Να μας κρίνει αν μέσα μας διέκρινε ψήγματα ιδιοτέλειας. Αν το ένα του καθενός δεν έγινε δύο, γεμίζοντας έτσι και το στασίδι των αγαπημένων προσώπων που ανάμεσά μας δεν είναι πια. Αν επιμένουμε ακόμα και τώρα, όταν βλέπουμε ένα γιασεμί κάτω από την έναστρη νύχτα, να μη θέλουμε να το κόψουμε για να στολίσουμε ένα δωμάτιο, αλλά για να εισχωρήσουμε μέσα του και να γίνουμε ένα.
ΥΓ: Εγραφα το κείμενο αυτό όταν με βρήκαν τα μαύρα μαντάτα από την Παλαιστίνη. Με το δικαίωμα που μόνο η αγάπη μπορεί να μου παραχωρήσει, λέω «Ο εσταυρωμένος σεΐχης Γιασίν ανήκει στο χορό των Μαρτύρων μας, και το σώμα του - "τω θανάτω θάνατον πατήσαν" - είναι ο Επιτάφιός μας και η Ανάσταση».
Η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της «Ο μύθος μιας χορωδίας», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις «Προσκήνιο», «διηγείται» έργα και ημέρες της «μυθικής» Χορωδίας Τρικάλων, αλλά και της προσωπικής δημιουργικής διαδρομής της. Γεννημένη στο Βόλο, η Τ. Παπαστεφάνου πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από το Ωδείο της γενέθλιας πόλης της, ενώ συνέχισε τις μουσικές της σπουδές στην Αθήνα, παίρνοντας δίπλωμα πιάνου και ανώτερων θεωρητικών από το Ωδείο του Μανώλη Καλομοίρη. Το '52 ο Μ. Καλομοίρης τής εμπιστεύεται τη διεύθυνση και την αναδιοργάνωση του παραρτήματος του Εθνικού Ωδείου Τρικάλων. Εχοντας μεγάλη αγάπη στο χορωδιακό τραγούδι, η Τ. Παπαστεφάνου δημιουργεί παιδικές και μεικτές χορωδίες, με αποκορύφωμα τη Χορωδία Τρικάλων - κορυφαίο «σταθμό» στην ιστορία της χορωδιακής τέχνης στην Ελλάδα. Το βραβευμένο χορωδιακό σύνολο που γίνεται γνωστό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με τους δίσκους που ηχογραφεί πάνω σε τραγούδια του Μ.Θεοδωράκη, διασκευασμένα χορωδιακά από την ίδια. Η Τ. Παπαστεφάνου υπήρξε η πρώτη που μετέφερε το έντεχνο ελληνικό τραγούδι σε χορωδιακή μορφή και η πρώτη που τολμά να το συνοδέψει λαϊκή ορχήστρα. Πολύτιμος συμπαραστάτης της υπήρξε ο σύζυγός της, αγωνιστής του ΕΑΜ, Λεωνίδας Παπαστεφάνου.
«Ηταν ένα "θαύμα" κοιταγμένο πολύπλευρα», γράφει η Τ. Παπαστεφάνου, αναφερόμενη στην περίφημη, ιστορική - και καλλιτεχνικά και κοινωνικοπολιτικά - «Χορωδία Τρικάλων». Η φλογερή, δραστήρια μουσικός δύο μόλις χρόνια μετά την εγκατάστασή της στα Τρίκαλα έφτασε να έχει «δύο παιδικές χορωδίες, η μία από παιδιά 7-11 χρόνων και η δεύτερη 11-15. Μια ανδρική και μια μεικτή. Σύνολο 150 πρόσωπα. Δουλεύαμε όλοι με κέφι και σκληρές πρόβες, κάθε βράδυ 8-10 σπίτι μου, όπου είχα και το ωδείο. Με εξαίρεση την παιδική χορωδία που οι πρόβες γινότανε το πρωί της Κυριακής. Για τις γενικές πρόβες μάς είχαν παραχωρήσει ένα παμπάλαιο σχολείο χωρίς θέρμανση, με ελάχιστο φωτισμό. Φορτωνόμαστε κάθε βράδυ σακούλες με ξύλα, για ν' ανάψουμε κάτι άθλιες σόμπες που κάπνιζαν φρικτά. Ο ενθουσιασμός μας και το κέφι μας, μας κάνανε να μην αισθανόμαστε την κούραση και τα εμπόδια, προβλήματα επίσης που μας δημιουργούσαν μερικοί. Αλλοι γιατί είχαν κάποια καλλιτεχνικά απωθημένα και απέτυχαν στην προσπάθειά τους, κι άλλοι (όταν μάλιστα άρχισε η εποχή Θεοδωράκη) για πολιτικούς λόγους, άλλωστε κι ο άνδρας μου ήταν γνωστός αντιστασιακός. Θυμάμαι κάποιο βράδυ με βαρύ χειμώνα, να γλιστράμε φορτωμένοι με τα ξύλα στο παγωμένο χιόνι και φτάνοντας να βρούμε την πόρτα του σχολείου κλειστή με λουκέτο. Ψάξαμε στη γειτονιά και βρήκαμε κάποιο εργαλείο για να την ανοίξουμε. Πάντοτε θυμάμαι με συγκίνηση τις παγωμένες αυτές βραδιές, που ορισμένοι χορωδοί ερχόντουσαν κατ' ευθείαν από την κουραστική δουλιά τους, κρατώντας στο παγωμένο χέρι τους ένα γιαούρτι, μοναδικό γεύμα για να πάρουν λίγη δύναμη. Ομως η πρόβα όλους τους εμψύχωνε. Ποτέ δεν παρουσιάστηκαν προβλήματα στην απόδοσή τους.... Οι χορωδοί αυτοί, παιδιά άσχετα σε κάθε έννοια μουσικής γνώσης, ρούφαγαν σαν σφουγγάρι και μάθαιναν, με το αυτί που λένε, έργα κλασικά πολύ δύσκολα... και φολκλορικά όλων των χωρών καθώς και νέγρικα... Ηταν μια τεράστια προσπάθεια που, ξεκινώντας την, έμπαινες όλο σε νέους δύσκολους δρόμους, γιατί αυτά τα έργα θέλουν ορχήστρες. Στα Τρίκαλα δεν υπήρχε ορχήστρα. Μόνο η μπάντα του στρατού. Από εκεί παίρναμε τα πνευστά. Τα έγχορδα από τη Λάρισα, το Βόλο, τη Θεσσαλονίκη. Τα έξοδα δικά μου και οι πρόβες στους ίδιους ιδανικούς χώρους... Ομως το αποτέλεσμα ήταν όμορφο, ο ενθουσιασμός μας μεγάλος και οι κριτικές ενθουσιώδεις».
Χαρακτηριστικό είναι το κριτικό σημείωμα του Μ. Δούνια, στην «Καθημερινή» (15/12/'55), μετά την πρώτη εμφάνιση της Χορωδίας στην Αθήνα: «Ευχαρίστως εθυσίασα την "Παθητική" του Τσαϊκόφσκι, χάριν της συναυλίας που έδωσε συγχρόνως η Χορωδία Τρικάλων στο Παλλάς. Τα δείγματα καλλιτεχνικής εργασίας που παρουσίασε στο αθηναϊκό κοινό το λαμπρό αυτό συγκρότημα ανήκουν στα απροσδόκητα του τόπου μας που ξαφνιάζουν και συγκινούν. Εκατόν πενήντα νέοι, νέες και παιδιά εν στολή ξεκίνησαν από τα Τρίκαλα υπό τη διεύθυνση αξιοθαύμαστης γυναίκας, της κ. Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, για να επιδείξουν στην πρωτεύουσα μια λαμπρή εργασία.... Πρώτον, υπενθύμισαν σε δύο εκατομμύρια Αθηναίους ότι δεν έχουν πια ούτε μια χορωδία της προκοπής. Δεύτερον, έδωσαν ένα παράδειγμα σε άλλες επαρχιακές πόλεις τι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εκ του μηδενός, όταν υπάρχει η διάθεσις και ένας μουσικός να αναλάβει την ευθύνη της διαπαιδαγωγήσεως μιας χορωδίας. Το έργο των Τρικαλινών είναι σημαντικό και ως πράξις και ως παράδειγμα».
Το βιβλίο αναφέρεται και σε άλλα γεγονότα σχετικά με την πορεία και το σπουδαίο έργο της χορωδίας. Συνάμα, αποτελεί αυτοβιογραφία της δραστήριας καλλιτέχνιδας, που εξακολουθεί και σήμερα να διδάσκει και να διευθύνει χορωδιακά σύνολα.