Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση ήθελε να παρουσιάσει τη «νέα νίκη» ως περίπου «εν λευκώ» εντολή για την εφαρμογή του κυβερνητικού της προγράμματος.
Το «πρόβλημα» είναι ότι, όπως και στις εθνικές εκλογές, η ηγεσία της ΝΔ προσπάθησε να αποκρύψει επιμελώς το αποκρουστικό και βάρβαρο πρόσωπο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, είτε καταφεύγοντας στην ασύστολη δημαγωγία, είτε «πουλώντας» το παραμύθι ότι μια συνεπής ή νοικοκυρεμένη νεοφιλελεύθερη διαχείριση μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.
Με άλλα λόγια, ο Κ. Καραμανλής δεν τόλμησε να πει την αλήθεια στο λαό για το τι τον περιμένει.
Η καλύτερη απόδειξη είναι ότι «κράτησε» για τη δεύτερη κιόλας μέρα των ευρωεκλογών την κατάθεση του τρομονόμου, ακριβώς για να μην εισπράξει το πολιτικό κόστος στις ευρωκάλπες. Επίσης, άφησε για την επομένη των εκλογών την ανακοίνωση των στοιχείων, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα είναι η «πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης», καλλιεργώντας έτσι το έδαφος για μια άγρια λιτότητα, περικοπές κοινωνικών δαπανών, σαρωτικές αποκρατικοποιήσεις, κ.ο.κ.
Αντίθετα, ο Κ. Καραμανλής, μέχρι και στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός του στο Ζάππειο, διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους ότι δε θα πληρώσουν την «αντιμετώπιση του χρέους και των ελλειμμάτων» οι οικονομικά ασθενέστεροι, χωρίς να διευκρινίζει, όμως, ποιους θεωρεί ως τέτοιους - μήπως τους άστεγους;
Τη «γραμμή», για λογαριασμό συνολικά της άρχουσας τάξης, την εξέφρασε, άλλη μια φορά, ο Κ. Μητσοτάκης, που από το πρωί κιόλας της επόμενης μέρας κάλεσε την κυβέρνηση να προχωρήσει σε «βαθιές τομές» και «διαρθρωτικές αλλαγές», ώστε να γίνει η οικονομία πιο ανταγωνιστική και να έρθει η πολυπόθητη «ανάπτυξη», η οποία θα επιτρέψει να πάρουν το μερίδιό τους και οι οικονομικά ασθενέστεροι.
«Διαφεύγει», όμως, του επίτιμου προέδρου της ΝΔ, όπως και της κυβέρνησης που αυτή τη φορά χαιρέτισε ασμένως τις δηλώσεις του, ότι εδώ και κάμποσα χρόνια η οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς γύρω στο 4-5%, αλλά η θέση και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων έχουν χειροτερέψει...
Η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα θα συνεχίσει «με νέα ορμή και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα», διαβεβαίωσε το βράδυ της Κυριακής ο πρωθυπουργός. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα δείξει ορμή και αποφασιστικότητα στο μονόδρομο που «έδειξε» ο Κ. Μητσοτάκης.
Η υλοποίηση της «νέας» οικονομικής πολιτικής αποσκοπεί στη «διαμόρφωση ενός γόνιμου αναπτυξιακού περιβάλλοντος, με στόχο την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ο Κ. Καραμανλής, παραπέμποντας για τα «νέα» κίνητρα στο κεφάλαιο στα νομοσχέδια για το φορολογικό και την «ανάπτυξη» το φθινόπωρο.
Αυτή είναι η πραγματική προτεραιότητα της κυβέρνησης, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το γεγονός ότι καυτά κοινωνικά προβλήματα, όπως της ακρίβειας, της ανεργίας, της Παιδείας, της Υγείας, του Περιβάλλοντος, διαρκώς και οξύνονται.
Η σκληρή αυτή πραγματικότητα δεν επιτρέπει να ευδοκιμήσουν τα υπερφίαλα σχέδια για «πολιτική κυριαρχία», η οποία μάλιστα θα υποστηρίζεται από μια «πλατιά κοινωνική συμμαχία».
Οι λαϊκές μάζες, που εγκλωβίστηκαν στη ΝΔ,έδωσαν πίστωση χρόνου στη νέα κυβέρνηση, αλλά πρέπει να δουν την πολιτική της ΝΔ από την σκοπιά των δικών τους συμφερόντων και απαιτήσεων, χωρίς ψευδαισθήσεις και επανάπαυση. Η κυβέρνηση μπορεί να εκμεταλλεύεται ακόμα το γεγονός ότι όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές έχουν δρομολογηθεί από το ΠΑΣΟΚ, αλλά πολύ σύντομα θα αποδειχθεί ότι δε διαθέτει κάποια «άλλη» πολιτική, διαψεύδοντας παταγωδώς τις προσδοκίες, που επί χρόνια καλλιεργούσε για «πιο κοινωνικά ευαίσθητη» πολιτική.
Το «όραμα» του Κ. Καραμανλή, ταυτόσημο με αυτό του Κ. Σημίτη, πολύ σύντομα θα αποδειχθεί ότι είναι ζωντανός εφιάλτης για τα λαϊκά στρώματα.
Η «νέα ορμή και αποφασιστικότητα» δε στρέφεται, βέβαια, κατά του μεγάλου κεφαλαίου και των «διαπλεκόμενων» - ήδη «αγνοεί» την ύπαρξή τους ο πρωθυπουργός - αλλά κατά των κατακτήσεων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Είναι επιτακτική ανάγκη, λοιπόν, να αντιληφθεί η κυβέρνηση ότι δεν έχει «λυμένα τα χέρια» της, ούτε απολαμβάνει καμιάς «εμπιστοσύνης» το αντιλαϊκό πρόγραμμά της.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλο δρόμο παρά να το δείξουν ξεκάθαρα αυτό στην κυβέρνηση, ανεβάζοντας με τη σειρά τους την «ταχύτητα» και τους «ρυθμούς» των λαϊκών αγώνων. Το φθινόπωρο προβλέπεται «θερμό»...
Ομως, τα πρώτα δείγματα γραφής του «νέου» ΠΑΣΟΚ, όπως θέλει να το αποκαλεί ο Γ. Παπανδρέου, δείχνουν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο να αντιπαρατεθεί με την αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζει η ΝΔ, αλλά, αντίθετα, θα ενισχύσει το ...έργο της, ακολουθώντας ακριβώς τη γραμμή συναίνεσης πάνω στην οποία κινήθηκε η ΝΔ καθ' όλη την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ.
Μόλις την προηγούμενη Τρίτη, ψηφίστηκε επί της αρχής στη Βουλή το νομοσχέδιο που καθιερώνει τη μερική απασχόληση στο δημόσιο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ το καταψηφίζουν, όχι όμως επειδή είναι αντίθετοι με τη μερική απασχόληση και την παραπέρα ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, αλλά γιατί ήθελαν να καθιερωθεί ακόμη μεγαλύτερος αριθμός θέσεων μερικής απασχόλησης!
Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ λοιπόν ξεκάθαρα κινείται εναντίον των λαϊκών στρωμάτων. Το ΠΑΣΟΚ προσφέρει ουσιαστικά στήριξη στην κυβερνητική πολιτική όσο και αν καμουφλάρεται πίσω από δευτερεύουσας σημασίας διαφωνίες, όπως, π.χ., την περασμένη Πέμπτη κατά τη συζήτηση στην επιτροπή της Βουλής του ευρωτρομονόμου, όπου συμφώνησε με την ουσία του νομοσχεδίου της κυβέρνησης.
Μοναδικός στόχος αυτής της συντονισμένης επιχείρησης είναι ο εγκλωβισμός των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ. Πάνω σ' αυτή τη λογική στηρίζεται και η αντικομμουνιστική προπαγάνδα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με την οποία εγκαλείται το ΚΚΕ για «ακροδεξιές θέσεις». Το ΠΑΣΟΚ προχωράει σε μια αμερικανικού τύπου αντικομμουνιστική προπαγάνδα διότι ξέρει ότι από τη στιγμή που η πολιτική του είναι στην αντίπερα όχθη από τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων, θα πρέπει να ορθώσει διαχωριστικά τείχη ανάμεσα στους λαϊκούς ανθρώπους που ακόμα το ακολουθούν και στο ΚΚΕ. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ «φιλοδοξεί» ότι με τον τρόπο αυτό θα περιορίσει τον απεγκλωβισμό τέτοιων λαϊκών δυνάμεων και ότι θα δυσκολέψει την αγωνιστική συνάντησή τους με άλλους ριζοσπάστες αγωνιστές και με τους κομμουνιστές.
Τα λαϊκά στρώματα που ακολουθούν το ΠΑΣΟΚ, οι αγωνιστές που βρίσκονται μέσα στις τάξεις του, οι άνθρωποι που με την ψήφο τους του δίνουν «παράταση ζωής» μέσα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, πρέπει να κατανοήσουν ότι αυτό δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του λαϊκού υπερασπιστή απέναντι στην πολιτική της ΝΔ και της ΕΕ, γι' αυτό η θέση τους δεν είναι με το ΠΑΣΟΚ αλλά απέναντί του. Είναι μαζί με τους αγωνιστές που αντιπαλεύουν την πολιτική που υπηρετεί και στηρίζει, γιατί μόνο έτσι θα υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Αυτοί άλλωστε ήταν οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους ξεδίπλωσε την προεκλογική του εκστρατεία ο Συνασπισμός. Δεν υπήρξε δημόσια παρέμβαση στελέχους του που να μην αποσκοπούσε στον εξωραϊσμό του αντιλαϊκού χαρακτήρα της ΕΕ. Αυτός - ισχυρίζονταν - δεν είναι δεδομένος, είναι απόρροια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της ΕΕ, ως εκ τούτου αν αυτή περάσει σε άλλα χέρια τότε διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για φιλολαϊκές εξελίξεις. Στη βάση αυτή η ηγεσία του ΣΥΝ οικοδόμησε τα φιλοευρωενωσιακά της κηρύγματα. Δεν μπόρεσε όμως να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα που προκύπτουν αν μη τι άλλο από την ίδια την εμπειρία. Νεοφιλελεύθερη πολιτική και μάλιστα με εξαιρετικό ζήλο εφάρμοσαν σοσιαλδημοκρατικές ακόμα και κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Κεντροαριστεροί βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία. Κεντροαριστεροί πρωτοστάτησαν στο ξεθεμελίωμα εργασιακών, ασφαλιστικών και άλλων λαϊκών κατακτήσεων. Κι αυτό αποτελεί μια πρόσθετη απόδειξη πως η νεοφιλελεύθερη διαχείριση είναι αυτή που προκρίνεται σήμερα γιατί υπηρετεί πληρέστερα τα συμφέροντα του μεγάλου, ευρωπαϊκού και όχι μόνο, κεφαλαίου.
Πατώντας σε δύο βάρκες δεν απέφυγε την ψυχρολουσία αρκετές φορές. Προεκλογικά τέθηκαν από πολλές πλευρές ερωτήματα προς την ηγεσία του ΣΥΝ που ανέδειξαν τις παλινωδίες, τις αντιφάσεις, που τη διακρίνει. Ερωτήματα όπως, πώς γίνεται να εκτιμά στην πολιτική της διακήρυξη τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ως πηγή των δεινών που ταλανίζουν τους λαούς της Ευρώπης, έχοντας ψηφίσει υπέρ της και χωρίς ποτέ να έχει κρίνει εκείνη της την επιλογή λανθασμένη. Πώς γίνεται να τάσσεται υπέρ του ευρωστρατού αλλά κατά των επεμβάσεων τις οποίες αυτός θα κληθεί να φέρει σε πέρας. Γιατί δεν καταδίκασε εξαρχής το Ευρωσύνταγμα - και όχι μόνο δεν τον καταδίκασε αλλά ήταν ο Ν. Κωνσταντόπουλος αυτός που επιλέχτηκε από το ΠΑΣΟΚ ως αναπληρωτής του Κ. Σημίτη στη συντακτική συνέλευση - πράγμα που έκανε προεκλογικά. Ακόμα, πώς συμβιβάζεται το να κλίνει σε όλες τις πτώσεις την ενότητα και τη συνεργασία και την ίδια στιγμή να διαλύεται ο ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση του οποίου πανηγύριζε προ των βουλευτικών εκλογών.
Δεν ήταν τυχαία η επιθετικότητά της απέναντι στο ΚΚΕ ή για να ακριβολογούμε η άνευ όρων πολεμική εναντίον του. Μέσω της διαστρέβλωσης, της συκοφάντησης, του ευτελισμού της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ επιχειρήθηκε να αναχαιτιστεί ο κίνδυνος κονιορτοποίησης της σαθρής πολιτικής πρότασης του ΣΥΝ αλλά και η προοπτική αφύπνισης συνειδήσεων που θα εκφραζόταν στην κάλπη με καταδίκη των κομμάτων του ευρωμονόδρομου. Συστηματικά καθ' όλη την προεκλογική περίοδο η ηγεσία του κινδυνολογούσε ασύστολα πως η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ οδηγεί στην «απομόνωση», είναι «αντιευρωπαϊκή» και άρα επικίνδυνη για το λαό. Χωρίς βέβαια να μπαίνει ποτέ στον κόπο να εξηγήσει το γιατί ή να αντιπαραθέσει ουσιαστικά επιχειρήματα πέρα από αφορισμούς.
Φυσικά, η ρητορεία του δεν άντεξε τη σοβαρή κριτική και σε κάθε περίπτωση προσέκρουε στην ίδια την εμπειρία των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων. Σε ένα βαθμό αυτό εκφράστηκε και στην κάλπη. Απομένει να εκφραστεί και στο κίνημα το επόμενο διάστημα, που θα είναι τόσο πιο αποτελεσματικό όσο καταφέρνει και καθαρό μέτωπο να έχει στον αντίπαλο και ταξικό προσανατολισμό και να απομονώνει τους φορείς οπορτουνιστικών αντιλήψεων.
Τα μέλη της συντροφικής παρέας διαβάζουν «Ριζοσπάστη», διατυπώνουν κρίσεις, απορίες, και προτάσεις. Μετέχουν στις οικονομικές εξορμήσεις, αποτελούν έναν κρίκο κοινωνικής επικοινωνίας και ενισχύουν, κατά τα μέτρα των δυνατοτήτων τους, στην ενίσχυση του Κόμματος.
Αυτοί οι έντεκα, οι δεκαπέντε, αλλού οι περισσότεροι δεν είναι κομματικά μέλη, θα το ήθελαν οι περισσότεροι, αν οικογενειακές, βιοτικές και οικονομικές συνθήκες τούς το επέτρεπαν. Είναι όμως το προζύμι, είναι αυτός ο κοινωνικός περίγυρος που «παράγει αγωνιστές», που κάτω από άλλες συνθήκες ευαισθητοποίησε και κινητοποίησε τον κόσμο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και με εμπροσθοφυλακή το ΚΚΕ διατηρεί το πνεύμα της αντίστασης κατά της σημερινής ιμπεριαλιστικής βίας.
Η συντροφική μας παρέα, συζήτησε τα νέα στοιχεία από τις ευρωεκλογές στο ευρύτερο, αλλά και σε εθνικό επίπεδο με κορυφαία απόφαση: