ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Περί τρομοκρατίας και άλλων δαιμονίων

Γρηγοριάδης Κώστας

Πριν εβδομήντα περίπου χρόνια, στις 31 Γενάρη 1933, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργός προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος της Γερμανίας, σημείωνε στο ημερολόγιό του ότι καθόρισαν μαζί με τον Χίτλερ «την κατευθυντήρια γραμμή του αγώνα ενάντια στην κόκκινη τρομοκρατία». Ενα μήνα μετά, εξαπολύεται κύμα συλλήψεων και δολοφονιών ενάντια σε χιλιάδες μέλη και οπαδούς του κομμουνιστικού κόμματος στην αρχή και στη συνέχεια και των άλλων κομμάτων.

Σαράντα τρία χρόνια αργότερα, το 1976, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσιγκερ, συμβούλευε τον υπουργό Εξωτερικών της χούντας της Αργεντινής να επιλύσει το συντομότερο δυνατό «το πρόβλημα με τους τρομοκράτες». Τρομοκράτες, στην περίπτωση αυτή, ήταν οι Αργεντινοί δημοκράτες, που αγωνίζονταν για την ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος. Η χούντα, όπως είναι γνωστό, απαντούσε με χιλιάδες συλλήψεις, δολοφονίες, «εξαφανίσεις», με χαρακτηριστική περίπτωση τη δολοφονία ιερέων και την εγκατάλειψη σαράντα επτά πτωμάτων στο δρόμο μέσα σε μία μόνο μέρα.

Τα δύο αυτά παραδείγματα, ανάμεσα στα εκατοντάδες και χιλιάδες άλλα παρόμοια, δείχνουν τι εννοούν οι αντιδραστικές δυνάμεις, όταν συζητούν για την πάταξη της τρομοκρατίας. Δείχνουν, επίσης, ότι η ιστορία της αντιτρομοκρατικής υστερίας κάθε άλλο παρά νέα είναι.

Ενα βασικό θέμα

Ωστόσο, κρίσιμο πολιτικό ζήτημα για το λαϊκό κίνημα είναι η κατανόηση και κατάδειξη του γεγονότος ότι οι δραστηριότητες οργανώσεων, τύπου «17 Ν», «Ερυθρές Ταξιαρχίες» κλπ., αξιοποιούνται από την αντίδραση και εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα σχέδια της ολιγαρχίας του πλούτου, η οποία κατέχει την οικονομική και πολιτική εξουσία. Αυτό, λοιπόν, που έχει ζωτική σημασία, είναι να καταδεικνύεται ότι τέτοιες οργανώσεις λειτουργούν προβοκατόρικα, δίνουν την ευκαιρία για μια πορεία επέκτασης των μεθόδων του αστυνομικού κράτους και συρρίκνωσης των δημοκρατικών κατακτήσεων του λαού, με το πρόσχημα ότι αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία.

Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ένα ενδεικτικό ιστορικό αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο, μάλιστα, έρχεται από την Εσπερία: Αναφέρομαι στη σχετική ομολογία της εφημερίδας του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου, «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ», η οποία έγραφε στις 3.12.1974 ότι η δράση των τρομοκρατών της RAF ενίσχυσε και σταθεροποίησε τελικά το σύστημα, που, στα λόγια, προσπαθούσαν να πολεμήσουν. Αντίστοιχα, η γερμανική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα «Φόρβερτς» παραδεχόταν ότι τα μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία δε στρέφονταν «ενάντια στους 50 τρομοκράτες, αλλά ενάντια στα 60 εκατομμύρια πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».

Στο ζήτημα αυτό, ότι, δηλαδή, η δράση τέτοιων οργανώσεων είναι ανοιχτά προβοκατόρικη και στρέφεται ενάντια στο λαό, οφείλει να τοποθετηθεί με ξεκάθαρο τρόπο κάθε φορέας, κάθε πολιτική δύναμη, κάθε εργαζόμενος. Αυτό πρέπει να γίνει, όχι για να γίνουμε αρεστοί στην κυρίαρχη τάξη, που ζητά υποκριτικά «να αποκηρύξουμε την τρομοκρατία και τη βία», αλλά για να προσανατολίσουμε τους λαϊκούς αγώνες σωστά και αποτελεσματικά.

Ποικιλόμορφη χρησιμοποίηση

Εχουμε υποχρέωση, επίσης, να τονίσουμε ότι ο αντιδραστικός αυτός ρόλος των τρομοκρατών είναι ανεξάρτητος από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των συμμετεχόντων στις δραστηριότητες αυτές. Ιστορικά έχουν υπάρξει αποδείξεις ότι τέτοιες οργανώσεις: 1. Είτε χρησιμοποιήθηκαν, αξιοποιήθηκε, δηλαδή, η δράση τους από τις μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού. 2. Είτε διαβρώθηκαν και καθοδηγήθηκαν από αυτές, χωρίς να το αντιλαμβάνονται ούτε οι συμμετέχοντες «ιδεολόγοι»της τρομοκρατίας. 3. Είτε στήθηκαν εξαρχής με πρωτοβουλία των μυστικών υπηρεσιών και στελεχώθηκαν ή από πράκτορες ή από μικροαστούς «επαναστάτες» ή και από τις δύο κατηγορίες.

Ετσι, τελικά, οι τρομοκρατικές ομάδες χρησιμοποιούνται για να συκοφαντηθεί το επαναστατικό κίνημα, για να ενταθεί στο έπακρο ο αυταρχισμός, για να αποπροσανατολιστούν οι λαϊκές μάζες από τα πραγματικά προβλήματα και για να καλλιεργηθεί σύγχυση στα λαϊκά στρώματα για τον τρόπο πάλης και απαλλαγής από την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Χαρακτηριστικό για τους λεπτούς και αμφίσημους χειρισμούς, με τους οποίους φέρνουν σε πέρας οι ιμπεριαλιστικές υπηρεσίες τέτοιες αποστολές, είναι το ακόλουθο παράδειγμα.

Μια διδακτική ιστορία

Η περίπτωση του Χορστ Μάλερ είναι εξόχως διδακτική. Ο Χ. Μάλερ, λαμπρός δικηγόρος, στρατολόγησε την άνοιξη του 1970 τον Αντρέας Μπάαντερ και την Γκούντρουιν Ενσλιν, ιδρύοντας έτσι την τρομοκρατική οργάνωση RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός). Ο Μάλερ, ως δικηγόρος, τους είχε υπερασπιστεί ένα χρόνο νωρίτερα, όταν κατηγορούνταν για τον εμπρησμό ενός καταστήματος. Αργότερα, ο Μάλερ συνελήφθη και καταδικάστηκε. Κάποιοι από τους συγκρατούμενούς του τον κατηγόρησαν τότε ως πράκτορα της Ασφάλειας. Ο Μάλερ είχε καταδικαστεί σε 14 χρόνια, από τα οποία εξέτισε μόνο 10 και μετά αφέθηκε ελεύθερος. Δικηγόρος του Μάλερ ήταν ο τότε πρόεδρος της Νεολαίας των Σοσιαλδημοκρατών, που άκουγε στο όνομα Γκέρχαρντ Σρέντερ: Είναι αυτός που νομίζετε, ο σημερινός καγκελάριος της Γερμανίας. Οσο για τον Μάλερ, σήμερα είναι ένας από τους θεωρητικούς του νεοναζιστικού κόμματος NPD (Εθνικό Κόμμα Γερμανίας).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η τοποθέτηση εκείνης της εποχής του Μάλερ, σχετικά με τους σκοπούς των τρομοκρατών: «Μία όξυνση της καταπίεσης μέχρι και τη φασιστική τρομοκρατία (που θα προκληθεί από τη δράση οργανώσεων τύπου RAF), τελικά θα στρέψει το λαό ενάντια στο κράτος και θα τροφοδοτήσει, έτσι, την επαναστατική αντίσταση». Πρόκειται, βεβαίως, για αντιδραστική, φιλοφασιστική θέση, μασκαρεμένη με το μανδύα της επανάστασης. Αυτή η αντίληψη βρίσκεται, ρητά ή σιωπηρά, στη βάση της δράσης κάθε τρομοκρατικής οργάνωσης και, είτε διατυπώνεται από πολιτική αφέλεια, είτε εκ του πονηρού, δεν παύει να αποτελεί μια εξαιρετικά επιζήμια για το λαϊκό κίνημα θέση.

Δικαιώματα του κατηγορούμενου

Η «εξάρθρωση της τρομοκρατίας» συνοδεύεται συνήθως, στο πλαίσιο της γενικότερης επίθεσης στις λαϊκές ελευθερίες, και από παραβιάσεις της Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή των στοιχειωδέστερων δικαιωμάτων κάθε προσώπου, που (δίκαια ή άδικα) θα βρεθεί στη θέση του κατηγορούμενου.

Αυτή είναι μία μόνον από τις αρνητικές αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις των δυνάμεων του κατεστημένου. Είναι επικίνδυνη, γιατί, αν σήμερα παραβιάζονται τα δικαιώματα ενός προβοκάτορα και εγκληματία, αυτό ανοίγει το δρόμο, ώστε αύριο να παραβιαστούν τα δικαιώματα κάθε πολίτη που κατηγορείται (άδικα) για κάποιο αδίκημα και ιδίως των λαϊκών αγωνιστών που θα βρεθούν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, επειδή, για παράδειγμα, σταμάτησαν τις ΝΑΤΟικές φάλαγγες ή επειδή έγραψαν αντιΝΑΤΟικά συνθήματα σε ένα μαντρότοιχο.

Ωστόσο, η υπεράσπιση των δικονομικών αυτών εγγυήσεων δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελεί τον πρώτο στόχο του κινήματος για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων του λαού. Αυτό για δύο λόγους:

Πρώτον, από την άποψη της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος (και όχι από την άποψη μιας αφηρημένης, αστικο-δημοκρατικής αντίληψης), προέχει η υπεράσπιση των κατακτημένων δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, όπως είναι η απεργία, η διαδήλωση, η διάδοση των απόψεων. Προέχει η υπεράσπιση των χιλιάδων αγροτών, συνδικαλιστών, φιλειρηνιστών, μαθητών, που δικάστηκαν και δικάζονται για τη συμμετοχή τους στους μαζικούς αγώνες.

Δεύτερον, η καυτηρίαση της όποιας τυχόν παραβίασης δικαιωμάτων του όποιου κατηγορούμενου δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχνάμε την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση των κατηγορουμένων της «17 Ν», δεν μπορούμε στιγμή να παραλείπουμε το γεγονός ότι όσοι συμμετείχαν σ' αυτήν έδρασαν ως πράκτορες της αντίδρασης, ως εχθροί του λαϊκού κινήματος και, μάλιστα, ανεξάρτητα από το αν υπήρξαν ή όχι έμμισθοι κάποιας μυστικής υπηρεσίας. Πολύ περισσότερο, η υπεράσπιση των δικονομικών εγγυήσεων δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανενός είδους κλίμα συμπάθειας προς τους κάθε λογής προβοκάτορες της μιας ή της άλλης τρομοκρατικής οργάνωσης. Μια τέτοια συμπάθεια δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την επαναστατική συνείδηση, δεν έχει καμία σχέση με τις προοδευτικές ιδέες. Αντίθετα, αποτελεί στοιχείο του αυθόρμητου και, μάλιστα, αντιδραστική αντανάκλαση της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας στη λαϊκή συνείδηση.

Αυτό έχει σημασία να υπογραμμιστεί, καθώς κύκλοι της μικροαστικής διανόησης και του λούμπεν προλεταριάτου, δηλαδή των ολότελα εξαθλιωμένων και περιθωριοποιημένων στοιχείων της κοινωνίας, γοητεύονται ενίοτε από τέτοιες δραστηριότητες. Ο μικροαστός, που δεν τολμά να διακινδυνεύσει συμμετέχοντας στις καθημερινές δυσκολίες του λαϊκού αγώνα, αρέσκεται να νομίζει ότι υπάρχει ένας σωτήρας, κάτι σαν τον θρυλικό Ζορό, που θα πάρει εκδίκηση και θα του λύσει τα προβλήματα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτα ή να διακινδυνεύσει κάτι και, κυρίως, χωρίς να χαλάσει τη ζεστασιά του καναπέ του.

Ιστορικά υπάρχει, επίσης, και ο παραπλήσιος τύπος του μικροαστού, που, υποτιμώντας το ρόλο των λαϊκών μαζών, της οργάνωσής τους και της μαζικής πάλης, καταφεύγει σε τυχοδιωκτισμούς, που υποκαθιστούν τις «ανόητες μάζες που δεν καταλαβαίνουν», εκτονώνοντας, παράλληλα, με τέτοιες ενέργειες τη συσσωρευμένη καταπίεση και το θυμό του μικροϊδιοκτήτη.

Εκείνο, όμως, που πραγματικά φοβάται η άρχουσα τάξη, είναι η μαζική λαϊκή πάλη που θίγει την εξουσία της. Αυτήν την πάλη θέλει να ανακόψει και να καταστείλει με τη βοήθεια οργανώσεων τύπου «17 Ν». Γι' αυτό η απάντηση στην αντιδημοκρατική, αντιλαϊκή επέλαση της άρχουσας τάξης μπορεί να είναι μόνο μία: Ο ενωμένος λαϊκός αγώνας σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, για την υπεράσπιση και διεύρυνση των οικονομικών, κοινωνικών, δημοκρατικών κατακτήσεων και το μέτωπο για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης πραγμάτων.


Του
Δημήτρη ΚΑΛΤΣΩΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ