Επιτάχυνση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων σε Ασφαλιστικό, εργασιακές σχέσεις καθώς και σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική απαιτούν οι Βρυξέλλες, επειδή ...έχουμε καθυστερήσει στην υλοποίηση των στόχων της Λισαβόνας...
Την ώρα που στην Ελλάδα οι κάθε μορφής «αναλυτές» εξηγούν και ερμηνεύουν τα νεφελώδη μηνύματα της ...«συμμετοχικής δημοκρατίας» του Γ. Παπανδρέου και της «πολιτικής αλλαγής» της ΝΔ, στις Βρυξέλλες προετοιμάζουν με εντατικούς ρυθμούς την εαρινή έφοδο κατά των εργατικών κατακτήσεων. Με εφαλτήριο το «Πρόγραμμα Σταθερότητας» της Ελλάδας, το οποίο καλύπτει την περίοδο 2004-2006 και συζητείται σήμερα στις Βρυξέλλες, αλλά και σωρεία εκθέσεων και «εγγράφων προσανατολισμού», ενόψει της επικείμενης Συνόδου Κορυφής, για μια ακόμη φορά τίθεται στόχος η προώθηση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα, στις εργασιακές σχέσεις, καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής λιτότητας, υπό το πρίσμα της στρατηγικής της Λισαβόνας.
Επιβεβαιώνονται έτσι, με δραματικό για τους εργαζόμενους τρόπο, οι αποκαλύψεις του «Ριζοσπάστη της Κυριακής» για τη θύελλα των αντιλαϊκών μέτρων που έρχονται μετά τις εκλογές, όπως με μεγάλη γλαφυρότητα παρουσίασε - προτεραιότητες της επόμενης μέρας - ανώτατος κυβερνητικός παράγοντας του οικονομικού επιτελείου.
Σε όλα τα κείμενα που συζητούνται σήμερα στο ΕΚΟΦΙΝ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει μονότονα ότι προς την κατεύθυνση αυτή (της στρατηγικής της Λισαβόνας) έχουν γίνει βήματα, αλλά πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες, να ενταθεί, δηλαδή, η αντιλαϊκή επίθεση. Ειδικά για τη χώρα μας, με επίταση και δογματική εμμονή επαναλαμβάνεται η γνωστή ρήση περί «ενθάρρυνσης των διαρθρωτικών αλλαγών, ειδικά στο ασφαλιστικό σύστημα».
Ο Ελληνας ψηφοφόρος, επομένως, πρέπει να γνωρίζει ότι από τις 8 του Μάρτη, και ανεξάρτητα από ποιο κόμμα θα εκλεγεί, ανοίγουν και πάλι οι φάκελοι του Ασφαλιστικού- Συνταξιοδοτικού, των εργασιακών σχέσεων και της δημοσιονομικής λιτότητας. Το εύρος της αντιλαϊκής επίθεσης αυτή τη φορά αναμένεται οξύτερο, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, δεδομένου ότι τα επιτελεία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου διαπιστώνουν σήμερα ότι: α) Η περιβόητη ανάκαμψη στην ευρωζώνη αργεί. β) Στενεύουν τα περιθώρια για ισοπέδωση των εργασιακών κατακτήσεων μέχρι το 2010, έτος-ορόσημο για την επίτευξη των αντιλαϊκών αποφάσεων της Λισαβόνας.
Στη σημερινή σύνοδο του ΕΚΟΦΙΝ πρόκειται να συζητηθούν τρεις συνολικά εκθέσεις και ένα «έγγραφο προτεραιοτήτων» ενόψει του Εαρινού Συμβουλίου Κορυφής, που θα πραγματοποιηθεί στις 25 και 26 του Μάρτη στις Βρυξέλλες. Αναμένεται να συζητηθούν, επίσης, τα «Προγράμματα Σταθερότητας» των Ελλάδας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Λουξεμβούργου. Το ελληνικό «Πρόγραμμα Σταθερότητας» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές εκτιμήσεις το έχει χαρακτηρίσει «φιλόδοξο» ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ έχει επικεντρώσει την κριτική της στο ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος για το 2004, καθώς εκτιμά ότι αυτό θα ανέλθει στο 2,4% του ΑΕΠ και όχι στο 1,2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την κυβερνητική εκτίμηση. Με λίγα λόγια, ζητάει σκληρότερη δημοσιονομική πολιτική. Η σύσταση που γίνεται προς τη χώρα μας κάνει λόγο για «την ανάγκη διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας και της επιδίωξης πλεονασματικών προϋπολογισμών, ως βασική προϋπόθεση αντιμετώπισης του κόστους γήρανσης του πληθυσμού. Ακόμα ενθαρρύνονται οι διαρθρωτικές αλλαγές, ειδικά στα ασφαλιστικά συστήματα»!
Από εκεί και πέρα ακολουθεί ένα μπαράζ αντιλαϊκών πολιτικών, οι οποίες αποτυπώνονται σε διάφορες εκθέσεις που επίσης θα συζητηθούν σήμερα και οι οποίες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Βιαστείτε γιατί έχουμε καθυστερήσει στους στόχους της Λισαβόνας.
Ειδικότερα, ενόψει της προετοιμασίας του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 25-26 του Μάρτη πρόκειται να συζητηθούν:
Μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους σε βάρος της ντόπιας κατανάλωσης έχουν πετύχει οι βιομήχανοι. Το γεγονός αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που αφορούν στο δείκτη τιμών παραγωγού στη βιομηχανία. Από τις συγκρίσεις τιμών (Νοέμβρης 2003 με Νοέμβρη 2002) προκύπτουν τα εξής:
Σε μέσα επίπεδα έτους ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία αυξήθηκε σε ποσοστό 1,7% έναντι αύξησης 1,8% στο προηγούμενο δωδεκάμηνο.