Οκτώ και πλέον δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, το έργο κατέληξε στο ΚΚΕ, σύμφωνα με την επιθυμία της Αριστέας Ρέλια, που πέθανε φέτος και η οποία απέκτησε το σμιλευμένο κάλυκα πριν από 50 χρόνια. Την επιθυμία της φρόντισε να εκπληρώσει ο σύζυγός της Δήμος, οπαδός του Κόμματος από την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, που το προσέφερε στην ΚΕ του ΚΚΕ μαζί με 200 ευρώ μέσω της ΚΟΒ Καλαμαριάς. Με την παράκληση να εκπληρωθεί η επιθυμία της δικής του «Ελένης» και να μπει ο κάλυκας στο γραφείο της Γραμματέα της ΚΕ στον Περισσό. Για να κοσμεί και να θυμίζει...
Για παράδειγμα, από τη διακήρυξη πληροφορούμαστε πως ο ΣΥΝ «απορρίπτει τα σχέδια για δημιουργία Ευρωστρατού», τα οποία μέχρι πρότινος αποδεχόταν. Πλην όμως η φράση αυτή συνοδεύεται από την εξής: «όπως σήμερα προωθείται με λογική συμπληρωματική και ουσιαστικά υποτελή στο ΝΑΤΟ»! Ο Συνασπισμός επιμένει λανθασμένα να καθορίζει το χαρακτήρα του Ευρωστρατού, άρα και το ρόλο του, από τις σχέσεις του με το ΝΑΤΟ. Ακόμη όμως κι αν εξέλιπε το ΝΑΤΟ, ο Ευρωστρατός και πάλι θα αποτελούσε μια επικίνδυνη και αντιλαϊκή εξέλιξη, όντας μια πολεμική μηχανή στην υπηρεσία μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης για την υπεράσπιση ξένων προς τους λαούς συμφερόντων.
Αναζητώντας μια όποια βάση για να εδράσει την «κριτική» του απέναντι στην ΕΕ καταλήγει πάλι στα ίδια. Στις σχέσεις που αυτή οικοδομεί με τις ΗΠΑ και όχι στο χαρακτήρα που έχει ως ένωση καπιταλιστικών χωρών. Αναφέρεται στη διακήρυξη: «Σήμερα η ΕΕ χαρακτηρίζεται από νεοφιλελεύθερες πολιτικές υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου. Είναι εγκλωβισμένη στον ευρωατλαντισμό και ακολουθεί τα αυτοκρατορικά σχέδια της κυβέρνησης των ΗΠΑ».
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ωστόσο ασκούνται από κυβερνήσεις, όχι από κάποιο πολιτικό «βίτσιο», αλλά γιατί αυτή τη μορφή διαχείρισης έχει ανάγκη σήμερα το μεγάλο κεφάλαιο, πολιτικοί εκφραστές του οποίου είναι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ανταγωνίζεται και συμμαχεί με τις ΗΠΑ κατά περίπτωση και όπως προστάζουν τα συμφέροντα που θέλει να προωθήσει. Στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό ο ΣΥΝ σπεύδει από «αριστερά» να πάρει θέση υπέρ του ενός στρατοπέδου, στηλιτεύοντας τις ΗΠΑ που «δεν μπορούν να αποδεχτούν την ύπαρξη του δυνάμει ανταγωνιστή που θα αποτελούσε μια πολιτικά ενωμένη Ευρώπη, με ισχυρό κοινό νόμισμα, κοινή εξωτερική πολιτική, αυτόνομη αμυντική δομή».
Και όχι μόνο παίρνει θέση αλλά δυστυχώς καλλιεργεί επικίνδυνα διλήμματα, προτρέποντας τους λαούς της Ευρώπης, τα κινήματά τους, τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, να αποφασίσουν αν θα αποδεχτούν μοιρολατρικά το ρόλο που τους επιφυλάσσουν οι ΗΠΑ ή αν θα επιμείνουν στην πολιτική ενοποίηση, εξασφαλίζοντας την κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα! Κι αυτό μια και «το μέλλον της ΕΕ εξαρτάται καθοριστικά από την απάντηση στο δίλημμα αυτό».
Προφανώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δε συνιστούν «διχασμένες προσωπικότητες». Γνωρίζουν καλά τι πρέπει να πράξουν και το πράττουν στο ακέραιο. Αυτές οι ίδιες που εφαρμόζουν μια άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική ουδέποτε αντιμετώπισαν το δίλημμα της αυτοαναίρεσής τους. Το δίλημμα που πλασάρει ο Συνασπισμός απευθύνεται στους λαούς, στον ελληνικό πρωτίστως, με την ελπίδα να πιάσει τόπο, γιατί μόνο έτσι θα βαδίζουν με παρωπίδες στον ευρωμονόδρομο, έχοντας απολέσει τη δυνατότητα να δουν πως υπάρχει κι άλλος δρόμος δίπλα τους.
Η ηγεσία του ΣΥΝ γνωρίζει τις λαϊκές διαθέσεις απέναντι στην ΕΕ, γνωρίζει πως θα εκφραστούν στην κάλπη και φροντίζει να μην έρθει σε σύγκρουση μ' αυτές, υιοθετώντας κι ένα καταγγελτικό για την ΕΕ ύφος. Λέει: «Η νεοφιλελεύθερη μορφή του καπιταλισμού δεν αποτελεί αμερικάνικη εφεύρεση. Εμφανίστηκε στη Βρετανία της Θάτσερ και έβαλε τη σφραγίδα της στην οικοδόμηση της ΕΕ τη δεκαετία του '90 με τα κριτήρια σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας της Συνθήκης του Αμστερνταμ...». Σε άλλο σημείο αναφέρεται στη νομισματική ενοποίηση η οποία ακολούθησε τα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού. Πόση αξία έχουν όλα αυτά; Καμία. Ο ΣΥΝ ψήφισε το Μάαστριχτ, αρνούμενος ακόμη και τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που σήμερα το ζητά για την επικύρωση του Ευρωσυντάγματος (το οποίο μέχρι πρότινος επίσης αποδεχόταν). Δεν καταψήφισε το Αμστερνταμ. Αποδέχτηκε τη νομισματική ενοποίηση, ζητώντας την επίσπευση και της πολιτικής ενοποίησης. Σήμερα, άθελά του προφανώς, ομολογεί πως ψήφισε υπέρ των άγριων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με την κρυφή ελπίδα να μη θυμούνται και πολλοί τι έπραξε άλλοτε. Επειδή όμως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δε γνώριζε τι ψήφιζε, ισχυριζόμαστε με απόλυτη βεβαιότητα πως τυχοδιωκτικά φερόμενος υποκρίνεται, από σήμερα και έως τις 13 του Ιούνη.
Στην πολιτική διακήρυξη ο Συνασπισμός επαναφέρει την έννοια του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία». Σε συνδυασμό και με τα παραπάνω ουσιαστικά αυτό που ζητά είναι επιστροφή σε σοσιαλδημοκρατικές μορφές διαχείρισης κατά τα πρότυπα του κεϋνσιανισμού, απολύτως ξεπερασμένα για τον καπιταλισμό σήμερα. Μια όμως και μιλά για σοσιαλισμό, κάποια στιγμή θα πρέπει και να απαντήσει πώς αυτός επιτυγχάνεται. Σοσιαλισμός ως μορφή διαχείρισης του καπιταλισμού δε νοείται. Ο σοσιαλισμός προϋποθέτει την ανατροπή του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος, του οποίου η ΕΕ αποτελεί σάρκα εκ της σαρκός του. Ομως, ο ΣΥΝ στηλιτεύει ακόμα και τη θέση για αποδέσμευση πόσο μάλλον για διάλυση της ΕΕ. Οι αναφορές λοιπόν στο σοσιαλισμό στην πολιτική του διακήρυξη αποσκοπούν σε έναν αριστερό καλλωπισμό, κραυγαλέα όμως επιτηδευμένο.
Φυσικά κανείς δεν παραιτείται από τον αγώνα και τη διεκδίκηση, περιμένοντας το σοσιαλισμό να πέσει σαν μάννα εξ ουρανού. Είναι ο σημερινός κόσμος στον οποίο ξεδιπλώνονται ταξικοί κοινωνικοί αγώνες που στην πορεία θα δυναμώσουν και θα αποκτήσουν εντονότερα αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Πόση σχέση έχει όμως αυτό με τον εθελοντικό εγκλωβισμό της πάλης στα όρια που το ίδιο το σύστημα θέτει, με την απεμπόληση του δικαιώματος να τα αμφισβητήσεις και να τα σπάσεις; Δικαίωμα που είναι και υποχρέωση όσων μιλούν στο όνομα του σοσιαλισμού, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί συγχρόνως παντού, γιατί οι συνθήκες δε θα είναι ποτέ οι ίδιες παντού. Ο ΣΥΝ δεν έχει καμία τέτοια διάθεση. Ο ίδιος ομολογεί πως «στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο η ευρωπαϊκή Αριστερά οφείλει να αγωνίζεται άμεσα για τον συνολικό αναπροσανατολισμό των ασκούμενων πολιτικών».