«Πρώτη» της γαλοπούλας χτες στην Αθήνα. «Κουμπωμένος» ακόμα ο κόσμος, περιμένοντας πώς και πώς το «δώρο»
Eurokinissi |
Πάντως, χτες έκανε την «επίσημη» εμφάνισή της η ντόπια γαλοπούλα «ελευθέρας βοσκής» σε «συμβολικές» ποσότητες στα τσιγκέλια της Βαρβακείου αγοράς στην τιμή των 7,00 ευρώ το κιλό. Πωλούνταν, επίσης, νωπή γαλοπούλα Ιταλίας στα 5,00 ευρώ το κιλό, καθώς και πάπια Ιταλίας στα 7,50 ευρώ το κιλό. Το γουρουνόπουλο, που η ελληνική παράδοση θέλει να έχει, επίσης, την τιμητική του στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, πωλούνταν χτες στη Βαρβάκειο προς 5,80 ευρώ το κιλό, το χοιρινό μπούτι 2,93 ευρώ και χωρίς κόκαλο 4,80 ευρώ, ενώ πωλούνταν και ντόπιο αγριογούρουνο προς 11 ευρώ το κιλό. Το ντόπιο αρνί και κατσίκι γάλακτος πωλούνταν στα 6,00-8.00 ευρώ το κιλό και κοκόρια προς 2,50-2,70 ευρώ.
Αλμυρές είναι και οι τιμές των οπωροκηπευτικών. Οι πατάτες φτάνουν τα 0,70 ευρώ το κιλό, οι ντομάτες 0,50-1,20 ευρώ, τα ξερά κρεμμύδια 0,35-0,70 ευρώ το κιλό και τα φρέσκα 0,60-2,00 ευρώ. Τα αγγουράκια πωλούνταν προς 0,65-1,20 ευρώ το κιλό, το λάχανο προς 0,25-0,60 ευρώ, το μαρούλι 0,30-0,50 ευρώ το ένα, το σπανάκι 0,50-1,00 ευρώ το κιλό, οι πιπεριές 1,00-2,20 και οι καυτερές προς 3,00 ευρώ, το κουνουπίδι 0,60-1,20 ευρώ το κιλό, τα λεμόνια 0,50-0,80 ευρώ και τα χόρτα 1,00-1,20 ευρώ. Από τα φρούτα εποχής, τα μήλα πωλούνταν χτες στα 0,40-1,40 ευρώ το κιλό ανάλογα με την ποικιλία, τα πορτοκάλια προς 0,60 ευρώ, τα αχλάδια 0,50-1,80 ευρώ, τα μανταρίνια 0,40-1,50 ευρώ, τα κυδώνια προς 1,00 ευρώ και οι μπανάνες προς 0,75-1,00 ευρώ το κιλό.
Eurokinissi |
Σήμερα 17 Δεκέμβρη ξεκινάει η εφαρμογή του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων για την περίοδο των γιορτών στην Αθήνα. Οπως ανακοίνωσε ο εμπορικός σύλλογος της πόλης, το ωράριο για δυο εβδομάδες θα έχει ως εξής:
Την Παρασκευή 2 Γενάρη 2004 τα καταστήματα θα παραμείνουν κλειστά λόγω της εργασίας της Κυριακής 21/12/2003.
Τα κρεοπωλεία από την Παρασκευή 19 Δεκέμβρη μέχρι το Σάββατο 3 Γενάρη θα λειτουργήσουν ως εξής:
Την Παρασκευή 2 Γενάρη και τα κρεοπωλεία θα είναι κλειστά.
Με δανεικά από τους τραπεζίτες, οι οποίοι συνεχίζουν να λυμαίνονται και να θησαυρίζουν από το δημόσιο χρέος της χώρας, επιχειρεί η κυβέρνηση να «αναπληρώσει» τις απώλειες εσόδων από τις φοροελαφρύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό χτες δημοπρατήθηκαν τριετή ομόλογα συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ και ο συνολικός νέος δανεισμός για το 2003 ξεπερνά τα 33 δισ. ευρώ. Μετά την έκδοση αυτή (τελευταία για το 2003) θα ακολουθήσουν τα μεγάλα πολυετή κοινοπρακτικά δάνεια (προγραμματίζονται για τις αρχές του 2004) και άλλες εκδόσεις που θα καλυφτούν από ξένες και ντόπιες τράπεζες και άλλους ρεντιέρηδες των χρηματαγορών.
Ταυτόχρονα είναι φανερό και το γεγονός ότι το Δημόσιο αναγκάζεται πλέον να πληρώνει ψηλότερα επιτόκια στους διάφορους μεγαλοδανειστές του. Το επιτόκιο του 3ετούς ομόλογου που δημοπρατήθηκε χτες έφτασε σε 2,83% από 2,72% στην προηγούμενη έκδοση του μήνα Σεπτέμβρη και 2,45% τον Ιούνη.
Παντελώς ανεξέλεγκτες και ασύδοτες οι τράπεζες, συνεχίζουν να κερδοσκοπούν σε βάρος των δανειοληπτών και καταθετών. Πέρα από τα τοκογλυφικά επιτόκια χρεώνουν και διάφορες άλλες κρυφές ή φανερές επιβαρύνσεις, ενώ δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν και διάφορα άλλα κόλπα, προκειμένου να αποσπάσουν όσα περισσότερα μπορούν. Και, βέβαια, η λεηλασία των λαϊκών στρωμάτων δε λύνεται ούτε καν μετριάζεται στο πλαίσιο του λεγόμενου «κώδικα δεοντολογίας» της Τράπεζας της Ελλάδας. Η Alpha Bank (όμιλος Κωστόπουλου) ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μεταβάλει το τιμολόγιο προϊόντων και υπηρεσιών από τις 17 του Γενάρη του 2004. Σήμερα στο πλαίσιο της λεγόμενης διαφάνειας και ενημέρωσης θα ανακοινώσει τις μεταβολές αυτές. Μέχρι σήμερα η Alpha Bank χρεώνει με 1 ευρώ κάθε κίνηση στους λογαριασμούς καταθέσεων (ανάληψη ή κατάθεση) μετά από τις πρώτες τέσσερις κινήσεις κάθε μήνα. Ανάμεσα σε άλλα χρεώνει με 9 ευρώ το εξάμηνο τους λογαριασμούς καταθέσεων (ακόμη και τους ακίνητους), που είναι κάτω από 300 ευρώ, με το πρόσχημα των «εξόδων διαχείρισης». Στις καταθέσεις χρησιμοποιούν και το κόλπο του μέσου ημερήσιου εξαμηνιαίου υπόλοιπου, με αποτέλεσμα το ποσοστό του τόκου να είναι πολύ χαμηλότερο (ή και μηδενικό) σε σχέση με αυτό που εμφανίζουν στην κλίμακα.