Ολ' αυτά, όμως, άλλαξαν ριζικά με την εισβολή του Σ. Χουσεΐν στο Κουβέιτ και τον τότε πόλεμο του Κόλπου. Η επιχείρηση «αποκατάστασης» της διεθνούς τάξης έδωσε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, να αποκτήσουν τεράστιες στρατιωτικές βάσεις στη Σαουδική Αραβία, στο Κουβέιτ και άλλες χώρες της περιοχής. Βάσεις, οι οποίες επεκτείνονταν συνεχώς, καθώς διατηρούνταν και ενισχυόταν το φόβητρο, που λέγεται Σ. Χουσεΐν. Σήμερα, στις χώρες αυτές, υπάρχουν περίπου 150.000 Αμερικανοί στρατιώτες, 40.000 Βρετανοί, ανεξακρίβωτος αριθμός στρατιωτικών δυνάμεων άλλων εθνικοτήτων και, βέβαια, υπερσύγχρονο χερσαίο στρατηγείο, στρατιωτικά αεροδρόμια, λιμενικές διευκολύνσεις, κλπ., κλπ.
Τούτες τις μέρες και καθώς - όπως όλα δείχνουν - οι πολεμικές προετοιμασίες έχουν μπει στην τελική ευθεία, αξίζει να θυμίσουμε ένα ακόμη ιστορικό στοιχείο, σχετικό με τον πόλεμο του Κόλπου, το 1991.
Μια βδομάδα, πριν την εισβολή του Σ. Χουσεΐν στο Κουβέιτ κι ενώ η ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες είχε ανέβει στο κατακόρυφο, ο τότε εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου έκανε μια δημόσια δήλωση, η οποία είχε αφήσει άναυδο όλο τον κόσμο. Η δήλωση έλεγε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν αμυντικές ή άλλου είδους σχετικές συμφωνίες με το Κουβέιτ. Οι διπλωματικοί παρατηρητές ερμήνευσαν τότε τη δήλωση αυτή ως «πράσινο» φως στον πολύμορφα ενισχυόμενο από την Ουάσιγκτον Σ. Χουσεΐν και αναρωτιούνταν ποιος θα είναι ο ρόλος των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο - όλως συμπτωματικά... - στην ευρύτερη περιοχή, κάνοντας ασκήσεις. Πέντε μέρες μετά, ο δικτάτορας του Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ. Και αμέσως, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις ανέλαβαν δράση, πριν ακόμη το Συμβούλιο Ασφαλείας πάρει τις σχετικές αποφάσεις. Λίγο μετά, ξεκίνησε ο πόλεμος του Κόλπου και η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ εγκαταστάθηκε για τα καλά στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της περιοχής.
Στα 112 δισεκατομμύρια βαρέλια ανέρχονται τα αποδεδειγμένα κοιτάσματα πετρελαίου του Ιράκ, της δεύτερης στον πλανήτη - μετά τη Σαουδική Αραβία - πλουσιότερης σε πετρέλαια χώρας. Σ' αυτά πρέπει να προστεθούν άλλα 60 έως 200 δισεκατομμύρια πιθανά αποθέματα. Κι αν, σε όλα αυτά, προστεθούν η ιδιαίτερα καλή ποιότητα του ιρακινού πετρελαίου (πλούσιο σε οκτάνια) και το χαμηλό κόστος εξόρυξης (δύο μόλις δολάρια το βαρέλι, έναντι 8 -10 στις ΗΠΑ και 15 στην Κασπία), τότε ο καθένας καταλαβαίνει ακόμη περισσότερο τη γεωστρατηγική σημασία της αραβικής αυτής χώρας.
Κι όταν, μάλιστα - σύμφωνα με όσα έγραψε πρόσφατα η γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ» - ανάμεσα στις 40 περίπου μεγάλες εταιρίες, που έχουν υπογράψει μέχρι σήμερα συμβόλαια για την εκμετάλλευση του ιρακινού πετρελαίου, κατέχουν ηγετική και προνομιακή θέση η γαλλική «Τοτάλ - Φίνα Ελφ» και η ρωσική «Λουκόιλ», τότε μπορεί ο καθένας να καταλάβει την αντίστοιχη στάση των Σιράκ και Πούτιν, όπως και τα σκληρά παζάρια τους, για τον τρόπο επέμβασης στο Ιράκ και τη διαμόρφωση του κατοπινού σκηνικού στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Ισως αποτελεί το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτερης απώλειας της δημοτικότητας. Ετσι κι αλλιώς, πάντως, είναι περισσότερο κι από αξιοσημείωτο. Για τον Βρετανό πρωθυπουργό μιλάμε. Μέσα στους τελευταίους 15 μόλις μήνες η δημοτικότητα του Τόνι Μπλερ έχει κατακρημνιστεί, σημειώνουν οι βρετανικές εφημερίδες, αναφερόμενες στις τελευταίες έρευνες της βρετανικής κοινής γνώμης. Μόλις πριν από ένα μήνα, το 49% των Βρετανών δήλωνε «ικανοποιημένο από τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του», ενώ, σήμερα, το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 35%. Σύμφωνα, με την ίδια πολιτική έρευνα, το 52% των Βρετανών διαφωνεί μ' έναν πόλεμο ενάντια στο Ιράκ -με ή χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ- ενώ συμφωνεί μόνο το 29%.