Την περίοδο που διανύουμε και παρά τον προεκλογικό χαρακτήρα της, η αντιλαϊκή επίθεση της κυβέρνησης όχι μόνο δεν αναστέλλεται αλλά κλιμακώνεται:
Με τη ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης στην εργασία, στην Κοινωνική Ασφάλιση - Υγεία και στην Παιδεία, οικοδομείται συνολικά ένα πιο απάνθρωπο και βάρβαρο αντεργατικό καθεστώς στην υπηρεσία του κεφαλαίου, με βαριές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Οι αγώνες για επιμέρους ζητήματα κλαδικού χαρακτήρα έχουν τη σημασία και την αξία τους, δεν μπορούν όμως να είναι αποτελεσματικοί, δεν μπορούν να ανατρέψουν από μόνοι τους την αντιλαϊκή πολιτική που επιτίθεται πολυμέτωπα. Η απάντηση και αντεπίθεση πρέπει να γίνει μέσα από ένα κοινό μέτωπο πάλης και δράσης όλων των εργαζομένων με αιτήματα και στόχους που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και να συγκρούονται με τη στρατηγική του κεφαλαίου, τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην Εργασία, στην Παιδεία, στην Κοινωνική Ασφάλιση, στην Υγεία και στο σύνολο των κοινωνικών προβλημάτων.
Ο αγώνας μπορεί να δοθεί από καλύτερες θέσεις, μόνον όταν συνδέσει τα οικονομικά προβλήματα κάθε κλάδου με τη συνολική κρίση του συστήματος στις κοινωνικές υπηρεσίες και συγκρουστεί με την πορεία ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησής τους, όταν προπαντός προβάλει το αίτημα για ενιαίες, κοινές για όλο το λαό, δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες. Ετσι μόνον οι αγώνες μπορούν να συγκινήσουν ευρύτερα το λαό, να τον κάνουν φυσικό σύμμαχο και να στερήσουν από την κυβέρνηση κάθε δυνατότητα κατασυκοφάντησης και διάσπασης των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι οφείλουν να αφαιρέσουν από τις κυβερνητικές - εργοδοτικές ηγεσίες των συνδικάτων το δικαίωμα να τους μετατρέπουν σε επαίτες ψευτοεπιδομάτων ή αξιοθρήνητων θέσεων μερικής απασχόλησης και να εφαρμόζουν την τακτική τού «διαίρει και βασίλευε», καλλιεργώντας την εχθρότητα προς άλλους κλάδους με κοινά τελικά συμφέροντα και προβλήματα, εμποδίζοντας την κοινή δράση και αλληλεγγύη που πρέπει να αναπτύσσουν μεταξύ τους οι εργαζόμενοι. Ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος και επικίνδυνος.
Ο αποσπασματικός και περιορισμένος χαρακτήρας των σημερινών αγώνων οφείλεται στο γεγονός ότι οι συμβιβασμένες ηγεσίες, τους ελέγχουν, τους εκφυλίζουν και τους παρεμποδίζουν να αποκτήσουν εκείνα τα χαρακτηριστικά που φοβάται η κυβέρνηση και το σύστημα. Στην κατάσταση αυτή συμβάλλει ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης στα συνδικαλιστικά όργανα.
Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και η ισχυρή εκπροσώπηση των ταξικών δυνάμεων στα συνδικαλιστικά όργανα είναι ζωτικός όρος για την αναζωογόνηση του κινήματος. Αυτό απαιτεί καθημερινή δουλιά πρωτοβουλίες και δραστηριότητες από τα κάτω και με οδηγό τα ταξικά συμφέροντα του κόσμου της δουλιάς. Μόνο μια τέτοια πρακτική και αντίληψη οδηγεί σε αντίθεση και ρήξη με τη λογική της κοινωνικής συναίνεσης, της εργασιακής ειρήνης, των κοινωνικών διαλόγων και συμβολαίων, που είναι το ευαγγέλιο του κυβερνητικού συνδικαλισμού και οδηγεί τα συνδικάτα σε αδρανοποίηση, στασιμότητα και υποταγή στην κυρίαρχη πολιτική, ενώ ενσπείρει στους εργαζόμενους τη μοιρολατρία, την παθητικότητα και τη βλαβερή πεποίθηση ότι «έτσι είναι τα πράγματα και δεν μπορούν να αλλάξουν».
Ο αγώνας θα γίνει πιο αποτελεσματικός όταν οδηγεί και στη σωστή πολιτική επιλογή. Στη μάχη των εθνικών εκλογών οι εργαζόμενοι πρέπει να τιμωρήσουν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τη ΝΔ. Το συνολικό άθροισμα του δικομματισμού να μειωθεί. Να απορριφθεί η λογική του συμβιβασμού στο όνομα του ρεαλισμού και του εκσυγχρονισμού. Μόνο τότε θα δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη των αγώνων.
Το ΚΚΕ θα κάνει και τώρα και στο μέλλον ό,τι μπορεί για τον ενιαίο αγώνα, για την κοινωνική συμμαχία και πολιτική συσπείρωση που στρέφεται εναντίον της κυρίαρχης πολιτικής. Δίχως αλλαγή στον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων δεν μπορεί να υπάρχει ελπίδα για ματαίωση των αντιλαϊκών σχεδίων που πρόκειται να ξεδιπλωθούν αμέσως μετά τις εκλογές.
ΑΘΗΝΑ 14/10/2003
ΤΟ ΠΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ