ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Γενάρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν: Στη Γαληνοτάτη

Καρναβάλι στο cafe - Florian (από το βιβλίο του Λευτέρη Μονοκρούσου «Ταξιδιωτικές στιγμές» - εκδόσεις «Περίπλους»).

«Υπάρχουν πόλεις που κανένας ταξιδευτής που σέβεται τον εαυτό του δεν επιτρέπεται να μην έχει επισκεφθεί.

Σίγουρα στην κορυφή αυτού του καταλόγου βρίσκεται η πόλη των Δόγηδων, η Βενετία.

Εχουν γραφτεί τόσα πολλά γι' αυτή τη μαγική πόλη, που θα 'λεγε κανείς ότι δε μένει τίποτα άλλο, όλα έχουν ειπωθεί. Ποιος τάχα συγγραφέας, ποιος ζωγράφος δεν εμπνεύστηκε, δεν αναφέρθηκε σε αυτή με το που πάτησε το πόδι του στην πλωτή αυτή πόλη;

Εχει την ικανότητα να μετατρέπει και τον πλέον ψυχρό και αδιάφορο επισκέπτη σε ρομαντικό που στέκεται εκστασιασμένος στην τόση συγκεντρωμένη ομορφιά.

Η Βενετία δεν έχει εποχές που ξεχωρίζουν. Οποια εποχή κι αν βρεθείς η ομορφιά υπάρχει εκεί, αρκεί να θέλεις να τη δεις.

Η Ανοιξη σε γεμίζει αισιοδοξία μια και βρίσκεσαι σε πόλη που σε πνίγει από παντού το ωραίο ακόμα και στις πιο άσημες γωνιές με τις πιο μικρές λεπτομέρειες. Το καλοκαίρι με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, τονίζει τη συνάντηση της θάλασσας με τα υπέροχα Palazzi. Το φθινόπωρο με την καθαρότητα του ορίζοντα αναδεικνύει τα χρώματα και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο χειμώνας με τα πολύχρωμα φώτα του γιορτινού διάκοσμου ή τις απομονωμένες γωνιές και γέφυρες όπου ένα μικρό παμπάλαιο φανάρι δίνει στο χώρο μια μυστηριώδη διάσταση.

Και προπάντων το Βενετσιάνικο Καρναβάλι. Εδώ το καρναβάλι δεν είναι απλώς διασκέδαση, εδώ είναι τρόπος ζωής. Κάθε μέρα η τεράστια πλατεία του Αγίου Μάρκου - το ωραιότερο σαλόνι του κόσμου, όπως έχει γραφτεί - γεμίζει από ένα πολύχρωμο πλήθος. Ανάμεσά του ξεχωρίζουν οι μεταμφιεσμένοι με στολές που πουθενά στον κόσμο δε θα ξαναδείς. Σίγουρα είναι η αποθέωση της φαντασίας. Διασχίζουν αργά αργά την πλατεία, κάθε λίγο σταματούν και με το γνωστό ιταλικό σκέρτσο στέκονται να φωτογραφηθούν. Είναι φανερό ότι το απολαμβάνουν. Στην προσπάθεια να μη χάσω στολή για στολή, θα 'θελα να βρίσκομαι ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία και τις γωνιές της πανέμορφης πλατείας - πράγμα βέβαια αδύνατο.

Η γέφυρα των στεναγμών
Η γέφυρα των στεναγμών
Συχνά στήνονταν ξαφνικά δρώμενα και σκετς, που φέρνουν στο νου ιστορίες από την commedia del arte, τη λαμπρή αυτή περίοδο στην ιστορία του θεάτρου. Και τότε σκέφτεσαι: "Αχ, να μην τελειώσει ποτέ αυτή η γιορτή!".

Κάποια στιγμή, αποκαμωμένος, με τον συνταξιδιώτη το Γιώργο, κρίναμε ότι ήρθε η ώρα του καφέ, η ώρα του cafe - Florian, από τα πλέον ιστορικά και ατμοσφαιρικά της Ευρώπης.

Για καλή μας τύχη βρήκαμε - παραδόξως - σχεδόν αμέσως τραπέζι.

Το περιβάλλον εκπληκτικό. Γύρω μας πίνακες ζωγραφικής, καθρέφτες, και φωτιστικά εποχής, αλλά προπάντων ένα πολύβουο και χαρούμενο πλήθος μεταμφιεσμένων. Σ' ένα τραπέζι ένας Ρωμαίος στρατιώτης με τη μεγάλη κόκκινη μπέρτα και το κράνος ακουμπισμένο στο τραπέζι να συζητά με έναν Αραβα ντυμένο με μια φανταχτερή κελεμπία και ένα τεράστιο σαρίκι στο κεφάλι, που έπινε μπίρα.

Πιο πέρα - σ' ένα άλλο τραπέζι - ένας μαρκήσιος με περούκα και πουδραρισμένο πρόσωπο, συνομιλεί ζωηρά με μια κυρία της εποχής της μπελ - επόκ που απολαμβάνει το τσιγάρο της κρατώντας μια μακριά πίπα.

Ομως σε μια στιγμή το βλέμμα όλων αποσπά η είσοδος μιας πανέμορφης μαρκησίας με εντυπωσιακό ντεκολτέ.

Πολλοί από τους μεταμφιεσμένους τη χαιρετούν με ευγενική υπόκλιση, η μαρκησία ανταποδίδει με γνήσια ιταλική φινέτσα το χαιρετισμό και κατευθύνεται προς το τραπέζι της παρέας της.

Το cafe - Florian
Το cafe - Florian
Η σκηνή λες και βγήκε από έργο του Γκολντόνι ή από πίνακα του Λόγκι.

Το μάτι δε χορταίνει να κοιτά γύρω, ν' απολαμβάνει τη διάχυτη ομορφιά, το αυτί χαϊδεύεται από τα μελωδικά ακούσματα του Βιβάλντι και της εύηχης ιταλικής γλώσσας, η καρδιά ευφραίνεται από το όλο σκηνικό και η μνήμη αποτυπώνει όσο πιο πολλές εικόνες από τις μοναδικές αυτές στιγμές.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν στο γυρισμό προς την πανσιόν μας, αντικρίσαμε κάτω από ένα φανάρι, κοντά στο Ponde dei Greci, την ωραιότερη ίσως εικόνα των ημερών του καρναβαλιού, ένα ζευγάρι - εκείνος ντυμένος Fra diavolo με μπέρτα και καπέλο με φτερά, εκείνη Κολομπίνα με εντυπωσιακό φόρεμα - πιασμένοι χέρι - χέρι να χάνονται στο βάθος του δρόμου, ενώ το μελωδικό τραγούδι ενός γονδολιέρη γέμιζε την ησυχία της νύχτας».

«Η χήρα» του Σιμενόν

Μόνον ένας γίγαντας της λογοτεχνίας, όπως ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, θα μπορούσε να περιγράψει με τέτοια ψυχολογική ακρίβεια το χαρακτήρα μιας γυναίκας όπως της Τατί Κουντέρκ. Και, φυσικά, μονάχα ο Ζορζ Σιμενόν θα μπορούσε να σκιαγραφήσει με τόση δυνατή καθαρότητα και λιτότητα το εσωτερικό πορτρέτο του Ζαν Πασσερά - Μονουαγιέρ. Αναφερόμαστε στο μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν «Η Χήρα Κουντέρκ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ροές» σε μετάφραση Γ. Λάμψα. Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα, που είχε μεταφερθεί στην οθόνη από τον Πιερ Γκρανιέ με πρωταγωνιστές την Σιμόν Σινιορέ στο ρόλο της χήρας και τον Αλέν Ντελόν στο ρόλο του Ζαν. Με φόντο την εύφορη γαλλική ύπαιθρο, ο συγγραφέας κεντάει κυριολεκτικά δυο τραγικά πρόσωπα που θα συναντηθούν, θα συνυπάρξουν και θα συγκατοικήσουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Ενα διάστημα, που στην αρχή θα είναι γαλήνιο και σχεδόν ευχάριστο και ωφέλιμο. Η χήρα, που είναι σαράντα πέντε χρόνων, υπήρξε υπηρέτρια σε τούτο το σπίτι που φιλοξενεί τον Ζαν, το σπίτι που διεκδικεί και προσπαθεί να αμυνθεί εναντίον της απληστίας των αδελφών του ανδρός της. Η χήρα έχει ένα γιο σωστό ρεμάλι, που υπηρετεί στο στρατό και της γράφει μονάχα για να της ζητά χρήματα. Μαζί της ζει ο πεθερός της, ένας πορνόγερος, ο οποίος, από τον καιρό που εκείνη ήταν παιδούλα, τής ριχνόταν και το συνέχισε και κατά τη διάρκεια που ζούσε ο γιος του, και που ακόμη και «σήμερα» κατά αραιά διαστήματα, η χήρα - νύφη του «του προσφέρεται για λίγο, έτσι απλά όπως προσφέρει κανείς ένα ζαχαρωτό σε ένα μικρό παιδί». Και αυτό το κάνει, όχι φυσικά από ...μεγαλοψυχία, αλλά από υπολογισμό, διότι όσο εκείνος υπάρχει εκείνη έχει το 100% της ιδιοκτησίας, ενώ μετά θα δικαιούται το ένα τρίτο... Η δαιμόνια και ακούραστη κυρία Τατί θα έχει βρει τον τρόπο, ώστε να απαλλαγεί από τις διεκδικήσεις, που προβάλλουν κατά καιρούς οι άχρηστες κουνιάδες της.

Ο Ζαν, είναι ένας όμορφος άνδρας από πλούσια οικογένεια, που έχει εκτίσει την ποινή του (είχε καταδικαστεί σε πέντε χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία). Μόλις αποφυλακίζεται μπαίνει στο πρώτο λεωφορείο που συναντά και επειδή έχει στην τσέπη του μια δεκάρα λιγότερο, αντί να κατέβει στη στάση που θα τον οδηγούσε στο πολυτελές σπίτι του αδιάφορου πατέρα του, κατεβαίνει μια στάση πριν... Στη στάση που οδηγεί στο σπίτι της χήρας Κουντέρκ, στη στάση που τον οδηγεί στο πεπρωμένο του. Η χήρα που συνταξιδεύει μαζί του, αμέσως μόλις κατέβουν από το λεωφορείο τού κάνει πρόταση να δουλέψει στο κτήμα της, νομίζοντας ότι είναι οικονομικός μετανάστης. Ο Ζαν, δεν είναι αλλοδαπός, αλλά οπωσδήποτε είναι ξένος, σ' αυτό το περιβάλλον. Ξένος με την έννοια του «Ξένου» του Αλμπέρ Καμύ. Δέχεται την πρόταση. Αλλωστε, αυτό δεν αναζητούσε πάντα στη ζωή του; Μια ήρεμη ευτυχία, μια ζωή χωρίς απαιτήσεις, μια ζωή απλή και ασφαλή; Και αρχίζει τη σκληρή δουλιά, που απαιτεί η ύπαιθρος. Δουλεύει σαν σκλάβος στα κτήματα, φροντίζει τα ζώα, καθαρίζει πατάτες, στρώνει το χωριάτικο τραπέζι. Με αυτές τις πρωτόγνωρες για εκείνον δραστηριότητες, ο πλούσιος νεαρός νιώθει ανάλαφρος και ασφαλής. Ευτυχισμένος σχεδόν. Μα, εντελώς αναπάντεχα αρχίζουν να τον επισκέπτονται οι εφιάλτες του παρελθόντος, την ίδια ακριβώς στιγμή που και η χήρα βλέπει με αηδία να την επισκέπτονται δολίως οι εφιαλτικές κουνιάδες της. Και τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και οι καταστάσεις περιπλέκονται. Η Τατί αρχίζει να ζηλεύει παθολογικά τον Ζαν, που της έχει γίνει απαραίτητος. Ετσι τον χάνει και χάνεται η ίδια. Για πάντα. Οταν ο Ζαν θα κάνει κάτι τρομερό, θα ξαπλώσει κάτω και θα πει στους χωροφύλακες: «Μη με χτυπάτε... Είμαι κουρασμένος... Είμαι τόσο κουρασμένος».

Μικρές σελίδες
Λαγός με κάστανα

... Περί ορέξεως ουδείς λόγος. Και αυτό το λέω, διότι δεν αγαπώ το κυνήγι, όμως το τι αρέσει σε μένα, δεν έχει σημασία. Εσείς που το αγαπάτε λοιπόν, μπορείτε να ετοιμάστε λαγό με κρασί και κάστανα.

Θα χρειαστείτε: Δυο κιλά λαγό κομμένο σε μερίδες, 1/2 κιλό κάστανα καθαρισμένα, 1/2 κιλό κρεμμυδάκια για στιφάδο, 1/4 της κούπας βούτυρο, 1/4 της κούπας λάδι, 1/4 της κούπας αλεύρι, αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι.

Για τη μαρινάτα: ένα λίτρο λευκό ξηρό κρασί, δυο φύλλα δάφνης, ένα ξυλαράκι κανέλας, 6 κόκκους γαρίφαλο, δέκα κόκκους μπαχάρι και δέκα κόκκους πιπέρι. Ετοιμοι; Αρχίστε. Βάλτε τα κάστανα από την προηγούμενη στο νερό καθώς και το λαγό με όλα τα υλικά της μαρινάτας και αφήστε τον μέσα στο ψυγείο για 24 ώρες. Την επόμενη μέρα πλύντε καλά το λαγό και ξεπλύντε τον με ξίδι. Τώρα, για να καθαρίσετε ευκολότερα τα κρεμμυδάκια, βουτήξτε τα σε νερό που βράζει κι αφήστε τα να σταθούν 30' μέσα σ' αυτό. Να ζεστάνετε το βούτυρο και το λάδι σε μια μεγάλη κατσαρόλα και να σοτάρετε σ' αυτό λίγο λίγο τα κρεμμυδάκια και τα κάστανα. Στραγγίστε τα. Στο ίδιο λίπος σοτάρετε τα κομμάτια του λαγού, αφού πρώτα τα βγάλετε από τη μαρινάτα, τα στραγγίσετε καλά και τα αλευρώσετε. Περάστε τη μαρινάτα από το σουρωτήρι και ρίξτε τη στην κατσαρόλα με τα κομμάτια του λαγού. Ρίξτε αλάτι και πιπέρι, τρία νέα φύλλα δάφνης, 6-8 κόκκους μπαχάρι και αφήστε το να βράσει για είκοσι λεπτά. Επειτα ρίχνετε τα κρεμμυδάκια, 2-3 σκελίδες σκόρδο και συνεχίστε το βράσιμο ώσπου να μαλακώσουν τα κρεμμυδάκια και να δέσει η σάλτσα. Μετά ρίχνετε τη σάλτσα μέσα στην κατσαρόλα με το στιφάδο. Αυτό είναι όλο. Το σερβίρετε σε μια μεγάλη βαθιά πιατέλα στο κέντρο κι αραδιάστε τριγύρω τα κρεμμυδάκια και τα κάστανα με προσοχή για να μη χαλάσει η φόρμα τους. Από εδώ και πέρα σταματήστε να σκέπτεστε και τη φόρμα τους αλλά και τη φόρμα σας... Γιατί διαφορετικά θα σας κοπεί η όρεξη.

Εν συντομία

Τελειώσανε οι κουραμπιέδες; Ε, δε θα σκάσουμε κιόλας. Σε μια ώρα και είκοσι πέντε λεπτά θα έχουμε ετοιμάσει τους ωραιότερους κουραμπιέδες σε μέγεθος «μπουκίτσας»...

Υλικά: 2 κούπες φρέσκο βούτυρο, 1/2 κούπα ζάχαρη άχνη, λίγη βανίλια, μια κούπα αλεσμένα και καβουρντισμένα φουντούκια, 4 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις, λίγο ανθόνερο, ζάχαρη άχνη, τρούφα ροζ, γαλάζια και πράσινη, γυαλιστερή ζάχαρη (ροζ, πράσινη και μπλε).

Εκτέλεση: Χτυπάμε στο μίξερ το βούτυρο με τη ζάχαρη, ώσπου να ασπρίσει και να γίνει αφράτο. Στο μεταξύ έχουμε ανακατέψει το αλεύρι με τη βανίλια και το αλάτι. Αναμειγνύουμε το αλεύρι λίγο - λίγο ζυμώνοντας ελαφρά το μείγμα, ρίχνουμε τα φουντούκια και ζυμώνουμε. Πλάθουμε τη ζύμη σε στρογγυλά μπαλάκια λίγο μικρότερα από ένα αυγό. Αραδιάζουμε τα κουραμπιεδάκια (περίπου πενήντα) σε ένα ταψί που το έχουμε βουτυρώσει και το βάζουμε στο φούρνο στους 175 βαθμούς Κελσίου. Το αφήνουμε για είκοσι πέντε λεπτά της ώρας. Το βγάζουμε από το φούρνο και έτσι όπως είναι ζεστά τα ραντίζουμε με ανθόνερο και τα πασπαλίζουμε με τα διάφορα χρώματα της ζάχαρης. Μόλις κρυώσουν είτε τρώμε και τα πενήντα επιτόπου, είτε αφήνουμε τουλάχιστον τα μισά για τους άλλους. Και η δίαιτα; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια... Καλή και γλυκιά χρόνια να έχουμε όλοι μας!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ