Η αρνητική πορεία της γεωργίας θα επιδεινωθεί με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ, που θα γίνει το 2003, στα πλαίσια της διεύρυνσης της ΕΕ με την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Με βάση αυτή την πορεία, το Διευθυντήριο της ΕΕ εκτίμησε ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, τα περισσότερα αγροτικά νοικοκυριά της ΕΕ δε θα μπορούν να εξασφαλίσουν βιώσιμο αγροτικό εισόδημα από τη γεωργία. Για να συγκαλύψει αυτή την αρνητική εξέλιξη με την «Ατζέντα 2000», αντικατέστησε τη γεωργοκεντρική με την υπαιθροκεντρική πολιτική, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη της υπαίθρου δε θα μπορεί και δε θα πρέπει να στηρίζεται στην αγροτική οικονομία και στο αγροτικό εισόδημα, όπως γινότανε με τη γεωργοκεντρική πολιτική. Αλλά θα πρέπει να εφαρμοστούν στην ύπαιθρο και άλλες πολιτικές που θα εξασφαλίζουν εναλλακτική απασχόληση και συμπληρωματικό εισόδημα στα αγροτικά νοικοκυριά, που θα αντισταθμίζει την απώλεια του αγροτικού εισοδήματος από τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ.
Η βασικότερη από τις πολιτικές αυτές, σύμφωνα με το Διευθυντήριο της ΕΕ είναι ο αγροτοτουρισμός, όπου οι αγρότες των μειονεκτικών περιοχών επιδοτούνται από διάφορα κοινοτικά προγράμματα για να κατασκευάσουν ενοικιαζόμενα δωμάτια, κέντρα εστίασης και αναψυχής κ.ά. ή να αναπτύξουν δραστηριότητες σχετικές με την παραγωγή, μεταποίηση, τυποποίηση και εμπορία παραδοσιακών προϊόντων.
Το τέχνασμα όμως δεν είναι καινούριο, η ανάπτυξη του αγροτοτουρισμού στη χώρα μας ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Εντατικοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη χρηματοδότησή του από διάφορα κοινοτικά προγράμματα (κανονισμός 2328/91, Προγράμματα LIDER 1 και 2 και ΠΕΠ). Και από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 αποτελεί το βασικό στοιχείο του δεύτερου πυλώνα της υπαιθροκεντρικής πολιτικής - ο πρώτος πυλώνας είναι η γεωργία.
Οι στόχοι αυτοί επιβεβαιώνονται από τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα των προγραμμάτων αγροτοτουρισμού, αλλά και από βασικά στοιχεία του νέου προγράμματος, που θα εφαρμοστεί σαν συστατικό στοιχείο της «Ατζέντας 2000» και του Γ' ΚΠΣ.
Στο νέο πρόγραμμα μπορούν να ενταχθούν οι κάτοικοι 400 περίπου Δήμων των μειονεκτικών (ορεινών και νησιωτικών) περιοχών, από το σύνολο των 900 Δήμων και 133 Κοινοτήτων της χώρας, με την προϋπόθεση ότι η περιοχή τους δεν είναι τουριστικά κορεσμένη. Προϋπόθεση που θα διαπιστώνεται από τον ΕΟΤ, ο οποίος θα δίνει και την τελική έγκριση.
Με δεδομένη την ισχυρή επιρροή στον ΕΟΤ, του μεγάλου τουριστικού κεφαλαίου, είναι σίγουρη η απόρριψη περιοχών με υψηλό τουριστικό ενδιαφέρον και η ένταξη περιοχών με χαμηλό τουριστικό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η πληρότητα και το εισόδημα από τα αγροτοτουριστικά καταλύματα, να είναι πολύ χαμηλά και η βιωσιμότητα αυτών των εκμεταλλεύσεων, οριακή και αμφίβολη.
Σχετική έρευνα που έγινε το 1997 από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Γεωργίας και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο κατέγραψε, σαν το βασικότερο πρόβλημα των αγροτοτουριστικών εκμεταλλεύσεων τη μικρή πληρότητα των δωματίων, που δεν ξεπερνάει σχεδόν σε καμιά περίπτωση το 50%, ενώ σημαντικό ποσοστό δωματίων δεν ενοικιάζεται καθόλου στη διάρκεια του χρόνου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εισόδημα.
Η δικαιολόγηση της παραπάνω κατάστασης με το επιχείρημα ότι το τουριστικό κοινό της χώρας μας δεν είναι συνηθισμένο στο νέο στιλ του αγροτοτουρισμού, δεν είναι βάσιμη και αυτό αποδείχνεται από άλλες χώρες, όπως η Σκοτία, όπου ο αγροτοτουρισμός αποτελεί μακροχρόνιο χαρακτηριστικό της γεωργίας της. Το εισόδημα όμως που αποφέρει στη γεωργία αυτής της χώρας ο αγροτοτουρισμός είναι πολύ χαμηλό και σε σχέση με το αγροτικό εισόδημα, αλλά και σε σχέση με το χρόνο απασχόλησης των αγροτισσών.
Μόνο από την κατάργηση των επιδοτήσεων στον καπνό, που έχει αποφασίσει να εφαρμόσει, μετά από τρία χρόνια η ΕΕ, στα πλαίσια της λεγόμενης αειφόρου ανάπτυξης της γεωργίας, θα μειωθεί το αγροτικό εισόδημα της χώρας μας κατά 125 δισ. δραχμές το χρόνο. Ενώ τα κονδύλια που διατέθηκαν στον αγροτοτουρισμό από την ΕΕ και το Ελληνικό Δημόσιο στην περίοδο 1994 -1999 μέσα από το πρόγραμμα Λίντερ, που είναι το βασικότερο πρόγραμμα του αγροτοτουρισμού, ήταν μόνο 22 δισ. δραχμές και αφορούσαν 1.072 έργα, στα οποία δεν ήταν ιδιοκτήτες μόνο αγρότες, αλλά και άλλοι κάτοικοι της υπαίθρου.
Παρόμοιες μειώσεις του αγροτικού εισοδήματος με αυτές του καπνού, έχουν προκαλέσει και θα προκαλέσουν οι αναθεωρήσεις βασικών αγροτικών προϊόντων της χώρας μας, όπως το βαμβάκι που αποδεκατίστηκαν οι επιδοτήσεις από τα υψηλά πρόστιμα συνυπευθυνότητας, το λάδι που πουλιέται σε εξευτελιστικές τιμές κ.ά. Μειώσεις που δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπιστούν με τα κονδύλια του αγροτοτουρισμού, αλλά και τα υπόλοιπα κονδύλια του λεγόμενου δεύτερου πυλώνα της υπαιθροκεντρικής πολιτικής.
Τα προγράμματα του αγροτοτουρισμού μπορούν να εξασφαλίσουν μικρή συμπληρωματική απασχόληση και εισόδημα σε πολύ περιορισμένο αριθμό μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών. Τα αποτελέσματά τους, έστω και περιορισμένα, θα ήταν θετικά αν λειτουργούσαν συμπληρωματικά στα πλαίσια μιας αγροτικής πολιτικής, που θα εξασφάλιζε ικανοποιητικό γεωργικό εισόδημα. Οταν όμως αποτελούν το επίχρισμα μιας αντιαγροτικής πολιτικής που αποδεκατίζει το αγροτικό εισόδημα, εξ αντικειμένου λειτουργούν και χρησιμοποιούνται σαν «Δούρειος Ιππος» για να περάσουν αυτές οι αντιαγροτικές πολιτικές.
Αυτή ακριβώς τη χρησιμοποίηση κάνουν οι πολιτικές δυνάμεις και οι νομαρχιακές παρατάξεις που προβάλλουν σαν πανάκεια τα προγράμματα αγροτοτουρισμού, γι' αυτό πρέπει μαζικά να καταψηφιστούν από τους μικρομεσαίους αγρότες, στις επερχόμενες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές.