Μέρα γενεθλίων του Δανού «παραμυθά» Χανς Κρίστιαν Αντερσεν
Ο εορτασμός καθιερώθηκε από την Παγκόσμια Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ - International Board on Books for Young People) μια οργάνωση που δημιουργήθηκε μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με σκοπό να βοηθήσει στη δημιουργία ενός κλίματος συνεργασίας, αλληλοκατανόησης και φιλίας των λαών με μέσο το παιδικό βιβλίο. Η Γιέλα Λέπμαν που πρωτοστάτησε σ' αυτόν τον αγώνα, πίστευε ότι τα παιδικά βιβλία είναι τα «χάρτινα περιστέρια της ειρήνης» που καταλύουν σύνορα και προκαταλήψεις, γιατί τα βιβλία, «εφοδιάζοντας τους νέους με γνώσεις και πληροφορίες για τις αξίες και τις παραδόσεις των λαών συμβάλλουν στην αλληλογνωριμία των ανθρώπων, στον αλληλοσεβασμό των ιδεών και υπηρετούν έτσι την υπόθεση της ειρήνης».
Βέβαια, όπως διαπίστωσαν οι σύνεδροι από όλον τον κόσμο στο Παγκόσμιο Συνέδριο Λογοτεχνίας για Νέους στη Μόσχα (1979), οι συγγραφείς δεν έχουν όπλα για να επιβάλλουν τις ιδέες τους ούτε μπορούν να τα βάλουν με το βρώμικο χρήμα των πολεμοκάπηλων. Το μόνο που μπορούν, είναι να διαπαιδαγωγούν τη νέα γενιά στο να αντιστέκεται στη βαρβαρότητα και να υπερασπίζεται τις αξίες του αληθινού πολιτισμού που είναι οικουμενικός και οδηγεί τον άνθρωπο στο να γίνεται δημιουργικός, ευτυχισμένος και καλύτερος.
Από τον πατέρα του, κουρασμένο στρατιώτη των ναπολεόντειων πολέμων, άκουγε πολεμικές ιστορίες και απίστευτα περιστατικά της ζωής σε διάφορους τόπους, ενώ η γιαγιά του και οι απλοϊκές γυναίκες της γειτονιάς ύφαιναν γύρω του έναν ιστό δεισιδαιμονιών, ονείρων και θαυμάτων, φόβων και τιμωριών, που τον επηρέασαν σε όλη τη ζωή του όπως και στη δημιουργία του.
Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του ήταν πολλές και πρώιμες. Παιδί ακόμα, στο χωριό του φτιάχνει ένα κουκλοθέατρο και αρχίζει να γυρνάει μ' αυτό στους δρόμους διασκεδάζοντας και καταπλήσσοντας μικρούς και μεγάλους. Μόλις στα δεκατέσσερα, χωρίς καν να έχει τελειώσει το Δημοτικό, πηγαίνει στην πλούσια Κοπεγχάγη, κέντρο μεγάλης καλλιτεχνικής άνθησης, διεκδικώντας μια θέση στο βασιλικό θέατρο! Θα χρειαστεί να τελειώσει κανονικά το σχολείο, να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο, να δοκιμάσει το ταλέντο του στο θεατρικό έργο, στην ταξιδιωτική λογοτεχνία και στο μυθιστόρημα, προτού ανακαλύψει το μεγάλο του χάρισμα στο Παραμύθι (1835 η πρώτη έκδοση της συλλογής του «Παραμύθια και Ιστορίες»), που θα τον κάνει διάσημο και ξεχωριστό ανάμεσα στους δημιουργούς της εποχής του και θα του χαρίσει στη συνέχεια μια αναγνώριση πέρα από το θάνατο.
Και πράγματι, τα παραμύθια του εξακολουθούν να είναι πασίγνωστα όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αφρική και στην Ασία - στην Ιαπωνία ιδιαίτερα - αν και ο ΙΘ' αιώνας του ρομαντισμού έχει προ πολλού αντικατασταθεί από εποχές άλλων αισθητικών και κοινωνικών αξιών.
Ο Αντερσεν, αηδόνι και κεντρί
Ποιο είναι το χαρακτηριστικό που κάνει τα κείμενα του Αντερσεν αγαπητά σε μικρούς και μεγάλους, σε τόσους διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς;
Η γραφή του Αντερσεν έχει ένα βαθύ λυρισμό, μια ποίηση που αγγίζει την ψυχή. Ο Αντερσεν μιλάει για τη μοναξιά και την απόρριψη, για την ανάγκη για αγάπη και φιλία, αναδείχνει την ομορφιά των αληθινών πραγμάτων, των αληθινών αισθημάτων, ενώ συγχρόνως, κοροϊδεύει τις συμβατικότητες, σατιρίζει ανελέητα και γελοιοποιεί αδιάκοπα την εξουσία. Το φτωχό παιδί που κάποτε έπαιζε με τα λασπόνερα έφτασε να πίνει τη σοκολάτα του με τη βασίλισσα, αλλά αυτό δεν τον έκανε να αλλάξει σε τίποτα ούτε τη γραφή του ούτε και τη γλώσσα του. «Οι μόνοι αληθινά ευγενείς είναι οι ευγενείς του πνεύματος. Οι άλλοι είναι τσαρλατάνοι» δε δίστασε να απαντήσει σε έναν αριστοκράτη που τον ειρωνεύτηκε.
Ο Αντερσεν μιλάει, άλλοτε με σπαραγμό, άλλοτε με λεπτό χιούμορ, για τον έρωτα και για την υποκρισία, για τη θυσία και για την ανοησία, για παγερές βασίλισσες και τρυφερές σειρήνες, όπως και για τα πιο απλά, καθημερινά και ασήμαντα πράγματα -για τη σακοράφα, για το φανάρι του δρόμου, για τη ματαιόδοξη βασιλοπούλα που περιφρονούσε την τέχνη, ή για τον αμόρφωτο καλικάντζαρο που γοητεύτηκε από την ομορφιά ενός βιβλίου.
«Τα παραμύθια μου είναι τόσο για τους μεγάλους όσο και για τα παιδιά.
Τα παιδιά στην αρχή καταλαβαίνουν μόνο το δευτερεύον, αλλά σαν ωριμάσουν, καταλαβαίνουν το σύνολο».
Τα παραμύθια του Αντερσεν έχουν το προνόμιο που χαρακτηρίζει όλα τα καλά έργα της παιδικής λογοτεχνίας. Μεγαλώνουν μαζί με τον αναγνώστη τους και τον συντροφεύουν πιστά σε όλες τις στιγμές της ζωής του.
Από τα πιο γνωστά παραμύθια του Αντερσεν είναι: «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Το αηδόνι», «Η μικρή σειρήνα», «Ο γενναίος μολυβένιος στρατιώτης», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Η Τοσοδούλα», «Το Ασχημόπαπο», «Η βασίλισσα του χιονιού».
ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ
«Κοιμήσου, λεμονιάς κλωνί, κοιμήσου, βιόλας φύλλο
κοιμήσου τ' ουρανού κλειδί π' ανοίγουνε τον ήλιο»
Η πρώτη μορφή λογοτεχνίας ήταν η Προφορική. Η τέχνη δεν έχει ανάγκη τη γραφή για να γεννηθεί και να υπάρξει. Νανουρίσματα κεντημένα με την τρυφερότητα και τις ελπίδες των μανάδων, θρύλοι γεννημένοι από την απορία και το θαυμασμό των ανθρώπων μπροστά στα ανεξήγητα φαινόμενα της ζωής και της φύσης, μύθοι διδακτικοί για την εκπαίδευση των νέων στις αξίες και στα πρότυπα του πολιτισμού, τραγούδια όπου αναδείχνεται εκτός της μουσικής και η μελωδία της γλώσσας, και κυρίως παραμύθια με όλη τη σοφία της ζωής και τη γοητεία της φαντασίας!
Αυτά ήταν τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα που αναθρέψανε τη νεανική ηλικία των ανθρώπων και του πολιτισμού χωρίς να πάψουν ποτέ, παρά την πληθώρα και την ισχύ των κατοπινών εφευρέσεων, να τους συντροφεύουν στη ζωή και στη δημιουργία. «Επεα πτερόεντα» - λόγια φτερωτά όχι για να φεύγουν και να χάνονται αλλά για να πετούν ελεύθερα καταλύοντας κάθε είδους σύνορα.
Ο λύκος και η ελευθερία
(ΑΙΣΩΠΟΥ)
Μια φορά, ένας λύκος, αδύνατος και πεινασμένος, συναντήθηκε με ένα σκύλο. Ο σκύλος ήταν καλοθρεμμένος και το καυχιόταν. Πρότεινε λοιπόν στον ξάδερφό του ν' αφήσει τη μοναχική και άγρια ζωή του λύκου και να μείνει μαζί του, κοντά στους ανθρώπους, να χορτάσει φαΐ και ξενοιασιά.
- Οσο βλέπω στο σβέρκο σου τα σημάδια της αλυσίδας, προτιμάω την πείνα μου! του απάντησε ο λύκος.
Τα παιδιά αποκτούν τη δική τους βιβλιοθήκη που πλουτίζεται με έργα όχι μόνο εξαρχής προορισμένα για παιδικό κοινό αλλά και με βιβλία που, ενώ προορίζονταν για τους ενήλικες, πολιτογραφήθηκαν νεανικά χάρη σε ξεχωριστές και πολύτιμες αρετές τους:
Ο Ροβινσώνας Κρούσος, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, Οι περιπέτειες του βαρόνου Μιγχάουζεν, Ο δον Κιχώτης, είναι μερικά από τα κλασικά βιβλία που ενώ γράφτηκαν για ενήλικες, ανήκουν στην εκλεκτική νεανική βιβλιοθήκη, φαινόμενο που θα επαναληφθεί δυο περίπου αιώνες αργότερα με τα μυθιστορήματα του Βίκτορος Ουγκό (Οι Αθλιοι, Η Παναγία των Παρισίων).
Από τον ΙΘ΄ αιώνα η παιδική λογοτεχνία αρχίζει να αποκτά τους κλασικούς της ήρωες και τα μεγαλύτερα έργα της, και η άνθηση συνεχίζεται στον επόμενο αιώνα με τους λαμπρούς τίτλους που δικαιώνουν τη φύση και τον προορισμό αυτής της τέχνης:
- Τα κοινωνικά μυθιστορήματα του Κάρολου Ντίκενς (Ολιβερ Τουίστ, Δαβίδ Κόπερφιλδ κ.ά.), και του Μαρκ Τουέν (Τομ Σόγερ, Χοκ Φιν κ.ά.).
- Τα πρώτα έργα επιστημονικής και τεχνολογικής φαντασίας από τον Ιούλιο Βερν (Από τη γη στη σελήνη, Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τις θάλασσες κ.ά.).
- Τα περιπετειώδη του Ρ. Λ. Στίβενσον (Το νησί των θησαυρών, Το μαύρο βέλος κ.ά.) και του Δουμά (Οι τρεις σωματοφύλακες, Η μαύρη τουλίπα κ.ά.).
- Και φυσικά Ο Πινόκιο, του Κ. Κολόντι, ένας από τους διασημότερους και τραγικότερους χάρτινους ήρωες όλων των εποχών.
Η ιστορία του ελληνικού παιδικού βιβλίου αρχίζει με την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους μετά τον Αγώνα, αλλά η άνθησή του σημειώνεται στις αρχές του Κ΄ αιώνα, μέσα στο κλίμα των μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία, ως καρπός μιας διάχυτης στην κοινωνία πίστης στο θρίαμβο της δημοκρατίας και ως συνέπεια της φλογερής αγωνιστικότητας των διανοουμένων, δημοτικιστών, σοσιαλιστών και οραματιστών της ελευθερίας.
Πρωτοπόροι είναι η Πηνελόπη Δέλτα και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου που εισάγουν στο παιδικό βιβλίο όχι μόνο τη δημοτική γλώσσα, αλλά τη λογοτεχνία ως συστατικό στοιχείο του παιδικού βιβλίου.
Θ' ακολουθήσουν τις επόμενες δεκαετίες, η Ελλη Αλεξίου, ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, η Ρίτα Μπούμη - Παππά, ο Τάκης Λάππας, ο Γιώργης Κρόκος, κρατώντας ζωντανή μια παράδοση που θα δώσει τους πιο εύχυμους και πλούσιους καρπούς της μετά τη Μεταπολίτευση, με τη νεότερη γενιά των σύγχρονων συγγραφέων και ποιητών, που μέσα στη βαρβαρότητα και στον κυνικό παραλογισμό της εποχής μας συνεχίζουν να γράφουν και να ταξιδεύουν τα όνειρά τους με τα φτερά από τα χάρτινα περιστέρια της ειρήνης.
Πού 'ναι πιο καλά
του Βασίλη Ρώτα
-Φεγγαράκι φεγγαράκι
που κρέμεσαι απ' τον ουρανό,
πες μου και πού 'ναι πιο καλά
στον κάμπο ή στο βουνό;
Ποταμάκι ποταμάκι
που τρέχεις όλον τον καιρό,
πες μου και πού 'ναι πιο καλά
στην πόλη ή στο χωριό;
(...)
-Οπου 'ναι υγεία και χαρά
κι όπου κανένας δεν πεινάει
κανείς δεν κρυώνει ούτε πονάει,
εκεί 'ναι πιο καλά.
Ξέρω, θα με μαλώσεις. Αντί ν' ασχολούμαι με τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, ξεστράτισα και μιλάω για την κίνηση της φύσης, τους κύκλους της ζωής. Θα το πω και δεν ντρέπομαι. Χωρίς να γυρνάω την πλάτη σ' αυτά που γίνονται, είναι φορές που απογειώνομαι από την αθλιότητα της πόλης και προσγειώνομαι στο χώρο που γεννήθηκα, στη φύση.
Κοίτα, μη νομίσεις ότι δεν ξέρω πως ένας ακόμη προλετάριος σκοτώθηκε, γιατί βιάζονται να τελειώσουν τα έργα της Ολυμπιάδας τους. Μη νομίσεις ότι δεν είμαι θυμωμένος κι ότι δεν ξέρω τον αίτιο και δεν τον αναθεματίζω. Τα ξέρω και τα παραξέρω αυτά. Αλλά να, έχω ανάγκη να καλωσορίσω την άνοιξη. Κάθε χρόνο το κάνω. Ονειρεύομαι. Είναι και περασμένη η ώρα. Ονειρεύομαι, όμως, συνειδητά και γι' αυτό ευχάριστα.