Η ολοφάνερη σκλήρυνση της κυβερνητικής στάσης δεν είναι τυχαία, ούτε συγκυριακή. Αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της γενικότερης αντιαγροτικής πολιτικής της και δείχνει ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει με πιο γοργούς ρυθμούς και χωρίς καμιά ταλάντευση στο μαζικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων βαμβακοπαραγωγών και στη συγκέντρωση της γης τους στα χέρια μεγαλοκαπιταλιστών που δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα. «Εργαλείο» της για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ο νέος καταστροφικός κανονισμός της ΕΕ για το βαμβάκι, στα δυο χρόνια λειτουργίας του οποίου η βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 700.000 στρέμματα, ενώ οι βαμβακοπαραγωγοί έχασαν από το εισόδημά τους πάνω από 30 δισ. δρχ.
Οι μικρομεσαίοι αγρότες, βέβαια, δε θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντας την Ευρωπαϊκή Ενωση, τον Γ. Δρυ, τον Β. Αργύρη και τον Φ. Χατζημιχάλη, να τους δώσουν την τελική σπρωξιά για να πέσουν στον «Καιάδα». Θα βγουν στο δρόμο ν' αγωνιστούν για την επιβίωσή τους, για να κρατήσουν τα χωράφια τους και να μείνουν στα χωριά τους. Ηδη στη Θεσσαλία ακούγεται η γνώριμη αγωνιστική βοή.
Το προαναφερόμενο πρόβλημα, όμως, όπως και η γενικότερη αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης, δεν αφορούν μόνον τους μικρομεσαίους αγρότες. Αφορούν και τους εργαζόμενους των πόλεων, αφού αρνητικές θα είναι και γι' αυτούς οι συνέπειες των προωθούμενων από την ΕΕ και την κυβέρνηση καπιταλιστικών διαρθρωτικών αλλαγών στην αγροτική οικονομία. Από την άλλη, γίνεται καθημερινά και περισσότερο έντονη η ανάγκη, για αγροτικά προϊόντα σε τιμές προσιτές στο λαϊκό βαλάντιο και καλής ποιότητας. Η προς όφελος των εργαζομένων και της πόλης και του χωριού διέξοδος απ' όλ' αυτά βρίσκεται σ' ένα ριζικά διαφορετικό από τον σημερινό δρόμο αγροτικής ανάπτυξης, βασισμένο στον σύγχρονο παραγωγικό συνεταιρισμό των μικρο-μεσαίων αγροτών, που μπορεί να οδηγήσει, τόσο στην αναζωογόνηση της υπαίθρου, όσο και στην ικανοποίηση των αναγκών των αστικών κέντρων. Και αυτή, ακριβώς, η διέξοδος μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το θεμέλιο της συμπαράταξης των εργαζομένων της πόλης και του χωριού.
Ωστε λοιπόν, κ. Μπ. Παπαναγιώτου, ο Ντενκτάς είναι ο τελευταίος Τσαουσέσκου των Βαλκανίων, όπως είπατε χτες το πρωί στο «Φλας»;
Αν σας πει κανείς ότι μπερδέψατε τη βούρτσα με τη σκέψη της ...κεφαλής σας, τι θα του απαντούσατε;
«Εάν, με το τέλος της θητείας μου, κάθε Βραζιλιάνος έχει καθημερινά πρόγευμα, γεύμα και δείπνο στο τραπέζι του, τότε αυτή θα είναι πετυχημένη».
Είναι μόνο μια φράση, από την ομιλία του Λούις Ινάσιο «Λούλα» ντα Σίλβα, του νέου Προέδρου της Βραζιλίας, στη διάρκεια της προχτεσινής ορκωμοσίας του, ενώ εκατομμύρια Βραζιλιάνοι πανηγύριζαν στους δρόμους της πρωτεύουσας, αλλά και σε όλη τη χώρα. Κι έχει τη σημασία της η υπόσχεση, αφού το 30% των 170 εκατομμυρίων κατοίκων της μεγαλύτερης λατινοαμερικανικής χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ απροσμέτρητα πλούτη είναι συγκεντρωμένα στα χέρια μιας μικρής ολιγαρχίας.
Ο δρόμος, βέβαια, δε θα είναι εύκολος. Στην πραγματικότητα, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, για τον πρώην μεταλλουργό και νυν Πρόεδρο της Βραζιλίας και το κόμμα του, το Κόμμα των Εργαζομένων. Δυσκολίες, οι οποίες απαιτούν, πρώτα και κύρια, την αποφασιστική στήριξη στο λαϊκό κίνημα, που τους έδωσε το 61% στις πρόσφατες εκλογές και την παραπέρα, ουσιαστική και ολόπλευρη ενίσχυσή του, σε συνδυασμό με την απαρασάλευτη εφαρμογή των φιλολαϊκών προεκλογικών διακηρύξεων.
Πολέμου
ηχούνε τύμπανα
και χαλασμού ταμπούρλα
και στου θανάτου
το χορό
και τα δικά μας «βούρλα»,
αλλά για στάσου
άμυαλοι είναι
ή κάτι άλλο,
είναι κουτοί και βοηθούν
τον γκάνγκστερ
τον μεγάλο;
* * *
Οχι, δεν είναι άμυαλοι,
μυαλό έχουν και κρίση
κι ακολουθούνε το φονιά
«εν πλήρη συνειδήσει»,
μα ο λαός δε συμφωνεί
και «όχι» θ' αντιτάξει
στους γκάνγκστερς,
στα τσιράκια τους
κι όλη τη «νέα τάξη»!