Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στη χώρα μας η δημιουργία του διάσημου ζωγράφου, γλύπτη και χαράκτη. Η έκθεση φιλοξενεί χαρακτηριστικά έργα από ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της εικαστικής του ενασχόλησης. Ο Μπρακ περιστράφηκε γύρω από ορισμένους θεματικούς άξονες, όπως η νεκρή φύση, τα πουλιά, τα μουσικά όργανα, οι εσωτερικοί χώροι και η αρχαία Ελλάδα. Τα 150 έργα που εκτίθενται (ελαιογραφίες, έργα σε χαρτί, χαρακτικά, γλυπτά, κεραμικά) εκφράζουν την ήρεμη και ουσιαστική δύναμη της τέχνης του. «Η ζωγραφική του» σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης, διευθυντής του Μουσείου, Κυριάκος Κουτσομάλλης, «είναι μια διαρκής εξισωτική και αντισταθμιστική διεργασία ανάμεσα στον "κανόνα" και τη "συγκίνηση". Εξάλλου, το ομολογεί και ο ίδιος ότι γνώμονας της δημιουργίας του είναι "ο κανόνας που διορθώνει τη συγκίνηση"».
Στο τέλος του 1907 άρχισε να επιδίδεται σε μια λιγότερο χρωματική, αλλά καλά δομημένη, γεωμετρική ζωγραφική. Σ' αυτό συνέτεινε η αναδρομική έκθεση του Πολ Σεζάν στο «Φθινοπωρινό Σαλόνι» του 1907 και η δημοσίευση των επιστολών του καλλιτέχνη. Ακόμη, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η φιλία του με τον Πικάσο, ο οποίος με τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» (φθινόπωρο του 1907), έθεσε τις βάσεις του κυβισμού και γενικότερα του μοντερνισμού. Ο κυβισμός, πέρα από ιδεολογία, υπήρξε για τον Μπρακ πειθαρχία και απόρριψη της αναγεννησιακής προοπτικής. Ηταν τότε που η επιτροπή του «Φθινοπωρινού Σαλονιού», αρνήθηκε να συμπεριλάβει έργα του Μπρακ στην έκθεσή της. Εξαίρεση, ο Γκ. Απολινέρ, ο οποίος προλογίζοντας την πρώτη ατομική έκθεση του Μπρακ στην γκαλερί Kahnweiler (1908), θα εκφραστεί με λόγια ενθαρρυντικά.
Μετά από διακοπή της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας λόγω τραυματισμού, επανέρχεται το 1917, εργαζόμενος πλέον με τον Ζ. Γκρις. Το 1922, στο «Φθινοπωρινό Σαλόνι» παρουσίασε τους «Κανηφόρους», μεγάλους κάθετους πίνακες, «συναντώντας ανάμεικτη υποδοχή», επισημαίνει η ιστορικός τέχνης Φλοράνς Καντουό - Μίχου στον κατάλογο της έκθεσης. «Πρόκειται για γυναικείες μορφές σε φυσικό μέγεθος με συμπαγή σώματα, γυμνά μέχρι τους γοφούς, που προεκτείνονται μέχρι τα πόδια με ένα βαρύ πλέγμα πτυχώσεων. Μορφές που παραπέμπουν στις Καρυάτιδες, έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς στην αρχαία ελληνική γλυπτική, αλλά ταυτόχρονα και στις ταϊτινές γυναίκες του Π. Γκογκέν». Το 1920, ο Μπρακ ολοκληρώνει το πρώτο του γλυπτό, ενώ το 1924 και 1925 σχεδιάζει σκηνικά για παραστάσεις μπαλέτου.
«Ο Μπρακ, αν και ζωγράφος κυρίως», επισημαίνει ο Κ. Κουτσομάλλης «ασχολήθηκε και με τη γλυπτική ιδιαίτερα κατά την περίοδο του πολέμου (1939-1940). Φυσικό ήταν, κατά συνέπεια, η γλυπτική του να τελεί σε στενή συνάφεια με τη ζωγραφική και να μας υποβάλλει στην ίδια πνευματικότητα. Οι μικρές διαστάσεις, ο εκγεωμετρισμός των μορφών σε προφίλ κυρίως απόδοση και ο περιορισμένος αριθμός των μοτίβων που απαρτίζουν τη θεματολογία και τα οποία περιέργως απουσιάζουν από τη ζωγραφική του, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της γλυπτικής του».
Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ο Μπρακ πέφτει βαριά άρρωστος. Παρ' όλα αυτά εκθέτει το 1946 έργα του στο Λονδίνο και το 1948 στη Νέα Υόρκη. Το 1948 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Μπιενάλε της Βενετίας. Πέντε χρόνια αργότερα, διακόσμησε την οροφή της αίθουσας Henry II με τις ετρουσκικές αρχαιότητες στο Λούβρο. Το γενικό κλίμα που κυριαρχεί στο έργο του, με εξαίρεση μια πολύ σύντομη προσέγγισή του με τον σουρεαλισμό στις αρχές του 1930, είναι ένα κλίμα αρμονίας και νηφαλιότητας.
Η έκθεση στην Ανδρο, συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό καθώς και από καθημερινή προβολή ταινιών γύρω από τη ζωή και το έργο του Μπρακ. Επίσης, συνοδεύεται και από κατάλογο, τον οποίο επιμελήθηκε η κ. Ελισάβετ Πλέσσα, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Εκτός από τα έργα και τη βιογραφία του καλλιτέχνη, ο κατάλογος περιλαμβάνει ένα εκτενές χρονολόγιο, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αναλυτική βιβλιογραφία, καθώς και αποσπάσματα γραπτών του ίδιου του καλλιτέχνη.