Τα βαθιά ταξικά χαρακτηριστικά της κυβερνητικής πολιτικής, οι προεκλογικές σκοπιμότητες των κυβερνώντων και η χρηματοδότηση των Ολυμπιακών έργων για το 2004, αποτελούν τις βασικές συνιστώσες και του νέου προϋπολογισμού, που κατατέθηκε χτες στη Βουλή. Πρόκειται για έναν προϋπολογισμό που κινείται στις ράγες της ευρωσύγκλισης και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, μακριά από τις ανάγκες και τα οξυμένα προβλήματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Παρά την εικονική πραγματικότητα της κυβερνητικής προπαγάνδας και την αυθαίρετη αξιοποίηση της στατιστικής, το σίγουρο είναι ότι και ο νέος προϋπολογισμός χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την παραπέρα διάλυση των σταθερών εργασιακών σχέσεων και την εισαγωγή της μερικής απασχόλησης και στο δημόσιο, με την πρόσληψη 25.000 μερικώς απασχολούμενων. Η συνέχιση της υποχρηματοδότησης της δημόσιας Παιδείας και Υγείας παραμένει ο πιο ασφαλής δρόμος για την περαιτέρω ιδιωτικοποίησή τους, καθώς το ιδιωτικό κεφάλαιο συνεχώς κερδίζει νέο ζωτικό χώρο στους κρίσιμους αυτούς τομείς. Στο χώρο των εισοδημάτων, συνεχίζεται η πολιτική καθήλωσης των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, με το νέο μισθολόγιο που θα εφαρμοστεί από την κυβέρνηση το νέο χρόνο.
Στην πλευρά του κεφαλαίου τώρα, και ο νέος προϋπολογισμός περιλαμβάνει ένα αξιοσέβαστο κονδύλι για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους - περίπου 30 δισ. ευρώ υπό μορφή τοκοχρεολυσίων - τα οποία θα κατευθυνθούν στα ταμεία των τραπεζών και των άλλων δανειστών του δημοσίου. Από το νέο χρόνο τίθεται σε εφαρμογή ο νέος αναπτυξιακός νόμος, ο οποίος προβλέπει αυξημένα φορολογικά και άλλης μορφής κίνητρα για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας θα συνεχιστεί και το 2004, καθώς και στο νέο προϋπολογισμό προβλέπονται έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις πλέον του 2% του ΑΕΠ.
Ο νέος προϋπολογισμός είναι φυσικά και προεκλογικός καθώς ενσωματώνει όλα εκείνα τα μέτρα «κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής» με τα οποία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να εξαγοράσει την ψήφο κοινωνικών ομάδων, που έχουν δοκιμαστεί σκληρά από τα αποτελέσματα των πολιτικών της. Λόγος γίνεται για τις αυξήσεις στις συντάξεις του ΟΓΑ, στο ΕΚΑΣ, τις ενισχύσεις οικογενειών ανέργων με παιδιά, καθώς και οικογενειών με παιδιά που σπουδάζουν σε άλλες πόλεις κλπ., μέτρα τα οποία η κυβέρνηση δε χάνει ευκαιρία να τα προπαγανδίζει σε κάθε ευκαιρία.
Πίσω από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας οχυρώθηκε και πάλι ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, στη συνέντευξη που έδωσε αμέσως μετά την έγκριση του προϋπολογισμού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Ν. Χριστοδουλάκης υποστήριξε την άποψη ότι «συγκλίνουμε με την Ευρώπη» και κατέφυγε εκ νέου στην ...υψηλή ρητορική για να προσδώσει σε μια κατ' εξοχήν φιλομονοπωλιακή πολιτική κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κατά τον υπουργό, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης στοχεύει σε αύξηση της απασχόλησης, ενώ είναι ορατά τα αποτελέσματα της μείωσης της ανεργίας στο 9% του ενεργού πληθυσμού για το 2003 και στο 8% για το 2004.
Οταν όμως του ζητήθηκε να σχολιάσει μελέτη του φιλοκυβερνητικού ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η οποία κάνει λόγο για ανεργία 11,1% (αν και το συγκεκριμένο ποσοστό απέχει πολύ από την πραγματικότητα), ο υπουργός απλώς υποστήριξε ότι τα στοιχεία δεν είναι σωστά, επειδή υπάρχει διαφορά στη μεθοδολογία της μελέτης! Την ίδια στιγμή παρουσίασε επιλεκτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 39% των άμεσων φόρων το πληρώνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και το υπόλοιπο 61% οι επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Αυτό, κατά τον υπουργό, συνιστά πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών! Οταν όμως ρωτήθηκε να απαντήσει, κατά πόσο είναι κοινωνικά δίκαιο να αυξάνονται οι έμμεσοι φόροι περισσότερο από τους άμεσους (ο ΦΠΑ για το 2004 προβλέπεται να αυξηθεί κατά 10,4%), απάντησε ότι αυτό οφείλεται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής!
Τέλος, ανακοίνωσε προεκλογικό «πάγωμα» των τιμολογίων των ΔΕΚΟ «τουλάχιστον για ένα εξάμηνο», νομιμοποιώντας και καθαγιάζοντας με τον τρόπο αυτό το όργιο κερδοσκοπίας του εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου.
Για προϋπολογισμό «κατώτερο των περιστάσεων» κάνει λόγο στη δήλωσή του ο συντονιστής της ΟΔΕ Οικονομικών Υποθέσεων της ΝΔ, Γ. Αλογοσκούφης, ο οποίος, μη έχοντας να προβάλει ουσιαστικές αντιρρήσεις για τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης, σημείωσε: «Ο προϋπολογισμός δυστυχώς χρησιμοποιείται για μια ακόμα φορά ως προπαγανδιστικό εργαλείο της κυβέρνησης και ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα».
Εντείνεται η φορολογική αφαίμαξη των λαϊκών τάξεων. Το μεγάλο κεφάλαιο καρπώνεται τη μερίδα του λέοντος από τις κρατικές δαπάνες
Με βάση τα στοιχεία για τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού προκύπτουν τα εξής:
Η μερίδα του λέοντος των δαπανών θα πάει κατ' ευθείαν στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων του δημοσίου χρέους. Το σύνολο των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού (εκτός τοκοχρεολυσίων) θα αυξηθεί 7,7% και θα διαμορφωθεί το 2004 σε 32,8 δισ.ευρώ (30,46 δισ. το 2003). Επίσης, από τα 9,25 δισ. ευρώ που προϋπολογίζεται το κονδύλι για το «Πρόγραμμα Δημοσίων επενδύσεων» η μερίδα του λέοντος θα πάει κυρίως στα ολυμπιακά έργα.
Τα κονδύλια των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού (εκτός χρεολυσίων) κατανέμονται ως εξής:
Στους τραπεζίτες πάει το 41,5% του συνόλου των κρατικών δαπανών
Σε κυβέρνηση γενικής εκποίησης και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας αναδεικνύεται η κυβέρνηση Σημίτη, αφού μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μοίρασε σε διάφορα τμήματα της άρχουσας τάξης σημαντικά κομμάτια από την περιουσία του λαού. Μια περιουσία που συσσωρεύονταν επί δεκαετίες από το αίμα και τον ιδρώτα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων και η οποία στο όνομα των αναδιαρθρώσεων παραδίδονται στους μεγαλοεπιχειρηματίες.
Οπως ξεδιάντροπα αναφέρεται και στο κείμενο της εισηγητικής έκθεσης «το 2003 η κυβέρνηση σχεδίασε και υλοποιεί με επιτυχία ένα ευρύ πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και διαρθρωτικών αλλαγών». Συγκεκριμένα αναφέρεται η
Τα αργύρια του ξεπουλήματος έφτασαν το ποσό των 2,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ ακόμα 3 δισ. εκτιμάται ότι θα εισπραχθούν την επόμενη χρονιά, αφού σύμφωνα με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο στηρίζει με όλες της τις δυνάμεις και η ΝΔ, προβλέπεται: Η μεταβίβαση του 35% της ΔΕΠΑ σε στρατηγικό συνέταιρο των κυβερνώντων, η εισαγωγή της ΕΤΑ και των ΕΛΤΑ στο Χρηματιστήριο, η ιδιωτικοποίηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, νέα πακέτα ξεπουλήματος για την ΕΥΔΑΠ και την ΑΤΕ κ.ο.κ.
Την ίδια στιγμή και σε μια περίοδο που οι τράπεζες δε δίνουν δεκάρα για τις καταθέσεις των αποταμιευτών, τραπεζίτες και άλλοι... θεσμικοί επενδυτές εξακολουθούν να θησαυρίζουν από το δημόσιο, μέσα από τις διαδικασίες πληρωμής και αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Για την επόμενη χρονιά προβλέπεται ότι το 41,5% των συνολικών δαπανών του δημοσίου θα πάνε για την πληρωμή τόκων του δημόσιου χρέους προς τις τράπεζες και χρεολύσια. Για τα ποσά αυτά εκτιμάται ότι θα δοθούν 9,8 και 19,8 δισεκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα.
Σε απλούς διαχειριστές της κρατικής πολιτικής υποβιβάζει η κυβέρνηση δήμους και νομαρχίες. Μάλιστα, αυτήν την πολιτική θα κληθούν να πληρώσουν οι ίδιοι οι δημότες. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού, «ένα άλλο μέρος (σ.σ. κρατικών αρμοδιοτήτων) καλύπτεται από τους δήμους από ίδιους πόρους». Δηλαδή, από πρόσθετα χαράτσια, που θα επιβληθούν στους δημότες για υπηρεσίες κρατικής ευθύνης, τις οποίες έχουν πληρώσει μέσα από τη φορολογία του εισοδήματός τους. Οι δε νομαρχίες εξακολουθούν να αποτελούν τους «λαντζέρηδες» της κυβέρνησης, αφού βασικός τους ρόλος παραμένει η απόδοση προνοιακών επιδομάτων.
Συγκεκριμένα, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (ΝΑ) προϋπολογίζεται να λάβουν 644,6 εκατ. ευρώ το 2004, έναντι 633,5 εκατ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα λάβουν φέτος. Από τα προϋπολογισθέντα, τα 460 εκατομμύρια ευρώ αποτελούν τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ), που προορίζονται για επιδόματα, βοηθήματα και λειτουργικές δαπάνες. Τα υπόλοιπα 180,1 εκατ. ευρώ προορίζονται επίσης για επιδόματα, δαπάνες προνοιακών ιδρυμάτων, μεταφορά μαθητών κλπ. Οι εν λόγω δαπάνες καλύπτονται κατά ένα μικρό ποσοστό από τους ίδιους τους αλλοδαπούς, μέσω του παραβόλου που πληρώνουν για τη χορήγηση άδειας εργασίας!
Η δε Τοπική Αυτοδιοίκηση (ΤΑ) προϋπολογίζεται να λάβει 2.038,1 εκατ. ευρώ, ενώ εκτιμάται ότι οι συνολικές πιστώσεις προς αυτήν το 2003 θα είναι 1.851,1 εκατ. ευρώ. Οι ΚΑΠ προς τους δήμους ανέρχονται σε 1.750 εκατ. ευρώ. Παρουσιάζονται, δηλαδή, αυξημένοι κατά 10,5%, σε σχέση με αυτούς που εκτιμάται ότι θα δοθούν το 2003. Ομως, πρόκειται για μια πλασματική αύξηση, η οποία δεν αρκεί καν για να καλύψει τις δαπάνες των νέων αρμοδιοτήτων που μεταφέρθηκαν στους δήμους.
Ο Ν. Χριστοδουλάκης, στη συνέντευξή του, πρόβαλε διάφορα ποσοστά αύξησης των μισθών για τα προηγούμενα χρόνια, κι άλλα τόσα για τα επόμενα.
Του ζητήθηκε όμως από το «Ρ» να σχολιάσει τα στοιχεία του προϋπολογισμού του ΙΚΑ, σύμφωνα με τα οποία πάνω του 50% των εργαζόμενων της χώρας μας αμείβονται με μισθούς αισθητά μικρότερους των 200.000 δραχμών.
Και εκείνος, που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα μίλαγε για την ευδαιμονία που προσέφερε η κυβέρνησή του στους εργαζόμενους, έβγαλε προς τα έξω όλην την περιφρόνησή του για τους ανθρώπους της δουλιάς: «Δεν έχει πει κανείς ότι στην Ελλάδα έχουν λυθεί όλα τα ζητήματα», είπε με θράσος και κυνισμό, ξεχνώντας ότι εκπροσωπεί μια κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία 20 χρόνια...
Μακριά από τις διεκδικήσεις για ουσιαστικές αυξήσεις των κρατικών δαπανών για την Παιδεία είναι ο προϋπολογισμός του 2004 που αποτυπώνει μια συνέχιση της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Το ποσοστό των δαπανών επί του τακτικού προϋπολογισμού διαμορφώνεται για το 2004 σε 7.78% των συνολικών δαπανών έναντι 7.13% που τελικά ανήλθαν πέρσι.
Ειδικότερα, από τον τακτικό προϋπολογισμό διατίθενται 4.830 εκατ. ευρώ έναντι 4.474 εκατ. ευρώ πέρσι, ενώ αντίστοιχα από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων η επιχορήγηση της Παιδείας ανέρχεται σε 720 εκατ. ευρώ έναντι 595 εκατ. ευρώ πέρσι, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων, τις δαπάνες της Ολυμπιάδας, των τομέων των βιβλιοθηκών και ιστορικών αρχείων και της Ακαδημίας Αθηνών. Το σύνολο των δαπανών ανέρχεται σε 5.550 εκατ. ευρώ (9.48%). Ουραγός εξακολουθεί να παραμένει η χώρα μας σε ό,τι αφορά το ποσοστό επί του ΑΕΠ που διατίθεται για την Παιδεία καθώς για το 2004 υπολογίζεται σε 3.38% αντί 3.33% πέρσι, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 5.5.