ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 17 Σεπτέμβρη 2004
Σελ. /40
Μεγάλη η ποσότητα μικρή η ποιότητα!

Στις πρώτες μέρες της «Περεστρόικα», όταν τα πράγματα ήταν ακόμα θολά, παρακολούθησα ένα συνέδριο Σοβιετικών Κινηματογραφιστών. Εκεί υπήρξε μια μεγάλη διαφωνία για το είδος του κινηματογράφου που έπρεπε να παράγει η Σοβιετική Ενωση. Κάποιοι λέγανε πως έπρεπε να συνεχίσουν αυτόν που έφτιαχναν, βελτιώνοντάς τον, βέβαια, και κάποιοι άλλοι πως έπρεπε να παράγουν ταινίες σαν αυτές που έφτιαχνε η Δύση, για να γίνουν ανταγωνιστικοί. Το ίδιο ερώτημα, φαίνεται πως αντιμετωπίζει και η σημερινή Κίνα.

ΛΟΥ ΓΕ
Πορφυρή πεταλούδα

Η Ζανγκ Ζιγί και ο Λίου Γε
Η Ζανγκ Ζιγί και ο Λίου Γε
Η ταινία του Λου Γε έγειρε προς τη μεριά του ...ανταγωνισμού! Είναι ένα δυτικό προϊόν με ασιατικό περιτύλιγμα. Και αν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία είναι, ακριβώς, γι' αυτό το περιτύλιγμα. Γιατί φέρνει μαζί του μια «άλλη» κουλτούρα στα πρόσωπα, στις κινήσεις, στις σιωπές, στο ήθος, στους χώρους και τους χρόνους. Ετσι, ενώ και εδώ το πιστολίδι πάει σύννεφο, την ίδια ώρα έχουμε σύνθετα πλάνα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Εχουμε δράση και γεγονότα και έξω από το κάδρο μας.

Εχουμε μοναδική ατμόσφαιρα, μια Σαγκάη του '30 να την πιεις στο ποτήρι! Εχουμε ολοκληρωμένο και συνεπές εικαστικό αποτέλεσμα που αγκαλιάζει σκηνοθεσία, φωτογραφία, μοντάζ, μουσική, κοστούμια, και, κυρίως, υποκριτική. «Λεπτομέρειες», δηλαδή, που δε συναντάς εύκολα στις αντίστοιχες δυτικές ταινίες, αφού αυτές ρίχνουν, κυρίως, το βάρος τους μόνο στη δράση. (Πόσο θα αντέξει αυτή η κουλτούρα; Εξαρτάται από πολλά πράγματα...).

Μαντζουρία 1928. Ο Ιτάμι (Γιαπωνέζος) και η Σίνθια (Κινέζα) είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι που θα χωρίσει ο επικείμενος πόλεμος. Επειδή και οι δυο δρουν πολιτικά (ο καθένας για την πατρίδα του), ο χωρισμός τους θα είναι βίαιος, αφού και οι δυο βάζουν πρώτα το καθήκον. Ωστόσο, ο έρωτάς τους έχει και αυτός την αξία του. Και αυτή η αξία κάνει τα πρόσωπα δραματικά και το χωρισμό τραγικό.

Η ταινία κινείται πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, που από τη μια μεριά βρίσκεται το κατασκοπευτικό θρίλερ και από την άλλη η ερωτική τραγωδία. Ο δισταγμός - ή η σκοπιμότητα - του σκηνοθέτη να ξεκαθαρίσει τη θέση του μειώνει το αποτέλεσμα. Γιατί όταν γέρνει προς το κατασκοπευτικό θρίλερ γίνεται γρήγορη και υπερρεαλιστική (μιμητική άλλων κινηματογραφιών) και όταν γέρνει προς την ερωτική ταινία γίνεται αυθεντικά ποιητική, με αργούς «ασιατικούς» ρυθμούς, σημαίνουσες σιωπές και υπέροχα εικαστικά πλάνα. Ο Γε, βέβαια, παίρνει καλό βαθμό και για τις δυο επιτεύξεις. Η ίδια η ταινία, όμως, διασπάται...

Παίζουν: Ζανγκ Ζιγί (καλή ηθοποιός και πολύ όμορφη), Λίου Γε, Φενγκ Ουάνγκζε.

ΠΟΛ ΓΚΡΙΝΓΚΡΑΣ
Στη σκιά των κατασκόπων

Η Σκιά των Κατασκόπων είναι το «αυθεντικό», σε αντίθεση με την ταινία του Κινέζου Λου Γε, που είναι μια «απόπειρα» για να χτυπηθεί η αγορά! Εδώ υπάρχει η «αυθεντική» δράση, η «αυθεντική» φασαρία, η εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία.

Εδώ το σκηνοθέτη (που από αλλού ξεκίνησε (Bloody Sunday) και για αλλού πάει) δεν τον νοιάζουν τα σοφιστικέ πρόσωπα του Γε, οι αργοί ρυθμοί, οι «σωστές» γωνίες λήψης, οι «λεπτομέρειες». Αυτός με το πρώτο πλάνο αρχίζει ένα ανθρώπινο και ηχητικό τρεχαλητό και δε σταματάει παρά με το τέλος των τίτλων.

Ενας πληρωμένος δολοφόνος αποσύρεται (έχει πάθει και αμνησία)! Ομως, κανένας πληρωμένος δολοφόνος δεν μπορεί να αποσυρθεί! Τα «γεγονότα» τον αναγκάζουν να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Φεύγει από την Ινδία και επιστρέφει στην Ευρώπη για να τιμωρήσει και να βάλει τάξη στα πράγματα. Στη συνέχεια ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε!

Εδώ τα πράγματα και τα πρόσωπα είναι, όπως καταλαβαίνετε, σχηματικά. Και γι' αυτό, για να μην το πάρουμε χαμπάρι, όλα γίνονται γρήγορα και εκκωφαντικά. Πού μυαλό να σκεφτείς. Πριν προλάβεις να δεις το πιστόλι, εκείνο έχει ήδη σκοτώσει τον πρώτο και έχει περάσει στο δεύτερο στόχο! Και όλοι τρέχουν! Και τα τηλέφωνα να χτυπούν συνεχώς. Και να μη μένει αυτοκίνητο όρθιο. Και οι κακοί, όπως γίνεται σε αυτές τις σχηματικές ταινίες, πεθαίνουν και οι καλοί δικαιώνονται. Τώρα πόσο καλοί μπορεί να είναι οι πληρωμένοι δολοφόνοι είναι μια άλλη ιστορία!

Για να είμαστε δίκαιοι, αν κάποιος δε δίνει βάση στα «περί διαγραμμάτων», που σας ανέφερα, πρέπει να πούμε ότι η ταινία θα τον «ευχαριστήσει». Γιατί όλοι οι συντελεστές, ηθοποιοί, φωτογραφία, μοντάζ, ηχητική μπάντα (ήχος-μουσική), και προπαντός ο σκηνοθέτης, ξέρουν τι κάνουν. Φτιάχνουν μια ταινία, για τους θιασώτες του είδους, με «αυθεντικά» υλικά. Με βία και άγχος. Μια ταινία χορταστική. Μια ταινία που απαιτεί από εμάς το ελάχιστο. Τα μάτια μας και τα αυτιά μας, μονάχα. Τα υπόλοιπα τα προσφέρουν αυτοί!

Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Φράνκα Ποτέντε, Τζον Αλεν, Μπάιαν Κοξ, Τζούλια Στάιλς κ.ά.

ΤΖΟΣΟΥΑ ΜΑΡΣΤΟΝ
Κεχαριτωμένη Μαρία

Η Καταλίνα Σαντίνο Μορένο (δεξιά) με φίλη της (βαποράκι και αυτή)
Η Καταλίνα Σαντίνο Μορένο (δεξιά) με φίλη της (βαποράκι και αυτή)
Η Κεχαριτωμένη Μαρία είναι η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη. Ο ίδιος έγραψε και το σενάριο. Πρόκειται για μια ταινία, απ' αυτές που λέμε, «βιωματική». Αφού ο σκηνοθέτης γνώρισε και εκείνος προσωπικά μια «Κεχαριτωμένη Μαρία». Μια «Μαρία» βαποράκι που «κατάπινε» κάψουλες γεμάτες ηρωίνη και τις μετέφερε από την Κολομβία στη Βόρεια Αμερική (και όχι μόνον).

Ομως, συνήθως, τα βαποράκια δε γίνονται βαποράκια από χόμπι. Ιδιαίτερα τα βαποράκια της Κολομβίας είναι αποτέλεσμα της άγριας φτώχειας που βιώνει ο τόπος. Η φτώχεια, με όλα τα γνωστά συνεπακόλουθα, αναλαμβάνει τη στρατολόγησή τους και την εκπαίδευσή τους. Ετσι η «Μαρία» που παρουσιάζει η ταινία δεν είναι μια εξαίρεση. Είναι, δυστυχώς, ένα ελάχιστο μέρος της πραγματικότητας.

Η στρατολόγηση της Μαρίας είναι το πιο αδύνατο σημείο της ταινίας. Οι λόγοι και ο τρόπος της ένταξης δεν είναι κινηματογραφικά πειστικός. Οι χαρακτήρες - και ο χαρακτήρας της Μαρίας - είναι εξωτερικοί. Δε βιώνουν αυτά που ζούνε. Τα περιγράφουν. Από το σημείο, όμως, που η Μαρία δέχεται να γίνει βαποράκι, τόσο η ίδια όσο και η σκηνοθεσία (Βραβείο Alfred Bauer-καλύτερης πρώτης ταινίας Φ. Βερολίνου), σκηνή τη σκηνή, πλάνο το πλάνο, γίνονται τραγικά πειστικές. Ιδιαίτερα οι σκηνές της πρόβας, όπου η Μαρία εκπαιδεύεται για την κατάποση, είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστικές. Το ίδιο ρεαλιστικό είναι και το «περιβάλλον» της λατινο-αμερικάνικης μειονότητας στη Β. Αμερική.

Η ταινία είναι η πρώτη του σκηνοθέτη και φέρει τις αμαρτίες της πρώτης (άνιση). Ομως, φέρει και τις αρετές της πρώτης. Εχει αυθορμητισμό, πάθος και, σε πολλά σημεία, ειλικρίνεια. Γενικά, κρίνεται θετική!

Παίζουν: Καταλίνα Σαντίνο Μορένο (ασημένια άρκτο Φ. Βερολίνου) Γκιλιέντ Λοπέζ, Πατρίτσια Ράε.

ΣΙΛΒΙΟ ΣΟΛΝΤΙΝΙ
Η Αγκάθα και η καταιγίδα

Η Λίτσια Μαλιέτα, ο Τζουζέπε Μπατιστόν (ξαπλωτός) και Εμίλιο Σολφρίζι
Η Λίτσια Μαλιέτα, ο Τζουζέπε Μπατιστόν (ξαπλωτός) και Εμίλιο Σολφρίζι
Ο σουρεαλισμός για να αποδώσει - και για να δικαιωθεί - πρέπει να παντρέψει με απόλυτο τρόπο το όνειρο με την πραγματικότητα. Δυο καταστάσεις, δηλαδή, που μοιάζουν - εκ πρώτης όψεως - αντιφατικές.

Η ταινία του Σολντίνι, φοβάμαι πως δεν έφερε σε αίσιο πέρας αυτόν το γάμο! Βέβαια, σε πολλά σημεία της ταινίας υπάρχει το «απρόοπτο», το «παράλογο», η «υπερβολή», όμως όλα αυτά ελέγχονται. Αφού σε αρκετές στιγμές υπέκυψαν στη γοητεία του «κιτς», που υποτίθεται ότι σατιρίζει. Τα κοστούμια, για να ξεκινήσουμε απ' αυτά, δεν είχαν την «αυθαιρεσία» που χρειαζόταν για να δικαιώσουν τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες που έντυναν. (Σκεφτείτε Φελίνι, ας πούμε). Το ίδιο και τα ντεκόρ, που ήταν υπέρ του δέοντος συντηρητικά. (Δε φτάνει μόνο το χρώμα - κι αυτό χωρίς την έμπνευση, βλέπε Νταλί). Στη συνέχεια η μουσική και οι ήχοι. Εμοιαζαν να ανήκουν σε οποιαδήποτε ταινία και όχι σε μια «τρέλα», όπως πρέπει να είναι ο σουρεαλιστικός κινηματογράφος. Αλλά και η ίδια η κινηματογράφηση (φωτογραφία - σκηνοθεσία - μοντάζ) δεν απογειώθηκε. Παρέμεινε «κλασική». Μένουν η «υπόθεση» και το «παίξιμο» των ηθοποιών. Φτάνουν, όμως, μόνον αυτά για να δικαιολογήσουν το σουρεαλισμό; Δε φτάνουν!

Παρ' όλα αυτά η ταινία είναι αξιοπρόσεχτη. Γιατί, σε αρκετές στιγμές, διαθέτει δροσιά. Γιατί, σε κάποιες στιγμές, καταφέρνει να καταπολεμήσει τη σοβαροφάνεια και, τελικά, να ελευθερώσει τον «παιδισμό» μας. Είναι αρκετές οι φορές που λες «δε γίνονται αυτά», γιατί είναι τόσο «απλά» (αλλά και αποτέλεσμα τόσων πολλών «συμπτώσεων») αυτά που παρακολουθείς. Και σε αυτές τις στιγμές ο σουρεαλισμός δικαιώνεται!

Παίζουν: Λίτσια Μαλιέτα (πολύ καλή), Τζουζέπε Μπατιστόν, Εμίλιο Σολφρίζι, Μαρίνα Μασιρόνι, Κλαούντιο Σάνταμαρια.

ΓΙΑΪΜΕ ΡΟΖΑΛΕΣ
Οι ώρες της μέρας

Η ταινία πήρε το βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ των Κανών το 2003! Διάφορες σοβαρές εφημερίδες ανά τον κόσμο έχουν γράψει διθυραμβικές κριτικές!

Κάτω από όλο αυτό το «βάρος» και για να μη θεωρηθείς «ντεμοντέ», τρέχεις στον «ψυχίατρό» σου και τον ρωτάς αν ένας καθημερινός άνθρωπος μπορεί να φτάσει στο έγκλημα (χωρίς λόγο και αιτία) και στη συνέχεια να κάνει δεύτερο και στο μέλλον, ίσως (το θέμα μένει ανοιχτό), τρίτο, τέταρτο κλπ. Ο ψυχίατρος βεβαιώνει, και εσύ συμφωνείς, πως ναι, μπορεί! Μόνο που το «χωρίς λόγο και αιτία» είναι εξωτερικό. Στο βάθος της «ψυχής» αυτού του ανθρώπου γίνονται (συνειδητές ή ασυνείδητες) σοβαρές αναταράξεις. Αναταράξεις που η ψυχιατρική αγωνίζεται να ανακαλύψει και να εξηγήσει. Η ταινία, δυστυχώς, δεν έκανε την ίδια δουλιά. Δεν προσπάθησε καν. Ετσι ο Αμπελ, που η ζωή του είναι τόσο καθημερινή και μοιράζεται ανάμεσα στο μαγαζί του, στη μητέρα του, στο κρεβάτι της φίλης του, στο περίπτερο και στο μπαρ της γειτονιάς, έμεινε έκθετος από τον σκηνοθέτη. Και σκοτώνει «χωρίς λόγο και αιτία». Αφού αυτή η καθημερινότητα, που φυσικά και μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα, δεν τον διαφοροποίησαν σε κανένα σημείο της καθημερινότητάς του. Δε λέω να βάλει τις φωνές, να σπάσει ό,τι υπάρχει μπροστά του (σχηματικά πράγματα), αλλά κάπου, στην άκρη του ματιού του, έστω, να φανεί αυτό που γίνεται μέσα του. Να μας «υποψιάσει» ότι δε σκοτώνει «χωρίς λόγο και αιτία». Τότε θα κατανοούσαμε, και θα συγχωρούσαμε, ακόμα και τη γραφή της ταινίας. Τα αργά πλάνα, τα «άδεια» κάδρα, τη δράση χωρίς πρόσωπα και τους ατελείωτους, τάχα μου αδιάφορους, διαλόγους.

Η άποψη ότι όλα τα παραπάνω οδηγούνε, σώνει και καλά, στο έγκλημα δε στέκει γερά στα ποδάρια της. Μπορεί να οδηγούν, και το πιο πιθανόν, μάλιστα, στην αυτοκτονία. Ή στο έγκλημα από «εκδίκηση», από αηδία, από... αλλά τότε θα είχαμε άλλον ήρωα και άλλη ταινία!

Παίζουν: Αλεξ Μπρέντεμουρ, Βισέντε Ρομένο



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ