ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Μάη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ενα ΟΧΙ ως ηρωική Κατάφαση

Τον τελευταίο καιρό μού είχε γίνει έμμονη ιδέα η άποψη πως είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η αποκλειστική λειτουργία του ΟΧΙ είναι η Αρνηση. Φυσικά, καταλάβαινα πως έπρεπε, για λόγους τυπικής λογικής, να στηρίξω την άποψή μου αυτή σε ανάλογα επιχειρήματα. Οχι για να πείσω τον εαυτό μου, αλλά τους άλλους. Τελικά, κατέληξα στο συμπέρασμα πως δε χρειάζονται τέτοια συγκεκριμένα επιχειρήματα, γιατί την Ιστορία την παράγουν μια σειρά από ΟΧΙ που τελικά το αποτέλεσμά τους είναι μια ηρωική Κατάφαση στα ουσιαστικά ΝΑΙ της ζωής. Θα μπορούσα να αρχίσω από τον προϊστορικό άνθρωπο και να ισχυριστώ πως η απόφασή του να επιζήσει, αντιδρώντας στις αντίξοες συνθήκες της εχθρικής φύσης ήταν το πρώτο μεγάλο ΟΧΙ του ανθρώπου ως θετική κατάφαση στη ζωή. Να πω επίσης πως οι μεγάλοι αποικισμοί της αρχαιότητας ένα ΟΧΙ ήταν προς τη μιζέρια και τη φτώχεια της «μητέρας πατρίδας». Οι ανυπάκουοι έφευγαν, για να αναζητήσουν νέα πατρίδα. Να αναδείξουν αλλού τις νέες τους ιδέες, με τις οποίες δεν μπορούσαν να βολευτούν οι τύραννοι, γι' αυτό και έδιωχναν τους ανυπάκουους. Να πω ακόμα πως η Αναγέννηση ήταν ένα μεγάλο ΟΧΙ προς τη θρησκευτική δεισιδαιμονία του Μεσαίωνα. Οπως και η εγκατάσταση του Ανθρώπου στο κέντρο της ζωής ήταν το αποτέλεσμα του μεγάλου ΟΧΙ που διατύπωσε ο Διαφωτισμός, για να αποδεχτεί τελικά η Ευρώπη τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, αρνούμενη τη δουλεία της βασιλικής δεσποτείας.

Ουσιαστικά ένα ΟΧΙ αποτελούσε το θεμέλιο της σκέψης του Δαρβίνου και του Μαρξ που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη Ζωή και την κοινωνία, ανατρέποντας τη δεδομένη επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη της εποχής. Και η μοντέρνα φυσική, με τους νόμους της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, ένα ΟΧΙ στο νευτώνειο «κεκτημένο» δεν ήταν; Οπως ΟΧΙ φώναξαν μπροστά στα χειμερινά ανάκτορα οι μπολσεβίκοι του Λένιν. ΟΧΙ στην τσαρική δουλεία, στα αδιέξοδα της ζωής των μουζίκων, στη δυστυχία του απελπισμένου προλεταριάτου, για να στήσουν με την επαναστατική τους Αρνηση τη μεγάλη κατάφαση του Αντίπαλου Δέους στο ζοφερό κόσμο του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας.

Δεν είναι η πρώτη φορά, λοιπόν, που ένα ΟΧΙ θα διαμορφώσει μια νέα, ηρωική κατάφαση για μια άλλη ζωή, θεμελιωμένη σε ένα άλλο δίκαιο που δε θα αντλεί τη «βιωσιμότητα» και «λειτουργικότητά» του από τις δέκα χιλιάδες σελίδες της ιμπεριαλιστικής γραφειοκρατίας, αλλά από την ίδια τη λαϊκή θέληση που αρνείται να αποδεχτεί τα λογής εφιαλτικά «κεκτημένα». Και εννοώ, φυσικά, το ΟΧΙ του κυπριακού λαού, που με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να το ερμηνεύσω σαν τη μοιραία άρνηση της λύσης των προβλημάτων του. Αντίθετα, το θεωρώ ως την πρώτη πράξη ενός «δράματος», με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης, όπου καλούνται να παίξουν το δικό τους ρόλο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, ενάντια στους εντεταλμένους: που επωνύμως βοούν από τα παρασκήνια του μεγάλου ιμπεριαλιστικού θεάτρου! Ενα ρόλο που καλούμαστε να παίξουμε όλοι εμείς πάνω στη μεγάλη ευρωπαϊκή παλαίστρα με αντιμέτωπα τα αδηφάγα θηρία της ρωμαϊκής ασυδοσίας. Των κατασκευασμένων «αυτοκρατόρων» που δεν μπορεί παρά να υποχωρήσουν μπροστά στη δική μας Ανυπακοή. Και, μάλιστα, όταν αυτή δε στηρίζεται πάνω σε ένα άδειο ΟΧΙ, αλλά σε ένα αγωνιστικό ΝΑΙ, που θα περιγράφει το σχήμα της νέας Ζωής. Της νέας και πραγματικής Ευμάρειας.


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


95 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Στη Λήμνο

Στο σχέδιο «Οι αναγνώστες», ο Γ. Στεφανίδης εικονίζει το γαλλικό περιοδικό «Lettres Litteraires», το οποίο διάβαζαν οι γαλλομαθείς εξόριστοι, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γ. Ρίτσος
Στο σχέδιο «Οι αναγνώστες», ο Γ. Στεφανίδης εικονίζει το γαλλικό περιοδικό «Lettres Litteraires», το οποίο διάβαζαν οι γαλλομαθείς εξόριστοι, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γ. Ρίτσος
Ξημέρωμα στο Βόλο, πάλι Τμήμα Μεταγωγών, νέα φουρνιά εξόριστων - Βολιώτες, Τρικαλινοί, Λαρισινοί - και την άλλη μέρα το «Κως» έριξε άγκυρα στο Κάστρο της Λήμνου. Πρώτη διανυκτέρευση στο γήπεδο και την άλλη μέρα εγκατάσταση στο χωριό Κοντοπούλι, σε αποθήκες που τις μετατρέψαμε σε θαλάμους με κρεβάτια απάνω - κάτω (κουκέτες). Κι ήμουνα τυχερός που βρέθηκα με τον Ρίτσο στην ίδια κουκέτα, κάτω εκείνος, επάνω εγώ. Είμαστε πια πολύ κοντά, επόμενο ήταν να συνδεθούμε. Δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης, έλεγε ο καθένας τα δικά του, φτάσαμε σε αμοιβαίες εκμυστηρεύσεις, ακόμα και στα πολύ προσωπικά. Δηλαδή, γίναμε φίλοι, κάτι που μου το 'γραψε κιόλας σ' ένα ποίημά του2. Μου 'λεγε για την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του, για τη φυματίωση που τον χτύπησε σε νεαρή ηλικία κι ακόμα τον ταλαιπωρεί, πώς αντιπάλεψε τη φτώχεια δουλεύοντας σε διάφορες δουλειές, όπως διορθωτής, δακτυλογράφος, ηθοποιός, χορευτής στη Λυρική Σκηνή, ή στο Εθνικό Θέατρο. Αναφέρθηκε στη συμμετοχή του σε κομματική οργάνωση, πυρήνα, στην Κατοχή. Είπε για ένα θεατρικό που έγραψε και το πήγε στην Κοζάνη, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, και παίχτηκε εκεί από θίασο του Βουνού. Για το «Σωτηρία», το σανατόριο, όπου μπήκε σε μια έξαρση της αρρώστιας του. Οι αριστεροί διανοούμενοι που βρήκε εκεί σίγουρα τον επηρέασαν πολιτικά. Εκεί συνάντησε και την Μαρία Πολυδούρη. Με τον τρόπο του και το θαυμασμό που μιλούσε γι' αυτήν, κατάλαβα πως την αγάπησε. Με ραγισμένη φωνή απάγγειλε το ποίημά της «Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα». Είναι στίχοι σπαραχτικοί, είπε.

«Ωρες ψυχαγωγίας». Σχέδιο του Γ. Στεφανίδη από τη μουσική ομάδα των εξορίστων (Από το λεύκωμα «Ζωγραφική στην εξορία»)
«Ωρες ψυχαγωγίας». Σχέδιο του Γ. Στεφανίδη από τη μουσική ομάδα των εξορίστων (Από το λεύκωμα «Ζωγραφική στην εξορία»)
- Εσύ, πώς τα πας με την ποίηση, διαβάζεις; με ρωτά.

- Λίγα πράματα. Βάρναλη, Μαβίλη, Πορφύρα, Πολυδούρη κι από Παλαμά τον «Δωδεκάλογο».

- Είναι μεγάλος ποιητής. Από μοντέρνα ποίηση;

- Δυσκολεύομαι, δεν την πολυκαταλαβαίνω.

- Δεν είναι περίεργο. Η παλιά ποίηση, όπως λειτουργεί, μας έχει συνηθίσει σ' ένα συναισθηματικό - νοητικό τρόπο έκφρασης κι έχει κι ένα ανάλογο λεξιλόγιο. Η ποίηση αυτή εξαντλήθηκε μορφολογικά, ό,τι είχε να πει το είπε. Δε νομίζεις κι εσύ πως λέξεις «ποιητικές», όπως καρδιοχτύπια, μουχρώματα, φεγγάρια, έχουν φθαρεί απ' την πολλή χρήση; Ομως, σ' ένα σύγχρονο ποίημα, η «πεζή» λέξη γλόμπος, ας πούμε, όταν μπει εκεί που πρέπει, μπορεί να λειτουργήσει ποιητικά. Η μοντέρνα ποίηση εκφράζεται κύρια με εικόνες, φαινομενικά άσχετες, που όμως έχουν βαθύτερη σχέση μεταξύ τους. Βγαίνουν από το υποσυνείδητο και τοποθετούνται, μπορώ να πω, κατ' ευθείαν στη θέση τους. Ο ποιητής έχει πλούσιο ψυχισμό, αισθητική, αποθέματα βιωμάτων, άλλα στην επιφάνεια, άλλα στο βάθος. Ελέγχει, συνθέτει, μεταχειρίζεται όλο το υλικό, όπως ένας γλύπτης τον πηλό, με αποτέλεσμα πότε ονειρικό, πότε ρεαλιστικό. Οσο για μένα, ο πόθος για κοινωνική δικαιοσύνη, οι αγώνες του λαού μας, οι θυσίες του, όλ' αυτά διαπότισαν τη συνείδησή μου, πέρασαν στο αίμα μου και δεν μπορεί παρά να εκφράζονται στην ποίησή μου.

Μου είπε ακόμα για το κίνημα του υπερρεαλισμού στη Γαλλία, για τον Μπρετόν, που έγραψε κι ένα περίφημο μανιφέστο, όπου αναλύει τις θέσεις αυτού του κινήματος. Μου διάβασε ποιήματα των σπουδαίων υπερρεαλιστών ποιητών, αλλά και αντιστασιακών, Πωλ Ελυάρ και Λουί Αραγκόν, που ήταν και μέλη του ΚΚ Γαλλίας. Ελεγε πολλά, ένας χείμαρρος, πού να τα θυμηθώ. Είχε δίπλα του ανοιχτό ένα περιοδικό. Μου χτύπησε στο μάτι ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι με τίτλο «Ενα σύννεφο με παντελόνια».

«Τα δέντρα, το συρματόπλεγμα» (1949)
«Τα δέντρα, το συρματόπλεγμα» (1949)
- Τι σημαίνει ο τίτλος; ρωτώ, γιατί μου φάνηκε ασυνάρτητος.

- Μα είναι πολύ απλό, μου λέει, βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει: Ενας άνθρωπος που έχει τα χαρακτηριστικά τού σύννεφου: Ευμετάβλητος, ασταθής, ακαταστάλαχτος... Η ποίηση δεν είναι μασημένη τροφή, θέλει τη συνεργασία και του αναγνώστη. Ο καθένας αντλεί από το ποίημα, ανάλογα με τη δεκτικότητά του, αλλά του βγαίνουν στην επιφάνεια και πολλά που έχει καταχωνιασμένα μέσα του, που ούτε καν υποπτεύεται την ύπαρξή τους.

Από την κουκέτα μου, παρακολουθώ το γράψιμό του. Γράφει χωρίς να σβήνει ποτέ, μ' εκείνη τη γραφή που θυμίζει βυζαντινό χειρόγραφο. Η ματιά μου, θέλοντας και μη, πέφτει αδιάκριτη, κάτι όμως που δεν τον ενοχλεί. Οι λέξεις κι οι αράδες αφήνονται με σιγουριά μία - μία από τη μύτη του μολυβιού στο χαρτί, αμετάκλητες. Λες πως από κάπου δέχεται μια επιφοίτηση:

«(...) Ο Πανούσης

τυλίγεται σε μια χοντρή βελέντζα. Η βελέντζα

είναι κόκκινη και άσπρη. Κι ο ύπνος του Πανούση

έχει το χρώμα της βελέντζας. Πάντα του κοιμάται

με την τραγιάσκα, τα παπούτσια και το παντελόνι.

Αν είχε βγάλει τ' άρβυλά του, σίγουρα κει μέσα

ένα πουλί θα γεννούσε τ' αυγά του

κι ύστερα πια ο Πανούσης δε θα 'χε πού να χώσει τα πόδια του.

Ο ύπνος του κάθε μεσημέρι

είναι σαν τον ίσκιο της βελανιδιάς μες στο νερό».

Την επόμενη μέρα από την εγκατάστασή μας στο Κοντοπούλι, τον βλέπω να βγάζει τις νερομπογιές του.

- Πάμε για ζωγραφική; μου λέει.

Εγώ ακόμα δεν είχα συνέλθει απ' το σοκ και μόνο τη ζωγραφική δεν είχα στο μυαλό μου. Ντράπηκα. Παίρνω κι εγώ τα σύνεργά μου, και κείνη τη μέρα κρεμάσαμε στο θάλαμο τα πρώτα μας έργα. Η αλήθεια είναι πως ο Ρίτσος δεν άφηνε στιγμή να πάει χαμένη: `Η θα έγραφε, ή θα ζωγράφιζε, ή θα έπαιζε μουσική με κάποιο αυτοσχέδιο όργανο. Το όφελος για μένα ήταν ότι ακολούθησα το ρυθμό του, και κάθε μέρα έδειχνε ο ένας στον άλλο ό,τι καινούριο έφτιαχνε. Τώρα πια η εξορία δεν ήταν καταδίκη για μας, ήταν ευκαιρία για δημιουργία. Κι ένιωσα μεγάλη χαρά και ικανοποίηση όταν δύο ακουαρέλες μου τον άγγιξαν τόσο, που τις μετουσίωσε σε ποιήματα: Είναι τα «Τηλεγραφόξυλα» και η «Γαϊδουροκεφαλή»3. Από μοντέλα αφθονία, βέβαια. Στο θάλαμο όλοι ήταν έτοιμοι να ποζάρουν, ιδίως τα γεροντάκια. Οσο για το τοπίο, σε προκαλούσε με τη λιτότητά του, την αυστηρή του ομορφιά. Τα σπιτάκια, ενσωματωμένα στο τοπίο, έμοιαζαν έργα της φύσης παρά των ανθρώπων. Οι καταχνιές, οι αμυγδαλιές οι σακατεμένες απ' τον αγέρα, τι καλύτερο για ζωγραφική; Παρ' όλ' αυτά, ο Ρίτσος δεν έμενε ικανοποιημένος.

- Ενα μας λείπει, μου λέει ενώ ζωγραφίζαμε πλάι - πλάι, το γυμνό μοντέλο!

Εγώ έμεινα.

- Μα πώς; του λέω.

Εκείνος τα είχε προβλέψει όλα. Υπήρχαν κοντά στους θαλάμους δυο μεγάλες βάσεις για κανόνια από την εποχή της γερμανικής κατοχής. Ηταν από μπετόν, βαθουλές, προστατευμένες απ' τον αγέρα και τα μάτια.

- Εκεί θα πάμε, όσο για μοντέλα, θα βρούμε, είπε.

- Θα γδύσουμε συνεξόριστους; του λέω, και πώς θα το πάρουν οι υπόλοιποι; Εδώ υπάρχουν άνθρωποι από επαρχία, μέχρι και βουνίσιοι, ανίδεοι απ' αυτά, θες να δημιουργηθεί θέμα; Για τις κολόνιες σου, το ξέρεις πως σε σχολιάζουν;

- Δεν παίζει ρόλο τι θα πούνε οι άλλοι, εμείς να είμαστε εντάξει, κι αυτό έχει σημασία!

Βρήκαμε πρόθυμα δυο παλικάρια με καλές αναλογίες και λειτούργησε στο Κοντοπούλι εργαστήριο σπουδής γυμνού! Εκείνος, όπως κι εγώ, είχαμε κάνει, επίσης, με σινική, τα πορτρέτα αρκετών εξόριστων. Απάνω σ' αυτό, μου λέει ξαφνικά:

- Εμένα δε θα με ζωγραφίσεις;

Μ' έφερε σε δίλημμα. Η αλήθεια είναι ότι δείλιαζα. Ο Ρίτσος για μένα δεν ήταν θέμα σχεδίου, ή αναλογιών, είχε εσωτερική ακτινοβολία, γι' αυτό δίσταζα. Φοβόμουν μη δεν είναι αντάξιό του. Του το είπα και με κατάλαβε. Ομως, μετά απ' αυτήν την παρατήρηση, μπλόκαρα ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, του έκανα ένα σχέδιο από μακριά, όπως ζωγράφιζε, με τις ακουαρέλες του, έχοντας δίπλα τα χαρτιά του κι ένα όργανο αυτοσχέδιο.

Αυτά τη μέρα. Το βράδυ όμως; Ε, τότε είχαν σειρά η ποίηση, οι απαγγελίες, οι συζητήσεις για την Τέχνη, η μουσική. Εργάτες και χωρικοί άκουγαν τότε ποίηση απ' το στόμα του Ρίτσου για πρώτη φορά κι ήταν πολύ καλοί ακροατές. Συζητήσεις είχαμε πολλές. Ηταν εκεί κι ο Μιχάλης Μ. Παπαϊωάννου, ο λογοτέχνης, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, ο Χατζηδάκης νομίζω, δυο παιδιά με λογοτεχνική φλέβα: Βλαδίκας και Παναγιωτόπουλος(;), καθώς και ο Συμεωνίδης που έγραφε ποίηση με λιτούς, σχεδόν μονολεκτικούς, στίχους. Ετσι, με τον Ρίτσο στην πρωτοκαθεδρία, είχαμε και φιλολογικές βραδιές. Ερχονταν και τα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Lettres Litteraires», που δίνανε τροφή στις συζητήσεις. Ακόμα, ο Χατζηδάκης παρέδιδε και μαθήματα γαλλικών με μαθητές όλη την παρέα, και στον Ρίτσο, που τελειοποιούσε τα γαλλικά του. Επειτα ήταν η μουσική: Κάποιος έπαιζε λαϊκά σε αυτοσχέδιο μπουζούκι, αλλά και ο Ρίτσος σπουδαίο μαντολίνο. Η ιστορία με τα μουσικά όργανα άρχισε κάπως έτσι:

Ενας συνεξόριστος πρόσθεσε ένα μακρύ ξύλο σε μια ξερή κολοκύθα, τέντωσε και τα σχετικά τέλια κι έφτιαξε κάτι που το ονόμασε μπουζούκι. Κατά κάποιο τρόπο «έπαιζε» σ' αυτό κάτι ατελείωτα ταξίμια και βαριά λαϊκά. Κατόπιν κάποιος μαστόρεψε ένα άλλο από ξύλο, πάντως σε χονδροειδή μορφή. Μετά, δανειστήκαμε απ' το χωριό ένα μαντολίνο. Σ' αυτό ο Ρίτσος έπαιζε με φοβερή δεξιοτεχνία και πλούσια αρμονία - κάτι που μ' έκανε ν' αλλάξω γνώμη γι' αυτό το όργανο - μελωδίες από κλασικά έργα που έδωσαν άλλη ατμόσφαιρα στο θάλαμο. Επειδή αυτό το μαντολίνο έπρεπε να το επιστρέψουμε, μας ήρθε η φιλόδοξη ιδέα να κατασκευάσουμε εμείς όργανα. Εγώ ανέλαβα να φτιάξω μαντολίνο - πάντα μ' άρεσε το μαστόρεμα - και ο Γιάννης Ευσταθίου έφτιαξε βιολί. Με βάση τα μέτρα του μαντολίνου και χωρίς πολλά εργαλεία, ξεκινήσαμε τη δουλιά που κράτησε 2 - 3 μήνες. Ο Ρίτσος στο τέλος απηύδησε: «Τι θα γίνει, Γιάννη, μ' αυτό το μαντολίνο, θα τελειώσει καμιά φορά;» (...) Με τα πολλά, τελείωσε. Το λουστράρισα, περάσαμε χορδές και το 'δωσα στα χέρια του Ρίτσου. Περιμέναμε όλοι γύρω - γύρω, όλο αυτιά και μάτια. Οταν χτύπησε η πένα τις χορδές, ο θάλαμος γέμισε από αρμονικούς ήχους. Ηταν σωστό, ήταν και όμορφο. Αγκαλιαστήκαμε4.

Ετσι κυλούσε η ζωή - αν εξαιρέσουμε τις αγγαρείες - μέχρι που τα όργανα κατασχεθήκανε από τα ...όργανα της Χωροφυλακής. «Εδώ ήρθατε για να πονέσετε», μας είπαν. Κι έδωσαν την υπόσχεση πως θα μας τα δώσουν όταν φύγουμε. Υπόσχεση κάλπικη.

Μετά τη Λήμνο ήταν η Μακρόνησος. Εκεί χωρίσαμε. Σε άλλο στρατόπεδο ο Ρίτσος, σε άλλο εγώ, κι όταν βρεθήκαμε στο ίδιο στρατόπεδο, σε άλλον κλωβό εκείνος, σε άλλον εγώ.

Τον ξαναείδα έπειτα από τη μεταπολίτευση στον ηλεκτρικό.

- Πώς πάει η ζωγραφική; με ρώτησε αμέσως. Με τις νέες τάσεις, τη μοντέρνα τέχνη, δοκίμασες καθόλου;

- Προσπάθησα, αλλά δεν μπορώ, νιώθω ότι υποκρίνομαι, πως δεν είμαι ειλικρινής, είπα.

- Κάνε όπως αισθάνεσαι, κι η ειλικρίνεια είναι το παν στην Τέχνη.

Αυτό πίστευα κι εγώ από πάντα.

Πήγα μερικές φορές στο σπίτι του. Με δεχόταν πάντα εγκάρδια, με αγάπη. Του πρόσφερα το λεύκωμά μου «Ζωγραφική στην εξορία». Το ξεφύλλισε μια - μια σελίδα, και θυμηθήκαμε τα παλιά, όχι χωρίς κάποια νοσταλγία.

Κοντολογίς, πρέπει να πω πως ήταν καλή τύχη για μένα αυτή η «συμβίωση». Συνδεθήκαμε φιλικά, με επηρέασε θετικά, δέχτηκα απ' αυτόν πολλά. Γιατί δεν ήταν μόνο μεγάλος ποιητής, ήταν και άνθρωπος προσιτός.

Σημειώσεις

1 Το πλοίο «Χειμάρρα» ναυάγησε τότε, και πνίγηκαν εξόριστοι, δεμένοι με χειροπέδες.

2 Γ. Ρίτσου «Επικαιρικά», σελ 215.

3 Γ. Ρίτσου «Επικαιρικά», σελ. 202, 211.

4 Γ. Στεφανίδη «Ζωγραφική στην εξορία», λεύκωμα, σελ. 5.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ