Ο Σπ. Βασιλείου γεννήθηκε στο Γαλαξίδι και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αποφοιτώντας το 1926, εξέθεσε με τους Π. Ρέγκο, Σ. Κόκκινο και Α. Πολυκανδριώτη στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου. Τα εξώφυλλα που σχεδίασε για τα «Ελληνικά Γράμματα» το 1929, ενθουσίασαν το Φ. Πολίτη, που τον κάλεσε να σκηνογραφήσει παράσταση της επαγγελματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου. Το 1929 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση, που επαινέθηκε από τους τεχνοκριτικούς, ενώ την ίδια χρονιά βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Μπενάκειο Βραβείο για τη διακόσμηση του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.
Μεταπολεμικά, στράφηκε περισσότερο συστηματικά στην αξιοποίηση των μορφοπλαστικών στοιχείων της παράδοσης, επιδιώκοντας να τη συγκεράσει με την παράδοση της δυτικής ζωγραφικής και κυρίως με τα νεωτεριστικά ρεύματα, παίζοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα για τη διαμόρφωση μιας εθνικής τέχνης. Από τη δεκαετία του '60 και μετά, ο Σπ. Βασιλείου, στη ζωγραφική του «εμφανίζει ένα ιδιόρρυθμο γνώρισμα που τυποποιήθηκε σταδιακά και που έγκειται στην πιστή αναπαράσταση του θέματός του, μέσα σ' ένα κατά κανόνα μινιμαλιστικό μονοχρωματικό κι εξωπραγματικό φόντο ενίοτε χρυσό, όπως ο κάμπος της βυζαντινής τέχνης».
Με τα έργα του προσπάθησε να αναδείξει πλευρές της καθημερινής ζωής, ιδιαίτερα των λαϊκών και γραφικών στοιχείων της, επιχειρώντας κάποτε μια κριτική, συχνά με σκωπτική διάθεση, στις συνέπειες του επελαύνοντα εκσυγχρονισμού. Η εμμονή του σ' αυτή τη θεματολογία πήρε σταδιακά τόνο λυρικό και ρομαντικά νοσταλγικό του οικείου, του θελκτικού και του παραδοσιακού και συχνά κατέφυγε σε διακοσμητικές λύσεις.
Οπως σημειώνει στον καλαίσθητο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση, η Δροσούλα Βασιλείου «Ο Βασιλείου ζωγράφιζε τον Βασιλείου πολύ συχνά. Είναι πολύ περισσότεροι οι πίνακες που περιέχουν τη φιγούρα του από αυτούς που εκτίθενται εδώ. Σε μια πρώτη ανάγνωση θα έλεγε κανείς ότι ο Βασιλείου "αυτοπροβάλλεται", όπως έγραψε ένας κριτικός μετά την παράσταση του "Βαφτιστικού" στη Λυρική, όπου ένας χορωδός με την ίδια κοψιά εμφανιζόταν μεταμφιεσμένος σε Σπύρο Βασιλείου. Οι πραγματικοί λόγοι όμως ήταν άλλοι. Σκιαγραφούν έναν άνθρωπο με χιούμορ, αποστασιοποιημένο ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό, παρατηρητή από κάποια απόσταση αλλά ταυτόχρονα και συμμετέχοντα, θεατή της ζωής και ταυτόχρονα ηθοποιό».
«Ηταν πάντα παρών αλλά και σε μια απόσταση από τα πράγματα. Στους πίνακες εμφανίζεται λίγο πιο πίσω από τους άλλους, κρατώντας συνήθως τα εργαλεία της δουλιάς. Από μια γωνιά, ταπεινά, απολαμβάνει τις σκηνές που ξετυλίγονται στη ζωή του και τις αποτυπώνει στον καμβά».
Στο πλαίσιο ευρύτερων συνθέσεων που ξεφεύγουν από τα όρια της αυτοπροσωπογραφίας, παρακολουθούμε τον Σπύρο Βασιλείου να έρχεται στο προσκήνιο, ως πραγματεύσιμο θέμα της ζωγραφικής πράξης. Με τον τρόπο αυτό, γινόμαστε συμμέτοχοι του επικοινωνιακού παιχνιδιού που ο ίδιος ο ζωγράφος σκηνοθετεί και ως θεατές καλούμαστε να πάρουμε θέση σχετικά με μια σειρά ζητημάτων, αναφορικά με τη λειτουργία της τέχνης, τη φύση της ζωγραφικής, τη σχέση δημιουργού - κοινού, το μεγάλο ερώτημα του ρόλου του καλλιτέχνη.
Η Αν. Μάλαμα αναφέρει: «Στο σύνολο σχεδόν των παραστάσεων της συγκεκριμένης κατηγορίας ο Βασιλείου επιλέγει να ζωγραφίσει τον ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου, την καρικατούρα καλύτερα του ζωγράφου, όπως την προσδιορίζουν αντικείμενα -σύμβολα των δημιουργικών του ενασχολήσεων: Το τελάρο, το πινέλο, το καβαλέτο, τα χρώματα. Ως βασική του ιδιότητα προβάλλει έτσι εκείνη του κατασκευαστή εικόνων (με τη χρήση πολύ συγκεκριμένων μέσων), οι οποίες μπορεί να αναφέρονται σε πραγματικά δεδομένα, ωστόσο δεν παύουν να ορίζουν μια νέα, δική τους, αυτόνομη επικράτεια. Επιλογή όχι τυχαία, ειδικά αν κανείς λάβει επίσης υπόψη την πλούσια αρθρογραφία του και τη σχετική προβληματική που αναπτύσσει από τις νεανικές του ακόμη αναζητήσεις μέχρι και τις ωριμότερές του διατυπώσεις».
Η έκθεση θα ολοκληρωθεί με δύο μουσικές βραδιές, τη Μεγάλη Δευτέρα και τη Μεγάλη Τρίτη, στο κλίμα της Μεγάλης Βδομάδας, με τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη «Επιτάφιος» (ποίηση Γιάννη Ρίτσου) και «Επιφάνια» (ποίηση Γιώργου Σεφέρη), καθώς και με κύκλους τραγουδιών των: Μάνου Χατζηδάκι και Σταύρου Ξαρχάκου, από τον Τάκη Κωνσταντακόπουλο και τους συνεργάτες του. (Είσοδος ελεύθερη).