ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Μάρτη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Παρατηρώντας και συμμετέχοντας

«Ο φωτογράφος»
«Ο φωτογράφος»
Το σπίτι της οδού Γουέμπστερ 5, κάτω από την Ακρόπολη, όπου έζησε και δημιούργησε ένας από τους πλέον παραγωγικούς και δημοφιλείς Ελληνες καλλιτέχνες του 20ούαιώνα, ο Σπύρος Βασιλείου, μετατρέπεται σε μουσείο που φιλοδοξεί να γνωρίσει στον επισκέπτη τη ζωή και το έργο του μεγάλου ζωγράφου, χαράκτη, αγιογράφου και σκηνογράφου. «Ο Σπύρος Βασιλείου ζωγραφίζει τον Σπύρο Βασιλείου», είναι ο τίτλος της έκθεσης που φιλοξενείται αυτές τις μέρες στο νέο αυτό χώρο, δεκαεννέα χρόνια από την «αναχώρηση» του μεγάλου μας καλλιτέχνη. Στην έκθεση, που επιμελήθηκαν η Αννυ Μάλαμα και η Ιλια Λακίδου, παρουσιάζεται μια ενότητα έργων αυτοαναφορικού χαρακτήρα, που καλύπτουν χρονικά ολόκληρη τη μακρά δημιουργική πορεία του φημισμένου Ελληνα ζωγράφου.

Ο Σπ. Βασιλείου γεννήθηκε στο Γαλαξίδι και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αποφοιτώντας το 1926, εξέθεσε με τους Π. Ρέγκο, Σ. Κόκκινο και Α. Πολυκανδριώτη στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου. Τα εξώφυλλα που σχεδίασε για τα «Ελληνικά Γράμματα» το 1929, ενθουσίασαν το Φ. Πολίτη, που τον κάλεσε να σκηνογραφήσει παράσταση της επαγγελματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου. Το 1929 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση, που επαινέθηκε από τους τεχνοκριτικούς, ενώ την ίδια χρονιά βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Μπενάκειο Βραβείο για τη διακόσμηση του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.

«Και φτου κι απ' την αρχή...»
«Και φτου κι απ' την αρχή...»
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Σπ. Βασιλείου στράφηκε στη χαρακτική και δημοσίευσε στη «Νέα Εστία» μια σειρά ξυλογραφίες, εμπνευσμένες από ποιήματα με αλληγορική για τις περιστάσεις, σημασία. Τα περισσότερα απ' αυτά τα έργα κυκλοφόρησαν τότε σε αυτοτελείς εκδόσεις, ενώ ένα άλλο μέρος αυτής της παραγωγής, κυκλοφόρησε παράνομα. Μορφοπλαστικά τα χαρακτικά αυτά αντλούσαν στοιχεία από τη μεταβυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη και είχαν τη δική τους ιδιαίτερη και σημαντική συμβολή στον αγώνα κατά των κατακτητών.

Μεταπολεμικά, στράφηκε περισσότερο συστηματικά στην αξιοποίηση των μορφοπλαστικών στοιχείων της παράδοσης, επιδιώκοντας να τη συγκεράσει με την παράδοση της δυτικής ζωγραφικής και κυρίως με τα νεωτεριστικά ρεύματα, παίζοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα για τη διαμόρφωση μιας εθνικής τέχνης. Από τη δεκαετία του '60 και μετά, ο Σπ. Βασιλείου, στη ζωγραφική του «εμφανίζει ένα ιδιόρρυθμο γνώρισμα που τυποποιήθηκε σταδιακά και που έγκειται στην πιστή αναπαράσταση του θέματός του, μέσα σ' ένα κατά κανόνα μινιμαλιστικό μονοχρωματικό κι εξωπραγματικό φόντο ενίοτε χρυσό, όπως ο κάμπος της βυζαντινής τέχνης».

Με τα έργα του προσπάθησε να αναδείξει πλευρές της καθημερινής ζωής, ιδιαίτερα των λαϊκών και γραφικών στοιχείων της, επιχειρώντας κάποτε μια κριτική, συχνά με σκωπτική διάθεση, στις συνέπειες του επελαύνοντα εκσυγχρονισμού. Η εμμονή του σ' αυτή τη θεματολογία πήρε σταδιακά τόνο λυρικό και ρομαντικά νοσταλγικό του οικείου, του θελκτικού και του παραδοσιακού και συχνά κατέφυγε σε διακοσμητικές λύσεις.

Οπως σημειώνει στον καλαίσθητο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση, η Δροσούλα Βασιλείου «Ο Βασιλείου ζωγράφιζε τον Βασιλείου πολύ συχνά. Είναι πολύ περισσότεροι οι πίνακες που περιέχουν τη φιγούρα του από αυτούς που εκτίθενται εδώ. Σε μια πρώτη ανάγνωση θα έλεγε κανείς ότι ο Βασιλείου "αυτοπροβάλλεται", όπως έγραψε ένας κριτικός μετά την παράσταση του "Βαφτιστικού" στη Λυρική, όπου ένας χορωδός με την ίδια κοψιά εμφανιζόταν μεταμφιεσμένος σε Σπύρο Βασιλείου. Οι πραγματικοί λόγοι όμως ήταν άλλοι. Σκιαγραφούν έναν άνθρωπο με χιούμορ, αποστασιοποιημένο ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό, παρατηρητή από κάποια απόσταση αλλά ταυτόχρονα και συμμετέχοντα, θεατή της ζωής και ταυτόχρονα ηθοποιό».

«Ηταν πάντα παρών αλλά και σε μια απόσταση από τα πράγματα. Στους πίνακες εμφανίζεται λίγο πιο πίσω από τους άλλους, κρατώντας συνήθως τα εργαλεία της δουλιάς. Από μια γωνιά, ταπεινά, απολαμβάνει τις σκηνές που ξετυλίγονται στη ζωή του και τις αποτυπώνει στον καμβά».

Στο πλαίσιο ευρύτερων συνθέσεων που ξεφεύγουν από τα όρια της αυτοπροσωπογραφίας, παρακολουθούμε τον Σπύρο Βασιλείου να έρχεται στο προσκήνιο, ως πραγματεύσιμο θέμα της ζωγραφικής πράξης. Με τον τρόπο αυτό, γινόμαστε συμμέτοχοι του επικοινωνιακού παιχνιδιού που ο ίδιος ο ζωγράφος σκηνοθετεί και ως θεατές καλούμαστε να πάρουμε θέση σχετικά με μια σειρά ζητημάτων, αναφορικά με τη λειτουργία της τέχνης, τη φύση της ζωγραφικής, τη σχέση δημιουργού - κοινού, το μεγάλο ερώτημα του ρόλου του καλλιτέχνη.

Η Αν. Μάλαμα αναφέρει: «Στο σύνολο σχεδόν των παραστάσεων της συγκεκριμένης κατηγορίας ο Βασιλείου επιλέγει να ζωγραφίσει τον ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου, την καρικατούρα καλύτερα του ζωγράφου, όπως την προσδιορίζουν αντικείμενα -σύμβολα των δημιουργικών του ενασχολήσεων: Το τελάρο, το πινέλο, το καβαλέτο, τα χρώματα. Ως βασική του ιδιότητα προβάλλει έτσι εκείνη του κατασκευαστή εικόνων (με τη χρήση πολύ συγκεκριμένων μέσων), οι οποίες μπορεί να αναφέρονται σε πραγματικά δεδομένα, ωστόσο δεν παύουν να ορίζουν μια νέα, δική τους, αυτόνομη επικράτεια. Επιλογή όχι τυχαία, ειδικά αν κανείς λάβει επίσης υπόψη την πλούσια αρθρογραφία του και τη σχετική προβληματική που αναπτύσσει από τις νεανικές του ακόμη αναζητήσεις μέχρι και τις ωριμότερές του διατυπώσεις».

Η έκθεση θα ολοκληρωθεί με δύο μουσικές βραδιές, τη Μεγάλη Δευτέρα και τη Μεγάλη Τρίτη, στο κλίμα της Μεγάλης Βδομάδας, με τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη «Επιτάφιος» (ποίηση Γιάννη Ρίτσου) και «Επιφάνια» (ποίηση Γιώργου Σεφέρη), καθώς και με κύκλους τραγουδιών των: Μάνου Χατζηδάκι και Σταύρου Ξαρχάκου, από τον Τάκη Κωνσταντακόπουλο και τους συνεργάτες του. (Είσοδος ελεύθερη).


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ