ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Σύντομο, κομψό, περιεκτικό είναι το μικρό βιβλιαράκι με τη διάλεξη που έδωσε στην Αμερική στις αρχές του χειμώνα του 1939 ο Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, με θέμα: «Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ροές». Στο θέμα αυτό, ο Τσβάιχ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του, όπως σημειώνεται στον πρόλογο, καθώς ήταν μανιώδης συλλέκτης χειρογράφων και σπουδαίων διάσημων έργων τέχνης (παρτιτούρες, σκίτσα, αρχικές σημειώσεις κειμένων). Δυστυχώς η σημαντική αυτή συλλογή του χάθηκε όταν ο Τσβάιχ αυτοεξορίστηκε. Το όμορφο αυτό κείμενο αντανακλά τις αναζητήσεις του Τσβάιχ σχετικά με την τέχνη του αλλά και τον ίδιο. Πέρα όμως από τον ευχάριστο χιουμοριστικό τόνο (που δίνεται από την προσφυγή στην επιστήμη της εγκληματολογίας για τη διαλεύκανση της δημιουργίας), το κείμενο μας αφήνει με την πικρή γεύση του ανολοκλήρωτου: η καλλιτεχνική δημιουργία παραμένει εν τέλει ένα μεγάλο μυστήριο, το οποίο ούτε ο Τσβάιχ δεν καταφέρνει να αποκαλύψει. Ισως γιατί, για μια ακόμη φορά, αρνήθηκε να μιλήσει για τον εαυτό του. Από σεμνότητα φυσικά.

θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχει ένα πλούσιο εικαστικό υλικό με φωτογραφίες του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα.


Ποιητικοί ψίθυροι και μπεστ σέλερ για πέταμα

Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι είναι εκείνο που μετατρέπει ένα απλό, πολλές φορές κακό, μυθιστόρημα σε «μπεστ σέλερ». Ποιο μαγικό ραβδί το άγγιξε, ποια αινιγματικά και μυστηριώδη υπόγεια ρεύματα διατρέχουν τις σελίδες του; Σε ποιο σημείο έχει κρύψει η νυχτερίδα το κοκαλάκι της για να μαγεύει, προσελκύει και να ενθουσιάζει το κοινό;

Γιατί -άραγε- το ξεχωρίζουν οι αναγνώστες, το αγοράζουν, το χαρίζουν, το συζητούν, το συστήνουν, ενώ τις περισσότερες φορές αυτοί οι ίδιοι δεν το έχουν καν διαβάσει ή το ξεκίνησαν, αλλά το άφησαν στη μέση;

Σε τι διαφέρει το πρώτο σε πωλήσεις βιβλίο από τα άλλα που μένουν στους πάγκους των βιβλιοπωλείων απούλητα και αζήτητα; Για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου απευθύνθηκα στους ειδικούς. Ρώτησα εκδότες, βιβλιοπώλες, χονδρεμπόρους, αλλά και συγγραφείς και διορθωτές και επιμελητές. Απάντηση ακόμα δεν έχω πάρει. Φαίνεται πώς αυτό το φαινόμενο δεν εξηγείται λογικά. Μεταφυσικά ίσως; Είναι άραγε μόνον η διαφήμιση; Ασφαλώς θα είναι και αυτή. Φτάνει όμως; Είναι οι δημόσιες σχέσεις του συγγραφέα και το πρεστίζ του εκδοτικού οίκου, που καθορίζουν την εκπληκτικά ανοδική πορεία ενός βιβλίου; Μπορεί. Αλλά φτάνει; Οχι δε φτάνει...

Τώρα που τέλειωσα το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Η ακτή των ψιθύρων» της Λίντια Ζορζ (Εκδόσεις Πόλις), σε μετάφραση Σπύρου Παντελάκη, πάλι το ίδιο ερώτημα επανέρχεται και με βασανίζει. Και αναρωτιέμαι: εάν και τούτο το βιβλίο περάσει απαρατήρητο, όπως συμβαίνει με πολλά -δυστυχώς- σημαντικά και αξιόλογα έργα, Ελλήνων και ξένων, σε τι θα οφείλεται; Διότι τούτο το μυθιστόρημα είναι άψογο από κάθε άποψη. Το κείμενο είναι σχεδόν αριστουργηματικό, το ποιητικό και λυρικό λογοτεχνικό ύφος της Λίντια Ζορζ απαράμιλλο, θεματολογικά το έργο παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον, αφού αναφέρεται στον ανήθικο πόλεμο των Πορτογάλων ενάντια στους εξεγερμένους Αφρικάνους της Μοζαμβίκης, η μετάφραση είναι άψογη, η έκδοση εξαιρετικά φροντισμένη. Τότε;

Τότε ποιος θα φταίει; Ποιος θα χρεωθεί την ευθύνη, που ένα ακόμη «κόσμημα» παραμένει σε μια προθήκη, σε έναν πάγκο βιβλιοπωλείου θλιμμένο, μελαγχολικό, μοναχικό; Εάν, ο μη γένοιτο, συμβεί κάτι ανάλογο και σε αυτήν την περίπτωση, τότε εγώ θα πω τη γνώμη ευθαρσώς και ας γίνω δυσάρεστη. Κουράστηκα να βλέπω ευτελή αφηγήματα να γίνονται μπεστ σέλερ. Οργίστηκα, απογοητεύτηκα, αλλά δεν παραιτήθηκα. Ακόμη...

Λέω λοιπόν, πώς εάν επαναληφθεί αυτή η άδικη ιστορία, εάν δηλαδή έναν τέτοιο αψεγάδιαστο διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως είναι και η «Ακτή των Ψιθύρων» παραμείνει κι αυτό στα αζήτητα, ε, τότε κατά τη γνώμη μου, ένοχοι αυτού του πνευματικού εγκλήματος θα είναι οι εξής δύο: Οι κριτικοί και οι ανεπαρκείς αναγνώστες.

Διότι η Λογοτεχνία, με λάμδα κεφαλαίο, δεν είναι απορρυπαντικό για να έχει χρείαν διαφήμισης. Τουλάχιστον δε θα έπρεπε να έχει.

Επιστρέφω στον τόπο από τον οποίο δεν απομακρύνθηκα: στην «Ακτή των ψιθύρων». Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, η συγγραφέας βάζει την ηρωίδα της, την Εβίτα, να διαβάζει στον άνδρα της, τη στήλη «Ακούσια Φάλαγγα» του ιθαγενούς δημοσιογράφου. Του εραστή της. Ο δημοσιογράφος μια νύχτα που ο ουρανός έβρεχε πράσινες ακρίδες, δε βλέπει έντομα αλλά σμαράγδια. Γιατί αυτή η νύχτα ήταν για εκείνον μια νύχτα ιερή. Ερωτική.

« Και είδαμε.- γράφει- Είδαμε στο φως των ιπτάμενων σμαραγδιών την εικόνα της Αφρικής να σείεται κάτω από την Ευρώπη που, πλαγιασμένη από πάνω της, την έκανε ανέκαθεν δική της. Είδαμε την Αφρική να απλώνει το πόδι στην Ευρώπη και να την παλουκώνει, όπως παλουκώνει ένας αρσενικός, και το στόμα της Ευρώπης να μουγκρίζει και γλυκαίνει. Οι κομήτες με τις αλλόκοτες κίτρινες ουρές περνούσαν ψιθυρίζοντας. Οταν περνούσαν από πιο κοντά, σταματούσαμε για να τους ακούμε ξορκίζοντάς τους με πράσινες χειρονομίες. Ετσι απελευθερωμένοι στο φως των σμαραγδιών...».


«Λεκέδες σε μετάξι»

Νομίζεις ότι ζεις έναν εφιάλτη ή μάλλον συνειδητοποιείς ότι ζεις σ' έναν εφιαλτικό κόσμο, έναν κόσμο πρόστυχο, ευτελή. Σ' έναν κόσμο που ο θεός του είναι το χρήμα. Αυτές τις σκέψεις κάνει ο αναγνώστης καθώς διαβάζει το μυθιστόρημα της Κωστούλας Τωμαδάκη «Λεκέδες σε μετάξι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εμπειρία Εκδοτική». Με τρόπο κινηματογραφικό, αφαιρετικό, σκληρό αλλά και λιτό, η συγγραφέας Κ.Τ. μας αφηγείται μια καθημερινή ιστορία αγάπης, μια ιστορία εκβιασμού, μια ιστορία συμβιβασμού. Μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν «άνθρωποι - σύμβολα» μιας χώρας, όπου τα διαπλεκόμενα συμφέροντα σφραγίζουν με δραματικό τρόπο τη ζωή των κατοίκων. Από τα λασπόνερα θα αναδυθούν δυο νέοι άνθρωποι που θα πάρουν το δρόμο που οδηγεί στη... Γη της Επαγγελίας. Στην εξουσία. Πίσω από την εφήμερη λάμψη των ΜΜΕ τα «κινούμενα σχέδια», τα «ζωντανά καρτούν», θα παίζουν εν αγνοία τους το παιχνίδι των εξουσιαστών, ενώ μέσα σε κάμαρες ξενοδοχείων, καφενείων ή ακόμα και στη θέση του συνοδηγού μιας νταλίκας, μια νέα γυναίκα... αγνώστου πατρός θα προσπαθεί να εξευτελίζει τον εαυτό της με κάθε τρόπο. Η Κωστούλα Τωμαδάκη, χωρίς να ωραιοποιεί, αλλά και χωρίς να τραγικοποιεί καταφέρνει να αιχμαλωτίσει, αυτή τη φορά με την πένα της και όχι με την κάμερα (θυμίζουμε ότι πρόκειται για μια βραβευμένη σκηνοθέτιδα), τις δυνατές, σκληρές, απάνθρωπες, αλλά πέρα για πέρα αληθινές στιγμές της καθημερινής τρέλας.


Μικρές σελίδες
Θέλει τη γέμισή της!

Η ώρα της γαλοπούλας ήρθε. Προσωπικά, προτιμώ μια απλή σαλάτα ή μια μακαρονάδα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αδιαφορώ για τις προτιμήσεις των άλλων. Και οι άλλοι, οι περισσότεροι, είναι εκείνοι που όλες αυτές τις μέρες θα σπάνε το κεφάλι τους με τι να γεμίσουν τη γαλοπούλα. Γιορτές είναι άλλωστε και αυτή η καημένη, η βρασμένη ή ψημένη γαλοπούλα θέλει τη γέμισή της... Υπάρχει φυσικά ο παραδοσιακός τρόπος, ίσως μιλήσουμε γι' αυτόν, αργότερα όμως. Τώρα: Γέμιση με ξερά φρούτα και ξηρούς καρπούς.Για μια γαλοπούλα 3-5 κιλά, φρούτα ένα κιλό κιμά, δυο κρεμμύδια ξερά τριμμένα στον τρίφτη, ένα φλιτζάνι του τσαγιού ελαιόλαδο, 20 κάστανα καθαρισμένα, ένα φλιτζάνι του καφέ μαύρες σταφίδες, ένα φλιτζάνι του καφέ ξανθιές σταφίδες, δέκα δαμάσκηνα χωρίς κουκούτσι, κομμένα στα τρία, 10 βερίκοκα ξερά κομμένα στα τρία, 4 κουταλάκια καρυδόψιχα χοντροκομμένη, 4 κουταλιές αμύγδαλα ξασπρισμένα, δυο κουταλιές της σούπας κουκουνάρι, ένα φλιτζάνι του τσαγιού άνηθο ψιλοκομμένο, ένα φλιτζάνι του καφέ σόγια σος, ένα νεροπότηρο λευκό κρασί, ζωμό κότας όσο μας χρειαστεί, αλάτι, πιπέρι, μια πρέζα κανέλα και 4 σπυριά γαρίφαλο.

Σε μια κατσαρόλα ρίχνετε το ελαιόλαδο, το κρεμμυδάκι και θα το τσιγαρίσετε ελαφρά. Προσθέτετε το ρύζι και ανακατεύετε καλά. Επειτα θα το σβήσετε με κρασί. Μόλις πάρει βράση θα ρίξετε όλα τα ξερά φρούτα και τους ξηρούς καρπούς. Ανακατεύετε καλά το μείγμα, προσθέτετε λίγο ζωμό κότας και το βράζετε για πέντε λεπτά. Ρίχνετε τη σάλτσα της σόγιας, βάζετε αλάτι, πιπέρι και την κανέλα και το αφήνετε να βράσει λίγο ακόμη ώστε να απορροφηθεί το υγρό. Επειτα το κατεβάζετε από τη φωτιά και το αφήνετε να κρυώσει ενώ ρίχνετε τον άνηθο. Μ' αυτό το μείγμα θα γεμίσετε τη γαλοπούλα και μετά θα τη «σφραγίσετε» με ένα πορτοκάλι ή μανταρίνι.


Καθ' οδόν: «Στα μονοπάτια των τραγουδιών»

Ισως μοιάζει σαν ένα άπιαστο όνειρο, ίσως και να είναι κάτι που ποτέ μας δεν είχαμε ονειρευτεί, γιατί μας φαίνεται σχεδόν απίστευτο πως θα μπορούσαμε ποτέ να βρεθούμε εκεί. Ισως και να μην είχαμε πότε ενδιαφερθεί για το πώς είναι εκεί. Θα έπρεπε, όμως. Σήμερα θα μεταφερθούμε με ένα βιβλίο σε μια μακρινή περιοχή, πιο μακρινή δε γίνεται, στις ακατοίκητες περιοχές της Κεντρικής Αυστραλίας και θα βαδίσουμε ήρεμα στα ονειρικά «Μονοπάτια των τραγουδιών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Χατζηνικολή». Θα έχουμε την εξαιρετική τύχη να μας ξεναγήσει ο ιδιοφυής Αγγλος συγγραφέας, ο μεγάλος, ακαταπόνητος και ατρόμητος ταξιδιώτης, ο «φωτεινός» άνθρωπος, ο Μπρους Τσάτουιν, που, με αυτό του το πόνημα, μας δίνει παραδείγματα μιας αιώνιας και βασικής διάκρισης μεταξύ στατικών και περιπλανώμενων ανθρώπων, που το όνειρό τους τραγουδιέται, διότι μόνον έτσι διασώζεται. Και μας αποδεικνύει, μέσα στις πυκνογραμμένες 366 σελίδες, ότι ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του ούτε πολεμοχαρής ούτε επιθετικός, αλλά ένα φιλειρηνικό και τραγουδοποιό «είδος» με μεγάλη προσαρμοστικότητα, που το πεπρωμένο του είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Για ποιο λόγο, λοιπόν, ενώ οι νομαδικοί λαοί αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως τέλειο, οι στατικοί και ακινητοποιημένοι δεν παύουν να αγωνίζονται να τον αλλάξουν με πολέμους; Ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, αυτής της πολύτιμης και μοναδικής θα λέγαμε μαρτυρίας, ανήκει στους περιπλανώμενους και όχι στους στατικούς ανθρώπους του πνεύματος, γι' αυτό και όσα εκπληκτικά γράφει δεν τα άκουσε, δεν τα διάβασε σε κάποιο άλλο βιβλίο, αλλά τα έζησε και τα περπάτησε.

Πριν από την έλευση των στατικών...

Προτού αποικηθεί από τους λευκούς, η Αυστραλία ήταν η τελευταία γωνιά της Γης, που οι κάτοικοί της δεν ήσαν βοσκοί, ή γεωργοί, αλλά περιπλανώμενοι κυνηγοί. Το λαβύρινθο από τα αόρατα για μας μονοπάτια που διασχίζουν όλη την ήπειρο, εμείς τον γνωρίζουμε ως τα «Χνάρια των ονείρων» ή Μονοπάτια των τραγουδιών, για τους αυτόχθονες όμως, είναι οι δρόμοι των προγόνων τους, ο Δρόμος του Νόμου. Αυτούς τους δρόμους ακολουθούν για όλες τις κατ' εξοχήν ανθρώπινες δραστηριότητές τους, όπως είναι ο χορός, το τραγούδι, ο γάμος, το πένθος, η ανταλλαγή ιδεών, οι διευθετήσεις συνόρων που επιτυγχάνονται με συμφωνίες και όχι με ισχύ. Η ζωή των αυτοχθόνων έρχεται, όπως είναι φυσικό, σε μεγάλη αντίθεση με τους πολιτισμούς που επικρατούν στις ημέρες μας. Και είναι τραυματικές οι εισβολές των σιδηροδρόμων των μεταλλευτικών και οικοδομικών επιχειρήσεων στα ιερά χώματα με τους νόμους και τα δικαιώματα των φτωχών.

Το τέλος


«Προχωρούσαμε σχεδόν μια ώρα - σημειώνει στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου ο Μπρους Τσάτουιν. Ο δρόμος έστριβε μέσα από τα μαβιά βράχια. Μαύρες λωρίδες κηλίδωναν τους γιγάντιους ογκόλιθους, και τα κύκας ξεφύτρωναν ανάμεσά τους σαν μεγεθυμένα κνάθια. Η μέρα ήταν πνιγερή. Επειτα το ποτάμι εξαφανίστηκε κάτω από το έδαφος, αφήνοντας στην επιφάνεια μια λιμνούλα με στάσιμο νερό και καλαμιές στις άκρες. Ενας πορφυρός ερωδιός πέταξε μακριά και κούρνιασε σ' ένα δέντρο. Ο δρόμος είχε τελειώσει. Κατεβήκαμε κι ακολουθήσαμε τον Ζαβοπόδη σ' ένα πατημένο μονοπάτι που παρέκαμπτε τους βράχους και το νερό κι έβγαινε σε μια κοιλάδα με βαθυκόκκινα βράχια. Τα επίπεδα των γεωλογικών στρωμάτων έκλιναν προς τα έξω, φέρνοντας στο νου μου τα καθίσματα των ελληνικών θεάτρων. Κάτω από το δέντρο, υπήρχε το συνηθισμένο τσίγκινο καλύβι. Μια μεσόκοπη γυναίκα, με τα στήθια της να φουσκώνουν μέσα στη μοβ της μπλούζα, έσερνε μέχρι το τζάκι ένα καυσόξυλο. Ο Ζαβοπόδης αυτοσυστήθηκε. Εκείνη πέταξε ένα γρήγορο χαμόγελο και μας έγνεψε να την ακολουθήσουμε.

Οπως έγραψα στα σημειωματάριά μου, οι μυστικιστές πιστεύουν πως ο ιδανικός άνθρωπος πρέπει να περπατήσει μέχρι το "σωστό θάνατο". Εκείνος που φτάνει "επιστρέφει"».

Στην Αυστραλία των αυτοχθόνων υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες για να «επιστρέψεις», ή μάλλον για να πας με το τραγούδια σου εκεί όπου ανήκεις: «Στον τόπο της σύλληψής» σου, στο μέρος που είναι φυλαγμένο το τζουρίνγκα σου. Μόνον τότε μπορεί να ξαναγίνει - ή να ξαναγίνεις - ο Πρόγονος. Η αντίληψή του μοιάζει πολύ με το αινιγματικό ρητό του Ηράκλειτου «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες»...

Το βιβλίο τελειώνει με μια πανέμορφη σκηνή πάνω σε ένα ξέφωτο, όπου τρεις άνθρωποι βαδίζουν στα χνάρια των Προγόνων τους χαμογελώντας. Ξέρουν ότι επιτέλους θα βρουν τον τόπο της σύλληψής του, τον τζουρίνγκα τους. Πρόκειται για μια μοναδική και πολύτιμη μαρτυρία, για ένα απίστευτης σπανιότητας ντοκουμέντο, για ένα συναρπαστικό ταξίδι, για ένα συγκλονιστικό βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Χατζηνικολή» σε μετάφραση Σοφίας Φιλέρη. Ας διαβάσουμε, λοιπόν, «Τα Μονοπάτια των Τραγουδιών» τουλάχιστον, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι ποτέ δε θα μπορέσουμε να τα διασχίσουμε.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ