2002 κατά 3,4%, έναντι αύξησης 3,6% το προηγούμενο δωδεκάμηνο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, τα στοιχεία της ΕΣΥΕ μας λένε πως το καλάθι της κάθε Ελληνίδας νοικοκυράς ακρίβυνε στο τελευταίο δωδεκάμηνο κατά 3,4%. Η ΕΣΥΕ κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, ότι δηλαδή το επίσημο κόστος ζωής στην Ελλάδα ακρίβυνε μόνο κατά 3,4%, στηριζόμενη σε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες - μεταξύ άλλων - από το Μάη του 2001 μέχρι το Μάη του 2002:

  • Η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε μόνο 6,8%.
  • Η τιμή στα νωπά ψάρια αυξήθηκε 8%.
  • Η τιμή στο νωπό γάλα αυξήθηκε 4,7%.
  • Η τιμή στο ελαιόλαδο αυξήθηκε 11,2%.
  • Η τιμή στα τσιγάρα αυξήθηκε 13,3%.
  • Οι τιμές στα καφενεία - κυλικεία - ζαχαροπλαστεία - εστιατόρια αυξήθηκαν 8,3%.
  • Οι τιμές των νωπών φρούτων αυξήθηκαν μόλις 6,4%.
  • Οι τιμές των νωπών λαχανικών... μειώθηκαν 4%.
  • Οι τιμές στις νωπές πατάτες... μειώθηκαν 11,7%.
  • Η τιμή της βενζίνης μειώθηκε (!) κατά 10,8%.
  • Οι τιμές για ιατρικές υπηρεσίες αυξήθηκαν 6,6%.
  • Οι τιμές για νοσήλια αυξήθηκαν 6,1% κλπ.

Αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι υπηρεσίες της ΕΣΥΕ, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως το επίσημο κόστος ζωής στην Ελλάδα στο δωδεκάμηνο Μάης 2001 - Μάης 2002 αυξήθηκε κατά 3,4%. Η αλήθεια, όμως, για το πόσο ακρίβυνε «το καλάθι της εργαζόμενης νοικοκυράς» είναι πολύ διαφορετική από αυτή που δείχνουν τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που ζούνε «μεροδούλι - μεροφάι». Αυτούς δηλαδή που ξοδεύουν όλα τα εισοδήματά τους ή το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους σε είδη καθημερινής ανάγκης - όπως είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι ΕΒΕ κλπ. - και συγκεκριμένα για είδη διατροφής, για τη μετακίνηση στο χώρο δουλιάς τους, για στέγαση κλπ.

Για όλους αυτούς η ζωή δεν ακρίβυνε μόνο 3,4% - όπως λένε τα στοιχεία της ΕΣΥΕ - αλλά 14%, 24%, ίσως και ...34%. Εντελώς ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι από τον περασμένο Νοέμβρη και μόνο σημειώθηκαν ανατιμήσεις μεγαλύτερες από 40% στα περισσότερα φρουτολαχανικά, 30% στο εφτάζυμο ψωμί, 20,3% στο παστεριωμένο γάλα, 32% στα χαρτικά της κουζίνας, από 28% και πάνω στα είδη ζαχαροπλαστικής, 20% στα δίδακτρα των σχολείων, 28% στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, 36% στην ιατρική επίσκεψη σε πνευμονολόγο, 30% στους αναπτήρες, 16% στις βενζίνες και πάει λέγοντας. Το βέβαιο και αυταπόδεικτο είναι ότι για κάθε νοικοκυρά που ανήκει στην κατηγορία του «μεροδούλι- μεροφάι» το κόστος ζωής όχι μόνο αυξήθηκε πολύ περισσότερο από αυτό που δείχνουν τα στοιχεία της Στατιστικής, αλλά και πολλαπλάσια σε σχέση με το ισχνό ποσοστό αύξησης του μισθού, της σύνταξης, του επιδόματος ανεργίας ή του εισοδήματος από τις πωλήσεις αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Με βάση αυτή την παραδοχή, οι ισχνές ονομαστικές αυξήσεων των μισθών και συντάξεων - που κινούνται μεταξύ 2% και 3% - έγιναν «φύλλο και φτερό» από τις τσουχτερές αυξήσεις των ειδών και υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, που επιβλήθηκαν με πρόσχημα είτε τις «ευρωστρογγυλοποιήσεις» είτε την «κακοκαιρία» είτε ...γιατί έτσι γούσταραν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, που - ελέω απελευθερωμένης αγοράς - αυξάνουν όποτε και όσο θέλουν τις τιμές, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ