ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Ιούλη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το θέατρο στην Κύπρο

Την «προαγωγή της θεατρικής τέχνης εν Κύπρω και της καλλιέργειας του θεατρικού καλλιτεχνικού συναισθήματος του λαού και των καλλιτεχνικών σχέσεων μεταξύ του κυπριακού θεατρικού κόσμου και του θεατρικού κόσμου της Ελλάδος και άλλων χωρών», έχει ως στόχους ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ), με βάση τον Ιδρυτικό του Νόμο (Αρ. 71) του 1970.

Ως ημικρατικός Οργανισμός, ο ΘΟΚ έχει καθ' ύλην αρμόδιο υπουργό τον υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Ο ΘΟΚ διοικείται από 9μελές Διοικητικό Συμβούλιο, διοριζόμενο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για θητεία 3 χρόνων και διευθύνεται από διευθυντή που διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και του οποίου ο διορισμός επικυρώνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Υπάρχει, επίσης, Καλλιτεχνική Επιτροπή, σώμα συμβουλευτικό για θέματα καλλιτεχνικά.

Θεατρική παράδοση

Θεατρική επαγγελματική παράδοση στην Κύπρο, άρχισε να δημιουργείται από τα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1940-'45), όταν, με τη δημιουργία θιάσων, όπως το «Λυρικό», το «Νέο Λυρικό», η «Ενωση Καλλιτεχνών Λευκωσίας», ο «Ορφέας» κ.ά., αναπτύχθηκε η ντόπια επιθεώρηση και καλλιεργήθηκε η ελληνική και βιεννέζικη οπερέτα.

Πριν τελειώσει ο πόλεμος, δημιουργήθηκε από την Αριστερά, με την ιδιαίτερη φροντίδα του Τεύκρου Ανθία, ο θίασος πρόζας «Προμηθέας», που έδωσε από τις αρχές του 1945 έως το καλοκαίρι του 1946, μια σειρά από ελληνικές ηθογραφίες, π.χ., «Καινούργια Ζωή», «Φουσκοθαλασσιές» και τα δύο του Δημήτρη Μπόγρη, «Φυντανάκι» και «Ντολμανοπούλα» του Παντελή Χορν, δράματα ελληνικά και ξένα, π.χ. «Ο γιος του Ισκιου» του Σπύρου Μελά, «Εισβολή» του Λ. Λέονωφ, «Ανδρειωμένοι» του Μελή Νικολαΐδη και κωμωδίες, όπως το «Αν δουλέψεις θα φας» του Νίκου Τσεκούρα, στην αρχή με σκηνοθέτη τον Αγγελο Βάζα, έναν Ελλαδίτη ηθοποιό που ζούσε μόνιμα στην Κύπρο και αργότερα τον επίσης Ελλαδίτη ηθοποιό Αδαμάντιο Λεμό, που ήρθε από τον Αίγυπτο.


Η προσπάθεια του «Προμηθέα» ανέδειξε μια άλλη ομάδα νέων ηθοποιών και πιο παλιών, που είχαν δουλέψει για το συντεχνιακό θέατρο, ενώ ταυτόχρονα υποχρέωσε το «Νέο Λυρικό» να στραφεί, για λόγους ανταγωνισμού, και αυτό προς την πρόζα με σκηνοθέτη τον γνωστό Κωστή Μιχαηλίδη και να δώσει έργα, όπως «Βαβυλωνία» του Δημήτρη Βυζάντιου, «Ποπολάρος» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, «Ρήγας Βελεστινλής» του Βασίλη Ρώτα.

Ομως, μόλις ο «Προμηθέας» διαλύθηκε, το «Νέο Λυρικό» επανήλθε στα προσφιλή του, την οπερέτα, την επιθεώρηση και τη φαρσοκωμωδία έως το 1949, που ανέστειλε τις δραστηριότητές του.

Η συνέχεια του «Νέου Λυρικού» θα εμφανιστεί στις αρχές της ιδιαίτερα δύσκολης για την Κύπρο δεκαετίας του 1950 και συγκεκριμένα το 1952 με το όνομα «Κυπριακό Θέατρο» με βασικό συντελεστή και πάλι τον Νίκο Παντελίδη και θα τα καταφέρει να επιβιώσει έως το τέλος της δεκαετίας, αρκούμενος, συνήθως, στη φτηνή φαρσοκωμωδία, ελληνική και ξένη.

Στα 1952 θα επιχειρηθεί από μερικά από τα στελέχη του «Προμηθέα», ένα καινούριο θεατρικό σχήμα, η «Κυπριακή Σκηνή», που όμως δε θα καταφέρει ποτέ να αποκτήσει το κύρος εκείνης της προσπάθειας του 1945 και 1946. Τέλος, στα 1957, ένα νέο σχήμα, με νέες ελπιδοφόρες δυνάμεις, οι «Ενωμένοι Καλλιτέχνες», θα δώσουν κυπριακές ηθογραφίες, επιθεωρήσεις, αλλά κάποτε και πιο απαιτητικά έργα. Γενικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η δεκαετία του 1950 είναι εποχή θεατρικής παρακμής, που συντήρησε όμως πολλές θεατρικές μονάδες.

Δεκαετία του 1960


Ο σημαντικότερος σταθμός στην ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου ήταν πρώτα η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ευθύς αμέσως η δημιουργία του Οργανισμού Θεατρικής Ανάπτυξης Κύπρου (ΟΘΑΚ), το 1961, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού, που κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις θεατρικές δυνάμεις που υπήρχαν και δρούσαν στον τόπο, για μια προσπάθεια ποιοτικής θεατρικής δραστηριότητας.

Ο ΟΘΑΚ κατάφερε για πρώτη φορά να επιχορηγηθεί από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και την κυπριακή και έτσι μπόρεσε στα πρώτα δύο - τρία χρόνια της ζωής του να λειτουργήσει ευπρόσωπα - αργότερα ξέπεσε στο εύκολο ρεπερτόριο - ξεκινώντας από τον «Δαντόν» του Μπούχνερ και συνεχίζοντας με «Πλούτο» του Αριστοφάνη, «Οθέλλο» του Σαίξπηρ, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλο, «Ψηλά από τη γέφυρα» του Μίλερ, «Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές» του Ανουίγ και άλλα, με σκηνοθέτη αρχικά τον Κωστή Μιχαηλίδη και ύστερα τους Εύη Γαβριηλίδη, Νίκο Σιαφκάλλη, Μόνικα Βασιλείου.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τον ΟΘΑΚ, δημιουργήθηκε το «Θέατρο Τέχνης», ως αποτέλεσμα μιας Δραματικής Σχολής, που από το 1959 άρχισε να λειτουργεί και που τελικά δεν ευδοκίμησε. Σκηνοθέτης τους ο δάσκαλός τους στη σχολή Θάνος Σακέτας, όμως η προσπάθεια έληξε άδοξα, γιατί όλοι οι ηθοποιοί μετακόμισαν για σπουδές στην Ελλάδα.

Συγχρόνως, το μουσικό θέατρο αυτά τα χρόνια θα το αντιπροσωπεύσει ευπρόσωπα, αλλά όχι με τη λάμψη, π.χ., του «Νέου Λυρικού» ο Θίασος Παπαδημήτρη. Ομως, οι δικοινοτικές ταραχές του Δεκεμβρίου του 1963 θα ανακόψουν προς στιγμή την πορεία του θεάτρου στην Κύπρο.

Το «Θεατράκι» του ΡΙΚ (1969-'71)

Με εμπνευστή τον πρώτο διευθυντή του ΡΙΚ, Αντρέα Χριστοφίδη, το ΡΙΚ ανέπτυξε μια μεγάλη θεατρική δραστηριότητα. Οι τηλεοπτικές θεατρικές παραστάσεις του ΡΙΚ σχολιάζονται με ευνοϊκές κριτικές στην Κύπρο και στην Ελλάδα για την πρωτοπορία και την καλλιτεχνική τους αρτιότητα, με ρεπερτόριο σύγχρονου ελληνικού και ξένου δραματολογίου.

Το 1969 ιδρύεται το θέατρο του ΡΙΚ, που δίνει παραστάσεις για το κοινό σε μια μικρή αίθουσα του κτιρίου του ΡΙΚ. Με πρωτεργάτες τον Αντρέα Χριστοφίδη και τον Εύη Γαβριηλίδη, το «Θεατράκι» δημιουργεί μια παράδοση ποιότητας σε δυο θεατρικές περιόδους (1969-1971), συσπειρώνοντας τις θεατρικές δυνάμεις του χώρου, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, ηθοποιούς και άλλους ανθρώπους του θεάτρου.

Το ρεπερτόριο συμπεριλαμβάνει έργα των: Μολιέρου «Ο Ασυλλόγιστος», Πιραντέλο «Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε», Ανούιγ «Ευρυδίκη», Πίντερ «Ο εραστής», Σάφφερ «Μαύρη κωμωδία», Μαξ Φρις «Ο Μπιντέρμαν και οι εμπρηστές», Λούλας Αναγνωστάκη «Διανυκτέρευση», Πάνου Ιωαννίδη «Γκρέκορυ», κατά την πρώτη περίοδο '69-'70 και: Γκολντόνι «Υπηρέτης δυο Αφεντάδων», Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου», Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», Γ. Θεοτοκά «Το παιγνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας», Τσέχωφ «Θείος Βάνιας», Ντύρενματ «Ρωμύλος ο Μέγας» κατά τη δεύτερη περίοδο 1970-'71.

Η υπόσχεση των υπευθύνων του μικρού θεάτρου του ΡΙΚ ήταν να αυτοδιαλυθεί, όταν η πολιτεία προχωρούσε στην ίδρυση ενός κρατικού θεάτρου. Αυτό έγινε, όταν το φθινόπωρο του 1971 άρχισε να λειτουργεί ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου.

Σχεδόν παράλληλα με τον ΘΟΚ, δημιουργείται (1972) η «Πειραματική Σκηνή». Η ομάδα αυτή ανεβάζει πρωτοποριακά ξένα και ελληνικά έργα των Χάντκε, Σκούρτη, Βιάν, Μουρσελά σε παραστάσεις που συζητούνται από το θεατρόφιλο κοινό της Λευκωσίας.

Ιδρυση Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου

Ιδρύεται το 1971, μετά από μελέτη του Τάκη Μουζενίδη, ο οποίος καλείται στην Κύπρο ως θεατρικός εμπειρογνώμονας της ΟΥΝΕΣΚΟ και μετά τις έντονες προσπάθειες τοπικών παραγόντων προς αυτήν την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων και ο αείμνηστος Παναγιώτης Σέργης. Πρώτος διευθυντής διορίζεται ο εξ Ελλάδος ηθοποιός Νίκος Χατζίσκος και πρώτος πρόεδρος του ΔΣ ο φιλόλογος Φρίξος Βράχας. Αργότερα, μετακαλείται από την Ελλάδα και αναλαμβάνει ως καλλιτεχνικός σύμβουλος (καλλιτεχνικός διευθυντής) ο γνωστός δάσκαλος του Νεοελληνικού Θεάτρου Σωκράτης Καραντινός. Μόνιμοι σκηνοθέτες διορίζονται οι Βλαδίμηρος Καυκαρίδης και Νίκος Σιαφκάλλης.

Πρώτη παράσταση του ΘΟΚ είναι ο «Αγαμέμνονας» (από την «Ορέστεια» του Αισχύλου), σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζίσκου στις 18 Νοεμβρίου 1971 στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας. Στις 20 Νοεμβρίου ανεβαίνει και η πρώτη επίσημη του ΘΟΚ στη Λεμεσό με τον «Ποπολάρο» του Γρηγορίου Ξενόπουλου σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, στο κινηματοθέατρο «Ριάλτο».

Το καλοκαίρι του 1973, ο ΘΟΚ παίρνει μέρος στις «Καλλιτεχνικές Εκδηλώσεις Σαλαμίνος», που διοργανώνονται για πρώτη φορά στο Αρχαίο Θέατρο Σαλαμίνας, με την τραγωδία του Σοφοκλή «Αίας», σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού. Με το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Καυκαρίδη στις αρχές του καλοκαιριού του 1974, ο ΘΟΚ, όπως και όλη η Κύπρος θα δεχτεί το πλήγμα του πραξικοπήματος της ελληνικής χούντας και της τουρκικής εισβολής.

Παρόλο τον ξεριζωμό των στελεχών του, την καταστροφή του τόπου και την προσφυγιά, ο ΘΟΚ ανασυγκροτείται και δραστηριοποιείται σε μια πρωτοφανή θεατρική εξόρμηση στην Ελλάδα με το έργο «Ομηροι» του Λουκή Ακρίτα, σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Καυκαρίδη και «Το νερό του Δρόπη» του Μιχάλη Πασιαρδή, επίσης σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Καυκαρίδη. Τα έσοδα των παραστάσεων, από 14.09.1974 - 04.11.1974, που ανήλθαν σε 26.000 λίρες, κατατέθηκαν στο Ταμείο Εκτοπισθέντων και Παθόντων του 1974, κρατώντας, όμως, για τον ίδιο τον οργανισμό μια πολύτιμη εμπειρία και τα θερμά σχόλια των κριτικών στην Ελλάδα.

Σήμερα, ο ΘΟΚ λειτουργεί τέσσερις σκηνές: Την Κύρια σκηνή, τη Νέα σκηνή, την Πειραματική σκηνή και την Παιδική σκηνή. Στα τριάντα τόσα χρόνια λειτουργίας του, έχει ανεβάσει πέραν των τριακοσίων έργων, τα οποία ποικίλλουν σε θεματολόγιο, δραματικό είδος, γλώσσα, προσέγγιση και φιλοσοφία.

Η στήριξη του ελεύθερου θεάτρου από τον ΘΟΚ είναι πολύπλευρη, με κύρια συμβολή την ετήσια επιχορήγηση συνολικού ύψους μισού εκατομμυρίου λιρών περίπου. Η επιχορήγηση αυτή, που στηρίζεται σε νέους, αναθεωρημένους όρους και μετρήσιμα κριτήρια, διατίθεται σε μη κερδοσκοπικούς θεατρικούς οργανισμούς, όπως, λ.χ., το Σατιρικό Θέατρο, το Θέατρο ΕΝΑ, την ΕΘΑΛ και το Θέατρο Σκάλα, επί του παρόντος, που αποδεδειγμένα ενισχύουν τη θεατρική ανάπτυξη στην Κύπρο.


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Ερείπια μιας άλλοτε δοξασμένης Τροίας

Τα άγνωστα έργα του Αισχύλου «Μυρμιδόνες, Νηρηίδες, Φρύγες» επέλεξε να παρουσιάσει ως τριλογία ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου στα Επιδαύρια, στις 6-7 Αυγούστου. Η ανασύνθεση των έργων βασίζεται στην ανολοκλήρωτη μελέτη του Bruno Snell, καθώς και σε πλήθος άλλων μελετητών που ασχολήθηκαν με τα αποσπάσματα, τα οποία βρέθηκαν διασκορπισμένα είτε σε παπύρους, είτε σε αναφορές άλλων σύγχρονων του ποιητή και Λατίνων συγγραφέων. Την ανασύνθεση και τη μετάφραση της τριλογίας υπογράφει ο Ηλίας Μαλανδρής, τη σκηνοθεσία της παράστασης ο Νίκος Χαραλάμπους, τα σκηνικά ο Αντης Παρτζίλης, τα κοστούμια ο Σταύρος Αντωνόπουλος, τη μουσική ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης, την κίνηση η Λία Χαράκη. Ερμηνεύουν: Τζένη Γαϊτανοπούλου (Θέτις), Δέσποινα Μπεμπεδέλη (Εκάβη), Μάριος Φραγκούλης (Αχιλλέας), Νίκος Χαραλάμπους (Αγαμέμνων), Βαρνάβας Κυριαζής, Σπύρος Σταυρινίδης, Νεοκλής Νεοκλέους, Στέλιος Καυκαρίδης, Στέλα Φυρογένη, κ.ά.

Ο Αχιλλέας είναι ο ήρωας στον οποίο επικεντρώνεται ο Αισχύλος, και παρακολουθεί τη μεταμόρφωσή του σε μεγαλόψυχο άνδρα και ήρωα σύμφωνα με το αρχαϊκό πρότυπο. «Ιδεολογικός ιστός της πρότασης του θιάσου είναι ένα μακρόσυρτο μοιρολόι, που διαρκεί όσο και το ίδιο το δρώμενο, το οποίο παρεμβαίνει, συνοδεύει, διακόπτει, σχολιάζει τους ήρωες και τις συγκρούσεις τους. Ο θίασος, μετά από την ομαδική είσοδό του στην ορχήστρα, θα είναι παρόν σε όλη τη διάρκεια της δράσης και θα μιμείται τη σπουδαία και τέλεια πράξη της κάθαρσης, ως "εσωτερικοί" θεατές μιας τελετουργίας πολεμικής απερισκεψίας, με κύριο ζητούμενο την ανάγνωση της Ιστορίας ως άσκοπης φάρσας», εξηγεί ο σκηνοθέτης.


Τηλεοπτική τρέλα

Δεν μπορώ πια να ξεφύγω από τη συνήθεια, να παρακολουθώ κάθε πρωί τουλάχιστον μισή ώρα τηλεόραση. Το περίεργο βέβαια είναι ότι σπάνια προσέχω αυτά που λέγονται κατά τη διάρκεια αυτού του ημίωρου. Απλώς αφήνω να γεμίζει ο χώρος μου με τους υπόκωφους τηλεοπτικούς ήχους, αφού, έτσι κι αλλιώς, οι ήχοι αυτοί έχουν γίνει η μόνιμη υπόκρουση της ζωής μας. Μ' αυτήν ξυπνάει σύμπαν το ελληνικό έθνος, μ' αυτήν και κοιμάται. Αυτή πληροφορεί, αυτή διαψεύδει, αυτή επιβεβαιώνει, αυτή ψυχαγωγεί, αυτή και απογοητεύει. Η τηλεοπτική υπόκρουση υποκαθιστά τη νεοελληνική πολιτική συνείδηση, το ιδεολογικό επιχείρημα του μέσου Ελληνα, την αυθαίρετή του πραγματικότητα, τη σύγχρονή του μυθολογία. Αυτή, τέλος πάντων, αποτελεί τον αναντικατάστατο ρόγχο της νεοελληνικής ενημέρωσης. Το είπε η τηλεόραση, ισχυρίζεται ο Ελλην εργαζόμενος ή μη, και στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει αντίρρηση. Η είδηση ή η απλή πληροφορία που συνοδεύεται από τα ηλεκτρονικά συστατικά και την προσωπική γοητεία του εκάστοτε τηλεπαρουσιαστή δεν αμφισβητείται από κανένα, αντίθετα αποτελεί τη βάση για να στηριχτεί επάνω της η περίφημη καθημερινότητα σε όλη την εθνική επικράτεια... Φυσικά και η δική μου.

Ετσι και χτες, είπα ν' αρχίσω τη μέρα μου με την είδηση που θα προσδιόριζε, την έτσι κι αλλιώς κλονισμένη διάθεσή μου, με ό,τι η τηλεόραση θα επέλεγε ως είδηση της ημέρας. Που ασφαλώς, υπέθετα τουλάχιστον, δε θα αφορούσε την απόφαση του Οτο Ρεχάγκελ σχετικά με την παραμονή του στην Εθνική Ελλάδος γεια σου, που λέει και το άσμα, ή θα υποχωρούσε στις πιέσεις των Γερμανών να αναλάβει τους ηττημένους της Πορτογαλίας. Θα αφορούσε, επομένως, τα προβλήματα της καλοκαιρινής μας ζωής. Τα χαμένα μικροόνειρα ενός Αιγαίου που ταξιδεύει μακριά από μας. Μιας θάλασσας, δηλαδή, που παγιδεύεται σε άλλα λιμάνια για να μας εγκαταλείψει ιδανικούς και ανάξιους εραστές, που λέει ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής της θαλασσινής μοναξιάς και της στεριανής απελπισίας. Είπα να αρχίσω τη μέρα μου, με την είδηση που θα μου άνοιγε ένα άλλο παράθυρο να αγναντέψω από κει την απέναντι γειτονιά ντυμένη με τ' αληθινά της τα χρώματα και όχι τα χρώματα των δηλώσεων και των χειροκροτημάτων, των εθνικών εξάρσεων και των κατασκευασμένων ενθουσιασμών... Να αγναντέψω την απέναντι γειτονιά, λουσμένη στο φως που χρόνια τώρα το καπηλεύονται αυτοσχέδιοι ρήτορες, παγκαδόροι ανίδεοι, αποτυχημένοι μαστόροι του θεαθήναι και των παρελάσεων. Να αγναντέψω, επιτέλους, τις παιδικές μου ώρες που μάταια τις αναζητώ στην ψεύτικη ευωχία των τηλεοπτικών ονειρώξεων, εγώ ένας ετοιμοθάνατος έφηβος μιας ζωής που δε λέει να τελειώσει ωραιωμένη και πλήρης, μέσα σε ήχους που δε λένε αυτό που εννοούν και εκβράζονται ανολοκλήρωτοι μαζί με τα ναυαγισμένα απορρίμματα των καραβιών του αποτυχημένου Κολόμβου των ψεύτικων ωκεανών και των πατρίδων που κανείς ποτέ δεν ονειρεύτηκε ούτε κατάφερε να εντοπίσει μέσα στον κόσμο τον ψεύτικο του ονείρου και της κάλπικης νοσταλγίας.

Τώρα θα μου πείτε πως μιλάω ασυνάρτητα, χωρίς ειρμό, με λέξεις άδειες να κατρακυλάνε πάνω σε ξύλινα τύμπανα, σε πλακόστρωτα καλντερίμια παρατημένα στους δρόμους μιας παράδοσης που δε λέει να αποκαλύψει το πραγματικό της νόημα. Ναι, δεν μπορώ να μιλήσω αλλιώς ούτε να γράψω αλλιώς, παρά μόνο ασυνάρτητα, με άδειες λέξεις. Με ρήματα που δε λένε και θαυμαστικά που δεν υπονοούν. Με αποσιωπητικά που δεν κρύβουν και επιθετικούς προσδιορισμούς που δεν περιγράφουν παρά μονάχα ολοφύρονται και εξαπατούν. Επιθετικούς προσδιορισμούς που αποκαλύπτουν το αδυσώπητο ψεύδος της καθημερινής μας θλίψης. Και κει σταμάτησα. Δεν άντεξα παραπάνω την τηλεοπτική ενημέρωση που περιέγραφε τους γάμους των Παρισίων και της Κωνσταντινούπολης. Γιατί άραγε!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ