Σ' αυτό το πανέμορφο, γεμάτο ελαιώνες και ήρεμες ακρογιαλιές νησί, όπου εκείνα τα χρόνια επικρατούσε η σιωπή του τρόμου και η μυρωδιά του θανάτου, τα παιδιά της ΚΝΕ και οι φίλοι της έστησαν την κατασκήνωσή τους, «ύψωσαν» τραγούδια, σημαίες, παιχνίδια. Στο νησί, όπου κάποτε αντηχούσαν τα βογκητά των εξορίστων από τα βασανιστήρια, τώρα αντηχούσαν τα συνθήματα των νεολαίων, που από τον οικισμό του Αϊ - Γιάννη, όπου διοργάνωσαν εκδηλώσεις τιμής, «ράγιζαν» τη γαλήνη του νησιού. Κουβέντες ξάστερες, χωρίς περιστροφές: «Το δρόμο του αγώνα διαλέγει ο λαός, δε γίνεται καλύτερος ο καπιταλισμός».
Η πολιτεία, αποδεικνύοντας τη σημασία που αποδίδει σ' αυτόν τον ιστορικό τόπο, δεν έχει στήσει κανένα απολύτως μνημείο στο νησί. Το Συμβούλιο Περιοχής της Θεσσαλίας, με αφορμή αυτήν την επίσκεψη, ετοίμασε μία μαρμάρινη πλάκα για να τοποθετήσουν οι νεολαίοι στο Τρίκερι, ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής στις αγωνίστριες του παρελθόντος. Αν και η Ελένη Καρανικόλα, αγωνίστρια εξόριστη τότε, που ταξίδεψε μαζί με τους νεολαίους, είχε την άδεια των εκκλησιαστικών αρχών του Νομού Βόλου, για να μπει η πλάκα στο μοναστήρι, η διοίκηση της μονής δεν το επέτρεψε, επικαλούμενη εργασίες που γίνονται στον προαύλειο χώρο της. Ταυτόχρονα, όταν ζητήθηκε από τον κοινοτάρχη του νησιού να μπει η πλάκα στην πλατεία του λιμανιού, εκείνος στην αρχή δήλωσε ότι αυτό ήταν αδύνατον, έπειτα συμπλήρωσε πως είχε πρόβλημα με την υπογραφή στην πλάκα, και μετά ...«εξαφανίστηκε».
«Αυτά που μάθαμε εδώ πέρα, είναι πολύ πιο σημαντικά από μερικά πράγματα που μαθαίνουμε στο σχολείο», δήλωσε στο «Ρ» ο Γιάννης Κόμιτσας, μαθητής από τη Λάρισα. «Το κύριο είναι πως περνάνε ότι η ιστορία δεν αλλάζει από το λαό, περνάνε ότι η ιστορία γίνεται από κυβερνήσεις, από πρόσωπα», συμπλήρωσε ο σπουδαστής Νίκος Τασιούδης. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια της 16χρονης Αντωνίας Μήτσιου, απ' τα Τρίκαλα: «Προσπαθούσα να μπω στην ψυχολογία αυτής της γυναίκας, που έφτασε εδώ μετά από τόσα χρόνια. Ηρθα εδώ, γιατί ήθελα να μάθω», τόνισε, «αν και το είπα σε συνομηλίκους μου και μου 'λεγαν ότι η εκδρομή στο Τρίκερι είναι κουταμάρα», πρόσθεσε.
Το διήμερο αυτό δεν ήταν μνημόσυνο. Κι αυτό φάνηκε από τους προβληματισμούς που γέννησε στη νέα γενιά. Μια νέα γενιά που τη βομβαρδίζουν ασταμάτητα, από τη μια το ατομικό βόλεμα και ο άγριος ανταγωνισμός και, από την άλλη, η απαισιοδοξία και ο μηδενισμός. Ομως, αυτή αντιστέκεται κι επιμένει να αναρωτιέται, να μαθαίνει. Κι ίσως αυτή της η αντίσταση, μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, να 'ναι το δικό της δείγμα ηρωισμού. Αυτά τα παιδιά ήρθαν στο Τρίκερι, για να θερίσουν ό,τι «έσπειραν» οι αγωνίστριες και οι αγωνιστές που θυσιάστηκαν. Και δεν είναι μόνον όσοι πήγαν στο Τρίκερι. Είναι όλοι οι νεολαίοι της ΚΝΕ, τα παιδιά της Νεανικής Δράσης για την Ειρήνη, οι νέοι μαχητές του ΠΑΜΕ, κάθε νέος, που, στον τόπο όπου δουλεύει, όπου σπουδάζει, όπου ζει, παλεύει για τα δικαιώματά του. Η καλύτερη απόδειξη πως, τελικά, οι εξόριστες του Τρίκερι έχουν νικήσει...
«Εχουμε δω πέρα, πλούτο αγριλιές/μα φαγάκι λίγο κι άφθονες δουλιές./ Στήνουμε τσαντίρια δίχως αντοχή/και την άλλη μέρα φτου κι απ' την αρχή./ Ολες κυνηγούμε μια σταλιά νερό,/μα μας το χαϊδεύουν ποντικοί σωρό./ Μα τα βάσανά μας τόσο τρομερά,/κάνουμε τραγούδι, γέλιο και χαρά...». Ετσι έπλεκε σε τραγούδι τον καημό των εξορίστων, η «Μούσα» του στρατοπέδου.
Οι συνεντεύξεις από εξόριστες στο Τρίκερι που παρουσίασαν οι μαθητές, μιλούσαν για γυναίκες γενναίες, που στη βία και την τρομοκρατία των χωροφυλάκων απαντούσαν με περίσσια τόλμη, αντλώντας δύναμη από την αλληλεγγύη που είχαν αναπτύξει: «... Ο "ξανθός άγγελος" (μια νεαρή, λυγερή, εξόριστη που έτσι τη φώναζε ο διοικητής), πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε σύρριζα τις ξανθές κοτσίδες της...». Ο διοικητής δεν μπορούσε πλέον να τις ξεριζώσει, όπως πριν λίγο, εξευτελίζοντάς τη, χτυπώντας την, εκεί που μάζευαν τις κρατούμενες για μαθήματα... συμμόρφωσης. «Μπα σε καλό σας που θα υπογράψουμε. Είναι κακό πράμα η δήλωση», απαντούσαν λιλιπούτειοι κρατούμενοι, τα παιδιά των εξορίστων που ζητούσαν νερό, και οι χωροφύλακες δεν τους έδιναν, λέγοντάς τους να πουν στις μανάδες τους να υπογράψουν δηλώσεις. Κι όταν ο επικεφαλής τα πήγε στις εξόριστες, και τους έκανε παρατήρηση γιατί τα... φανάτιζαν, εκείνες απάντησαν: «Εμείς; Η σκληρή πραγματικότητα. Αυτή τα διδάσκει...».
Την Κυριακή το πρωί, οι νεολαίοι περιηγήθηκαν με τη βοήθεια της Ελένης Καρανικόλα στους χώρους του στρατοπέδου, και στο μοναστήρι, όπου συγκεντρώνονταν όσες είχαν χτυπηθεί από τις ασθένειες που μάστιζαν το νησί, τη δυσεντερία, την ελονοσία, τη φυματίωση. Οπως εξήγησε, είχε μεταφερθεί από το στρατόπεδο της Χίου στο Τρίκερι, μαζί με άλλες 1.200 γυναίκες και 150 παιδιά, ενώ το 1949, λίγο πριν μεταφέρουν ορισμένες στη Μακρόνησο, οι κρατούμενες του νησιού έφταναν τις τέσσερις με πέντε χιλιάδες. Οι νεολαίοι κρέμονταν από τα χείλη αυτής της γυναίκας, καθώς εκείνη αφηγούνταν πώς, οι ίδιοι άνθρωποι που τα πρωινά καταρρακώνονταν από τις αγγαρείες, ξεφόρτωναν ξύλα και τρόφιμα σκαρφαλώνοντας λόφους μέσα στο χιόνι ή στον καύσωνα, ξάπλωναν μαζί με τα μωρά τους, καταχείμωνο, στο τσιμεντόστρωμα ή μέσα σε λασπωμένες σκηνές, στοιβάζονταν σε αντίσκηνα για να δεχτούν τις επιδρομές δημίων που τις σακάτευαν με ρόπαλα, συρματόσκοινα και βούρδουλες, τα βράδια, στα καμαράκια, στους θαλάμους, παρακολουθούσαν διαλέξεις, διάβαζαν βιβλία, κρατώντας τσίλιες, αφηγούνταν πώς οι δεσμώτισσες του Τρίκερι ανέβαζαν τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Η Ελένη Καρανικόλα μας έδειξε ακόμα την πλαγιά όπου οι κρατούμενες είχαν στήσει το «θεατράκι» τους, το μέρος απ' όπου η φωνή της Ελλης Νικολαΐδου, τραγουδίστριας της Λυρικής, αντηχούσε τα βράδια σαν «αηδόνι».
Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «ο φασισμός έχει πάντα δύο πρόσωπα, κάποτε ήταν ναζισμός, τώρα είναι ιμπεριαλισμός. Ο τρόπος μεθόδευσης των σχεδίων τους, διαγράφεται πανομοιότυπος μέσα στο πέρασμα του χρόνου». Τόνισε ότι οι ιμπεριαλιστές δε διστάζουν να δολοφονήσουν μερικά εκατομμύρια για να πετύχουν τα σχέδιά τους, σημειώνοντας πως οι ομοιότητες ανάμεσα στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, και στην επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, είναι πάρα πολλές.