Νέα άνοδος του πληθωρισμού τον Αύγουστο, ενώ δυσοίωνες αναμένονται οι εξελίξεις και το Σεπτέμβρη. Η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία του εμποροβιομηχανικού κυκλώματος και ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, υπεύθυνη για την άνοδο των τιμών
Eurokinissi |
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ:
Και ενώ οι καταναλωτές παραμένουν απροστάτευτοι στο έλεος του εμποροβιομηχανικού κυκλώματος διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά, δειλά - δειλά οι επίσημοι παράγοντες ομολογούν τις συνέπειες της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας που σημειώθηκε με την εισαγωγή του Ευρώ σαν νομισματικής μονάδας στην ευρωζώνη. Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά σήμερα ότι οι λεγόμενες στρογγυλοποιήσεις των τιμών λόγω Ευρώ επιβάρυναν μέχρι σήμερα τον πληθωρισμό κατά 0,5% της μονάδας - από τις υψηλότερες επιβαρύνσεις στην ευρωζώνη - ενώ μόλις στις αρχές του καλοκαιριού έκαναν λόγο για επιβάρυνση της τάξης του 0,1%!
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι δεκάδες και εκατοντάδες είδη εμφανίζουν ετήσια αύξηση τιμών υψηλότερη από το 3,5%, το ρυθμό δηλαδή αύξησης του επίσημου πληθωρισμού. Ενδεικτικές, για παράδειγμα, είναι οι αυξήσεις τιμών που κατέγραψε η ΕΣΥΕ από πέρσι μέχρι φέτος τον Αύγουστο, που φτάνουν σε:
Ξεχωριστή θέση στον κατάλογο της ακρίβειας έχουν οι ιδιωτικοποιημένες ΔΕΚΟ, οι οποίες προσφέρουν πλέον τις υπηρεσίες τους με κριτήρια αγοράς. Ετσι τα τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ εμφανίζουν ετήσια αύξηση 4,3%, της ΔΕΗ 4%, τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών 6,8%, ενώ τα τιμολόγια του ΟΤΕ - λόγω του τρόπου αλλαγής των διαφόρων παραμέτρων και παρά το γεγονός ότι η αστική μονάδα έχει εκτιναχτεί στα ύψη - εμφανίζουν μείωση 4,5%.
Υπέρμαχος της τήρησης του σύμφωνου σταθερότητας, του θεσμού αυτού που εγγυάται τη λιτότητα στο διηνεκές, εμφανίστηκε η ελληνική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο ΕΚΟΦΙΝ, που πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Αντίστοιχες δηλώσεις, υπέρ της τήρησης του προγράμματος σταθερότητας με τη σημερινή του μορφή, έκανε και ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης από τη ΔΕΘ, με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα έχει συμφέρον να διατηρηθεί το πρόγραμμα επειδή έχει υψηλό δημόσιο χρέος. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υποβάλλει τον ερχόμενο Δεκέμβρη στις Βρυξέλλες το «επικαιροποιημένο» πρόγραμμα για την περίοδο 2002 - 2004, τροποποιημένο προς χαμηλότερα επίπεδα. Ετσι το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί το 2002 κατά 3,5% αντί του τεθέντος στόχου 3,8%, το δημοσιονομικό - λογιστικό - πλεόνασμα να διαμορφωθεί στο 0,4% από 0,8%, ενώ αυξημένο θα είναι και το δημόσιο χρέος μετά την απόρριψη από την Ευροστάτ των τεχνασμάτων μείωσής του μέσω των προεσόδων και των προμέτοχων.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον του προγράμματος σταθερότητας, παρά τις καλές προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης να επιδείξει καθήκοντα προστάτη και θεματοφύλακα των πολιτικών λιτότητας, οι εξελίξεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πάντα για το θέμα αυτό, είναι ραγδαίες και δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι από την ουσία του προγράμματος, μόνο το σαρκίο του περιφέρεται ανά την Ευρώπη. Ετσι, η Γερμανία ζήτησε και το ΕΚΟΦΙΝ έκανε αποδεκτό, οι δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών από τις πλημμύρες που έπληξαν πρόσφατα το ανατολικό της τμήμα, να μην προσμετρήσουν στο δημοσιονομικό της έλλειμμα. Ακόμα πιο επιθετική η ιταλική κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι, ζήτησε την αναθεώρηση των διατάξεων του προγράμματος σταθερότητας, στην κατεύθυνση της πιο ελαστικής ερμηνείας του. Αν και η πρόταση δεν έγινε αποδεκτή από το ΕΚΟΦΙΝ, η ιταλική κυβέρνηση έχει ήδη δηλώσει ότι δεν πρόκειται να πειθαρχήσει στις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα αρνητικά μηνύματα όμως δε σταματούν εδώ, καθώς μόλις χτες η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το δημοσιονομικό της έλλειμμα για το 2002 θα κινηθεί στα επίπεδα του 3%, και ίσως ακόμα το ξεπεράσει, ενώ είναι γνωστό ότι η πορτογαλική κυβέρνηση ανακοίνωσε πως το 2001 το πραγματικό της έλλειμμα είχε διαμορφωθεί στο 4,2%.
Αυτό που τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια του προγράμματος σταθερότητας και της δυνατότητας στοιχειώδους εφαρμογής του - ας μην ξεχνάμε ότι η δημιουργική λογιστική απάτη οργιάζει - είναι η παρατεταμένη ύφεση που πλήττει την ευρωπαϊκή οικονομία. Υφεση η οποία οδηγεί στην είσπραξη λιγότερων φόρων από τις κυβερνήσεις, λόγω των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ, ενώ από την άλλη πλευρά επιχειρείται η εφαρμογή αντιυφεσιακών πολιτικών, κάτι όμως που απαιτεί αυξημένες δημόσιες δαπάνες. Δύο δηλαδή παράγοντες που οδηγούν σε αυξημένα ελλείμματα, τα οποία αμφισβητούν το τεχνοκρατικό σκαρίφημα που είχε συνταχθεί στις εντελώς διαφορετικές συνθήκες της οικονομικής ανόδου των ευρωπαϊκών οικονομιών.