Ενενήντα πέντε τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης, με τις παρτιτούρες τους
Πριν αναφερθούμε στη σημασία του βιβλίου, ας γυρίσουμε νοερά δεκαετίες πίσω, σε μια από τις ηρωικές συνοικίες της Εθνικής Αντίστασης, λ.χ., την αιματοποτισμένη Καισαριανή. Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, στις αρχές της δεκαετίας του '60, μια μαθήτρια να γράφει σε τετράδια - στην αρχή καθ' υπαγόρευση των μεγάλων κι αργότερα, περίπου στα μέσα της δεκαετίας, αντιγράφοντας από λιγοστά, «δανεικά» βιβλία φίλων, από κάποια τεύχη της «Επιθεώρησης Τέχνης» τους στίχους τραγουδιών. Τραγουδιών, που από μικράκι άκουγε να σιγοτραγουδά η μάνα της, κι άλλοι «δικοί τους» γείτονες και φίλοι. Τραγούδια πολύ όμορφα, που κρυφοτραγουδιούνταν επί χρόνια, που φέρναν δάκρυα στα μάτια των μεγάλων και συγκινούσαν ακόμα και τα παιδιά, κι ας ήταν γι' αυτά εντελώς άγνωστα τραγούδια, αφού ποτέ δεν τα 'λεγε το ραδιόφωνο. Ενα τραγούδι σα να μιλούσε και για τον δικό της πατέρα της: «Ακροναυπλία, Ακροναυπλία,/ δάκρυα, πόνοι, τυραννία,/ δε σε λύγισε η φουρτούνα,/ δε σε λύγισε η σκλαβιά». Αλλο τραγούδι έλεγε «Με τη χρυσή της νιότης πανοπλία/ το θάρρος, την ορμή, τη λεβεντιά/ πετάμε στον αγώνα, στη θυσία,/ για την Ελλάδα, για τη λευτεριά». Αλλο «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα,/ το δίκιο και τη λευτεριά». Ενα άλλο «Βροντάει ο Ολυμπος και πάλι,/ στην Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί». Κι ένα άλλο έλεγε «Τι τα θέλουμε τα όπλα,/ τα κανόνια, τα σπαθιά,/ να τα κάνουμε αλέτρια,/ να χορταίνει η αγροτιά».
Οι μεγάλοι αναθυμιούνταν, κουβέντιαζαν και λέγανε «τα τραγούδια του αγώνα μας πρέπει να τα μάθουν και τα παιδιά μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να μην ξεχαστούν, να μη χαθούν, να διηγούνται στα αυριανά νιάτα τα μεγάλα, παντοτινά ιδανικά του αγώνα μας». Υστερα ήρθε η Απριλιανή δικτατορία κι έφερε κι άλλα δίσεχτα χρόνια. Μα, καθώς κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος, έτσι και τα τραγούδια του ΕΑΜικού αγώνα δεν πήγαν χαμένα. Φωλιασμένοι στη μνήμη των αγωνιστών, οι στίχοι πολλών τραγουδιών της Εθνικής Αντίστασης άρχισαν να βγαίνουν στο φως. Να αποτυπώνονται σε βιβλία, που κυκλοφόρησαν μετά τη μεταπολίτευση. Τα βιβλία εκείνα ήταν η αρχή για τη διάσωση των τραγουδιών της Εθνικής Αντίστασης. Τα στοιχεία τους, όμως, αναφορικά με τον στιχουργό και τον συνθέτη κάθε τραγουδιού, ήταν λιγοστά, αν δεν έλειπαν εντελώς, πράγμα που οφειλόταν και στην αγωνιστική σεμνότητα των δημιουργών τους, που δε μιλούσαν γι' αυτήν την προσφορά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Μίμης Ραβάνης - Ρεντής. Μετά το θάνατό του, από το κομματικό βιογραφικό του, μάθαμε ότι εκείνος στιχούργησε το χαρακτηριζόμενο ως «συλλογικό» τραγούδι «Σαν ατσάλινος γίγας και αλύγιστος ορμάει/ στα πεδία των τίμιων μαχών./ Με αρχηγούς Σαμαρινιώτη, τον Σαράφη και τον Αρη/ που 'ναι οι μάνες του Λαϊκού Στρατού» και άλλα τραγούδια.
Τα παραπάνω θέλουν να υπογραμμίσουν την ξεχωριστή, τη μεγάλη αξία του βιβλίου «Πολεμάμε και τραγουδάμε». Την πολύπλευρη συμβολή της μακρόχρονης έρευνας της Μ. Δημητριάδου για την ολόπλευρη διάσωση των τραγουδιών της Εθνικής Αντίστασης. Των τραγουδιών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ, της ΕΠΟΝ. Το βιβλίο δε συγκεντρώνει μόνον τους στίχους ενενήντα πέντε τραγουδιών του «ανεκτίμητου θησαυρού του αντάρτικου αντιστασιακού τραγουδιού, που γαλβάνισε τον ελληνικό λαό στα δίσεκτα χρόνια της τριπλής κατοχής και της αγγλο-αμερικάνικης επέμβασης», όπως σημειώνει στην εισαγωγή της η Μ. Δημητριάδου. Το σημαντικότερο είναι ότι κάθε τραγούδι συνοδεύεται με το ονοματεπώνυμο (και με το τυχόν ψευδώνυμο) του στιχουργού, του συνθέτη, του καλλιτέχνη που έκανε την εναρμόνιση ή τη διασκευή (λ.χ., για την εκτέλεση του τραγουδιού από ανδρική, ή γυναικεία, ή μεικτή χορωδία) και, βέβαια, με την παρτιτούρα του. Το βιβλίο περιλαμβάνει και σύντομα ιστορικά στοιχεία για τα γεγονότα που ενέπνευσαν κάθε τραγούδι, φωτογραφικά ντοκουμέντα και παράρτημα με βιογραφικά στοιχεία και φωτογραφίες ποιητών, στιχουργών, συνθετών, διασκευαστών και δασκάλων - μαέστρων αντάρτικων χορωδιών.
Για την ιστορία, αντιγράφουμε τα ονόματα που περιλαμβάνει το παράρτημα: Αττίκ, Βάρναλης Κώστας, Δόικος Ν. Βασίλης, Θεοδωράκης Μιχάλης (Μίκης), Ιωάννου Γιάννος, Καλαντζής Γ. Κώστας («Θεσσαλός»), Καρβούνης Νίκος, Κοτζιούλας Γιώργος, Κουνάδης Αργύρης, Κουρούκλης Ανδρόνικος, Λουντέμης Μενέλαος, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, Μαχαίρας Ευάγγελος, Μιχαλόπουλος Γιάννης («Ωρίων»), Ξενάκης Ιάνης, Ξένος Αλέξανδρος, Παλαμάς Κωστής, Παπάζογλου Λευτέρης - Τριαντάφυλλος, Παπαπερικλής Νίκος, Πρωταίος Στάθης, Ραβάνης - Ρεντής Δημήτρης, Ρώτας Βασίλης, Σακελλαρίου Χάρης, Σμυρναίος Ακης (το πραγματικό του ήταν Κιοσόγλου Γαληνός και το αγωνιστικό ψευδώνυμό του «Αστραπόγιαννος»), Σπήλιος Απόστολος, Σταυρολέμης Γεράσιμος (γνωστός στο θέατρο ως Μεμάς Σταύρου και στην Αντίσταση ως Γρηγόρης), Τσάκωνας Νίκος, Τσαπόγας Κ. Γιώργος, Φίτσιος Δημήτριος, Φλέγγα - Παπαδάκη Ναυσικά, Χατζής Λάκης.
Αυτό ήταν, όμως, μόνο στην αρχή. Με το πέρασμα των εποχών τα «πράγματα» άλλαξαν. Αλλαξαν τα εργαλεία, τα προϊόντα, οι κανόνες. Η παραγωγή εξακολουθούσε να παραμένει φροντίδα επίπονη και οδύνη του παραγωγού. Τα προϊόντα, όμως, πέρασαν στις αποθήκες των αρχόντων. Στην αρχή απλώς των «πρώτων» που είχαν αναλάβει να ασκούν και τον έλεγχο της παραγωγής, την ανάπτυξη των εξειδικεύσεων και τη «θέσπιση» των καταμερισμών. Και ύστερα των «βασιλιάδων» που έχτισαν αποθήκες, παλάτια και απόρθητα κάστρα, για να προστατέψουν ό,τι αυτοί ιδιοποιούνταν, ενώ άλλοι το δημιουργούσαν. Να προστατέψουν, δηλαδή, την πρωταρχική τους «συσσώρευση». Να γίνουν αυτοί οι μόνοι έμποροι, να «νομιμοποιήσουν», με όποιο τρόπο ήταν δυνατό, την αλλοτρίωση που είχε γίνει στο μεταξύ ένας συγκεκριμένος τρόπος κοινωνικής λειτουργίας και, φυσικά, να βρουν μηχανισμούς, με τους οποίους, θα μπορούσαν να παρακολουθούν τις οικονομικές και εμπορικές τους δραστηριότητες. Και εννοώ τους μηχανισμούς εκείνους που η λειτουργία τους επέβαλλε και συγκεκριμένες πρακτικές και ανάμεσα σ' αυτές ήταν και η επινόησης της γραφής και για την Ελλάδα, ιδιαίτερα, η γραμμική Β΄ γύρω στα 1350 π.Χ.
(Συνεχίζεται)