ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Οχτώβρη 2004
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ
Ενα «μέτωπο» από παλιά ανοίγει...

Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Κόλιν Πάουελ, επισκέφθηκε τον τόπο της πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης, στο Ριάντ, το Μάη του 2003 και επαναδιατύπωσε την εμπιστοσύνη του στον οίκο των Σαούντ. Ανεπισήμως, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα

Associated Press

Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Κόλιν Πάουελ, επισκέφθηκε τον τόπο της πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης, στο Ριάντ, το Μάη του 2003 και επαναδιατύπωσε την εμπιστοσύνη του στον οίκο των Σαούντ. Ανεπισήμως, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα
Τέσσερις μήνες μετά την πολύνεκρη επίθεση στο οικιστικό συγκρότημα του Κχόμπαρ στη Σαουδική Αραβία, η κατάσταση στο βασίλειο παραμένει ασταθής και εξαιρετικά επικίνδυνη. Εστω και αν δε γίνονται πρώτο θέμα στα διεθνή ΜΜΕ, οι δολοφονίες ξένων υπηκόων συνεχίζονται, με τελευταίο θύμα έναν Γάλλο. Η σαουδαραβική ηγεσία επιμένει ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο και ότι η κλιμάκωση της βίας στο βασίλειο δεν είναι παρά ο επιθανάτιος ρόγχος της ανατρεπτικής προσπάθειας μιας περιορισμένης, αριθμητικά, ομάδας εξτρεμιστών. Μια προσεκτικότερη ματιά, όμως, εντός της χώρας καθώς και μια συνολική εκτίμηση των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου διαψεύδουν αυτές τις διαβεβαιώσεις.

Στο, πάλαι ποτέ, απολύτως ήρεμο βασίλειο, σήμερα είναι εύκολα αντιληπτή μια υποβόσκουσα ένταση που γίνεται πιο απτή από τα εκατοντάδες σημεία ελέγχου ακόμη και μέσα στις μεγαλουπόλεις. Από το 2003, οπότε σημειώθηκαν οι πρώτες μεγάλες επιθέσεις, μέχρι σήμερα, τα περιστατικά συγκρούσεων ανάμεσα σε ενόπλους και αστυνομικούς είναι πολυάριθμα ακόμη και μέσα στις πόλεις.

Σαρωτικό είναι και το κύμα συλλήψεων, το οποίο, φυσικά, δεν έχει περιοριστεί στους «εξτρεμιστές». Αντίθετα, έχει συμπεριλάβει όλους τους εν δυνάμει «εχθρούς» της ηγεμονίας των Σαούντ, αρχής γενομένης από ηγέτες της σιιτικής μειονότητας που κατοικεί στις νοτιοδυτικές και πλούσιες σε πετρέλαιο περιοχές της χώρας. Δε γλίτωσαν ούτε οι επικεφαλής ορισμένων πραγματικά ολιγάριθμων οργανώσεων, των οποίων αιτήματα δεν ξεπερνούν την ίδρυση συνταγματικής μοναρχίας και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η ...«αλ Κάιντα» και οι στόχοι της

Σημείο ελέγχου έξω από σαουδαραβικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.

Associated Press

Σημείο ελέγχου έξω από σαουδαραβικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.
Παρ' όλα αυτά, οι επιθέσεις συνεχίζονται και η ανασφάλεια εντείνεται. Οπως επισημαίνουν παράγοντες της πετρελαϊκής βιομηχανίας, είναι, μάλλον, ανεδαφικός ο φόβος για πλήγμα κατά των σαουδαραβικών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και μάλιστα σε μια εμβέλεια τέτοια που θα προκαλέσει διακοπή της ροής του μαύρου χρυσού στην αγορά. Χαρακτηριστικά, τονίζουν ότι οι σαουδαραβικές εγκαταστάσεις είναι, ίσως, οι καλύτερα προστατευμένες στον κόσμο και η τεχνική τους αρτιότητα είναι τέτοια που ακόμη και αν μία δεχτεί πλήγμα, οι υπόλοιπες, πολύ γρήγορα, θα μπορέσουν να καλύψουν το κενό στην παραγωγή.

«Ισως γι' αυτό, οι εξτρεμιστές δε στοχεύουν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις αλλά ανθρώπους και οικιστικά συγκροτήματα, με αποκλειστικό στόχο να προκαλέσουν κύμα πανικού, που θα οδηγήσει σε μαζικές αποχωρήσεις από τη χώρα εργαζομένων, ξένων επιχειρήσεων και επενδυτών», παρατηρεί ο Κάιλ Κούπερ, αναλυτής στο CityGroup Global Markets. «Ακόμη, όμως, και αν οι ξένες εταιρίες απομακρύνουν το προσωπικό τους, πιθανότατα η σαουδαραβική πετρελαϊκή παραγωγή να μην επηρεαστεί καθόλου», συμπληρώνει ο Μουχάμαντ Αλι Ζαΐνι, από το βρετανικό Κέντρο Ενεργειακών μελετών, υπενθυμίζοντας ότι ο μεγαλύτερος πετρελαϊκός παράγοντας στη χώρα, η σαουδαραβική εταιρία Aramco, απασχολεί κατά 90% ντόπιους.

Την ίδια στιγμή, ήδη από το 2003, πολλοί αναλυτές επισήμαναν ότι η πραγματοποίηση πολύνεκρων επιθέσεων κατά πολιτών, και μάλιστα αρκετών μουσουλμάνων εντός της Σαουδικής Αραβίας, υποδεικνύει, στην καλύτερη περίπτωση, μια δραματική στροφή στην τακτική και τις επιλογές της «αλ Κάιντα», εφόσον δεχτεί κανείς ότι πίσω από όλα αυτά κρύβεται αυτή η οργάνωση. Μια οργάνωση που, όπως φαίνεται λειτουργεί περισσότερο ως λογότυπο για τους «ιδεολογικούς συνοδοιπόρους» του μπιν Λάντεν παρά ως συγκροτημένο κίνημα με σαφή κέντρα καθοδήγησης και ελέγχου.

Η επέμβαση των Σαουδαράβων κομάντος στην υπόθεση ομηρίας στο Κχόμπαρ, τον Μάη, εκτός από το ότι κατέληξε σε αιματοχυσία, δημιούργησε πολλές υποψίες περί συνεργασίας μεταξύ «εξτρεμιστών» και μελών των δυνάμεων ασφαλείας

Associated Press

Η επέμβαση των Σαουδαράβων κομάντος στην υπόθεση ομηρίας στο Κχόμπαρ, τον Μάη, εκτός από το ότι κατέληξε σε αιματοχυσία, δημιούργησε πολλές υποψίες περί συνεργασίας μεταξύ «εξτρεμιστών» και μελών των δυνάμεων ασφαλείας
«Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, ο στόχος της αλ Κάιντα, με βάση τις ανακοινώσεις και τη δράση της, ήταν οι ΗΠΑ και όχι η Σαουδική Αραβία, πόσο μάλλον οι κάτοικοί της. Αν, όντως, οι τελευταίες επιθέσεις στο βασίλειο οφείλονται σε οπαδούς της αλ Κάιντα, τότε πρόκειται για ακραία αλλαγή θέσεων και τακτικής», τονίζει ο Ναθάνιελ Μπράουν, καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων, στο Πανεπιστήμιο «Τζορτζ Ουάσινγκτον», των ΗΠΑ. Ανάλογη είναι και η εκτίμηση του Ρότζερ Κρέσεϊ, πρώην ανώτερου αξιωματούχου της αμερικανικής αντιτρομοκρατίας, που υποστηρίζει ότι «αν όντως η αλ Κάιντα ευθύνεται για τις επιθέσεις, τότε πρόκειται για ριζική αποσύνδεση της οργάνωσης από τις παραδοσιακές θέσεις της. Τότε μιλάμε για μια άλλη οργάνωση».

Για να μπορέσει, λοιπόν, κάποιος να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτό το θολό τοπίο, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο απολύτως λογικό ερώτημα: ποιος θα είχε όφελος από την αποσταθεροποίηση της Σαουδικής Αραβίας και την ενίσχυση της λαϊκής δυσαρέσκειας κατά του οίκου των Σαούντ;

Ο μπιν Λάντεν και...

Ο Σαουδάραβας κροίσος, ίσως, είναι ο μοναδικός ξεκάθαρος αντίπαλος της σαουδαραβικής ηγεσίας ή τουλάχιστον εκείνης της ομάδας στους κόλπους της βασιλικής οικογένειας που κατηγορεί ως «συνεργάτες των απίστων και προδότες του Ισλάμ». Η επωδός του περί εκδίωξης των « απίστων από τους ιερούς τόπους» είναι γνωστή. Ανδρωμένος στους διαδρόμους της ηγεσίας του βασιλείου και γαλουχημένος σε ένα σύστημα απόλυτου αυταρχισμού, ανελευθερίας και θεοκρατικής αντίληψης της εξουσίας, ο μπιν Λάντεν, σαφέστατα, δεν επιδιώκει καμία ριζική αλλαγή στη ζωή της πλειοψηφίας του σαουδαραβικού λαού.

Επίσης, γνωρίζει πολύ καλά κάτι που πολλοί Δυτικοί αναλυτές φαίνεται να αγνοούν. Μετά από τόσες δεκαετίες αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας της οικογένειας Σαούντ, που θεμελίωσε την απόλυτη εξουσία της στην, ελέω Θεού, διακυβέρνηση και στην αυστηρή εφαρμογή του ισλαμικού νόμου - σαρία -, το διακύβευμα για την πλειοψηφία των απλών Σαουδαράβων δεν είναι οι ανύπαρκτες, εδώ και δεκαετίες, αξίες της «ατομικής ελευθερίας, της δημοκρατίας» κλπ. Το πρόβλημα είναι ότι η βασιλική οικογένεια, σε μεγάλο βαθμό, δε συμπεριφέρεται «όπως θα έπρεπε στο πλαίσιο της σαρία». Με άλλα λόγια, πολλοί είναι εκείνοι που κατηγορούν τη βασιλική οικογένεια για έντονες φιλοδυτικές τάσεις, για εγκατάλειψη της ισλαμικής ηθικής μέσα από φαινόμενα φαυλότητας και εκτεταμένης διαφθοράς.

...οι «άπιστοι»

Σε αυτά τα αυτιά, τα λόγια περί «γενικότερου εκδημοκρατισμού της χώρας» δε λένε πολλά. Αντίθετα, όπως υπογραμμίζει ο Αμίρ Μπάτλερ, διευθυντής της αυστραλέζικης Επιτροπής Μουσουλμανικών Υποθέσεων, αυτές οι διακηρύξεις προκαλούν ανησυχία και οργή, γιατί δε θα πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε ένα στάδιο καθυστερημένης φεουδαρχικής ανάπτυξης και αυτό αντανακλάται και στο επίπεδο συνείδησης των πολιτών της. Η λαϊκή αγανάκτηση, μάλιστα, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν οι «εκδημοκρατικές συστάσεις» προέρχονται από τα χείλη της Ουάσινγκτον, που για την πλειοψηφία της κοινής γνώμης στη Σαουδική Αραβία είναι ο βασικός παράγοντας «εκμαυλισμού» της βασιλικής οικογένειας.

Αν οι Δυτικοί αναλυτές επιμένουν να αγνοούν την κοινωνικο - οικονομική πραγματικότητα στο βασίλειο και τη νοοτροπία των υπηκόων του, ο μπιν Λάντεν γνωρίζει και τις δύο όψεις του νομίσματος πολύ καλά. Και το αξιοποιεί. Υποθάλπει και ενισχύει τη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του οίκου των Σαούντ μέσα από τα ακραία θρησκευτικά του κηρύγματα, προσπαθώντας να αντλήσει «μαχητές».

Ταυτόχρονα, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μη διακρίνει κανείς, πίσω από τον ισλαμικό μανδύα των κηρυγμάτων του, την προσδοκία του για ανάληψη της εξουσίας στη μεγαλύτερη πετρελαιαγωγό χώρα του κόσμου. Μια προσδοκία που αντανακλά την επιθυμία μιας ολιγάριθμης, υπό διαμόρφωση αστικής τάξης, που αριθμεί οπαδούς ακόμη και εντός της βασιλικής οικογένειας, και βλέπει τις επιδιώξεις της για περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη να ασφυκτιούν από την οικογενειοκρατία μιας ισχυρής ομάδας των Σαούντ.

Η Ουάσιγκτον...

Αν ο μπιν Λάντεν είναι ο ένας επίδοξος διεκδικητής της εξουσίας των Σαούντ, ο άλλος, λένε πολλοί αναλυτές, είναι η Ουάσιγκτον. Επισήμως, ο Λευκός Οίκος επιμένει ότι με το Ριάντ τον συνδέουν σχέσεις «στενής συνεργασίας και καλής συμμαχίας». Παράλληλα, όμως, Αμερικανοί αξιωματούχοι διαρρέουν πληροφορίες περί βαθιάς δυσαρέσκειας «επειδή το Ριάντ δεν επιδεικνύει ιδιαίτερο ζήλο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερες «εκθέσεις» ειδικών έρχονται στη δημοσιότητα, θέτοντας στο στόχαστρο των ΗΠΑ την «καλή σύμμαχο».

Οταν στα τέλη Αυγούστου του 2002, ο συνεργάτης του Πενταγώνου και του γνωστού Ρίτσαρντ Περλ, Λόρεντ Μουράβιεκ, σε έκθεσή του χαρακτήριζε το Ιράκ «τακτικό μοχλό» και τη Σαουδική Αραβία «στρατηγικό στόχο» των γενικότερων σχεδίων της Ουάσιγκτον για την αναδιαμόρφωση ολόκληρης της περιοχής και μιλούσε σαφώς για «στρατιωτική κατοχή των πετρελαϊκών της κοιτασμάτων», ο περισσότερος κόσμος εξεπλάγη. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Μουράβιεκ δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να ανακεφαλαιώσει σχέδια που υπάρχουν στα αμερικανικά επιτελεία και έχουν, κατά διαστήματα, επανέλθει στο προσκήνιο, ήδη από το 1973. Και αυτό είναι σίγουρα έκπληξη!

...και τα παλιά «σχέδια εκδημοκρατισμού»

Σύμφωνα με αρχεία του βρετανικού ΥΠΕΞ, που αποχαρακτηρίστηκαν στις αρχές του 2004, ήδη από το φθινόπωρο του 1973 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ο ισραηλινο - αραβικός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και η Σ. Αραβία εδραίωνε τη θέση της στην αραβική κοινή γνώμη και στην παγκόσμια οικονομία επιβάλλοντας εμπάργκο πετρελαίου, η αμερικανική διοίκηση υπό τον πρόεδρο Νίξον απεργαζόταν σχέδια στρατιωτικής επέμβασης στο βασίλειο. Συγκεκριμένα, ο τότε Αμερικανός ΥΠΕΞ, Τζέιμς Σλέσινγκερ, ενημέρωνε τον Βρετανό πρέσβη στην Ουάσιγκτον Λόρδο Κρόμερ ότι «το συμπέρασμα από την κρίση στη Μέση Ανατολή είναι ότι οι βιομηχανικές χώρες εξαρτώνται διαρκώς από τις διαθέσεις υποανάπτυκτων χωρών και είναι προφανές ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η στρατιωτική βία».

Στις 13 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, σε έκθεσή τους, εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ έχουν, ήδη, ετοιμάσει στρατιωτικά σχέδια και μπορούν με λιγότερο από 15.000 στρατιώτες να εισβάλουν και να επιβάλουν κατοχή στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Σ. Αραβίας. Σύμφωνα, πάντα, με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, τα σχέδια αυτά «πάγωσαν» αλλά δεν ακυρώθηκαν, με την εκεχειρία στην ισραηλινο-αραβική διένεξη και την άρση του πετρελαϊκού εμπάργκο το Μάρτη του 1974.

Εκτοτε, τα σενάρια αυτά έχουν πολλάκις δει το φως της δημοσιότητας. Το 1975, ο Ρόμπερτ Τάκερ, αναλυτής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, σε άρθρο του, με τίτλο «Πετρέλαιο: Το βασικό ζήτημα για αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις», υπογραμμίζει ότι «χωρίς στρατιωτική επέμβαση, υπάρχει η πιθανότητα οικονομικής καταστροφής... το αραβικό πετρέλαιο στον Κόλπο είναι το νέο Ελ Ντοράντο και χρειάζεται τους κατακτητές του...». Λίγους μήνες αργότερα, με το ψευδώνυμο Μάιλς Ιγκνότους, ένας αναλυτής που φέρεται να είναι ο Χένρι Κίσινγκερ, επιμένει στην ανάγκη αμερικανικής στρατιωτικής κατοχής των σαουδαραβικών πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Τον Αύγουστο του 1975, μελέτη της αμερικανικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για τις ΗΠΑ «πιθανοί στρατιωτικοί στόχοι λόγω πετρελαίου είναι η Σ. Αραβία, το Κουβέιτ, η Βενεζουέλα, η Νιγηρία και η Λιβύη».

Στα μέσα της δεκαετίας του '90, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, λίγους μήνες αφού ανέλαβε την ισραηλινή πρωθυπουργία, ζήτησε από τον Ρίτσαρντ Περλ ως εκπρόσωπο του ισραηλινο-αμερικανικού Ινστιτούτου Προωθημένης Στρατηγικής και Πολιτικών Μελετών, να εκπονήσει μια «στρατηγική περιφερειακή έκθεση για το Ισραήλ». Ο Περλ, στην έκθεσή του, επισημαίνει την ανάγκη να ανατραπεί η ισραηλινο-παλαιστινιακή συμφωνία του Οσλο και η «ειρηνευτική διαδικασία», να προκληθεί παλαιστινιακή και κατ' επέκταση αραβική αντίδραση, να δαιμονοποιηθεί ο Γιάσερ Αραφάτ και να χαρακτηριστεί τρομοκρατία κάθε ένοπλη αντίδραση, να ανατραπεί ο Σαντάμ Χουσεΐν και η συριακή ηγεσία, να «αναδιαμορφωθεί όλη η περιοχή με την επιβολή δημοκρατικών καθεστώτων». Ετσι, το Ισραήλ θα μεταμορφωθεί σε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή και οι ΗΠΑ θα έχουν τις αφορμές να προχωρήσουν σε επιτελικό έλεγχο, όχι απαραίτητα διά της στρατιωτικής βίας, όλων των αραβικών πετρελαϊκών κοιτασμάτων.

«Εάν κατέχουμε το Ιράκ όλα θα είναι ευκολότερα», εξηγεί ο Τζέιμς Ακινς, πρώην Αμερικανός διπλωμάτης. «Ουσιαστικά κατέχουμε το Κουβέιτ, το Κατάρ και το Μπαχρέιν. Απομένει, λοιπόν, η Σαουδική Αραβία. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απλώς θα ακολουθήσουν, χωρίς αντίσταση, αν ολοκληρωθούν αυτά τα σχέδια».


Η αδιέξοδη ισορροπία των Σαούντ

Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι δεν μπορεί κανείς να απομονώσει τα τεκταινόμενα εντός της Σαουδικής Αραβίας από τις εξελίξεις σε ολόκληρη την περιοχή του Κόλπου. Είναι, επίσης, σαφές ότι πολλοί θα ήθελαν, ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία, να δουν τον οίκο των Σαούντ να καταρρέει, είτε γιατί θεωρούν ότι θα ανοίξει ο δικός τους δρόμος για την εξουσία είτε γιατί εκτιμούν ότι τότε θα είναι ευκολότερη μια στρατιωτική επέμβαση. Υπό αυτό το πρίσμα, η θέση της σαουδαραβικής ηγεσίας αποδεικνύεται δυσκολότερη από ποτέ άλλοτε. Η βασιλική οικογένεια στήριξε την απόλυτη, αυταρχική και σκοταδιστική της ηγεμονία σε δύο βασικούς πυλώνες: στην ακραία έκφραση του Ισλάμ και στην αμερικανική υποστήριξη.

Σήμερα, φαίνεται ότι και οι δύο πυλώνες σείονται συθέμελα, υποχρεώνοντας τους Σαούντ σε μια ισορροπία τρόμου. Αν επιλέξουν τον πυλώνα της θρησκείας για να κατευνάσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να αποστομώσουν τους επικριτές «τύπου μπιν Λάντεν», διαλύουν οριστικά με απρόβλεπτες συνέπειες τις ρηξικέλευθες σχέσεις τους με την Ουάσιγκτον. Αν ακολουθήσουν «σκληρή γραμμή» απέναντι στους θρησκευτικούς εξτρεμιστές, που οι ίδιοι μαζί με το Λευκό Οίκο εξέθρεψαν και χρησιμοποίησαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, «ρίχνουν λάδι στη φωτιά» που σιγοκαίει τα θεμέλια της εξουσίας τους και έχει, ήδη, διαβρώσει το μηχανισμό άσκησής της, αφού πλέον είναι περισσότερο από έντονες οι υποψίες ότι οι «εξτρεμιστές» έχουν συμπαθούντες και συνεργάτες μέσα στις δυνάμεις ασφαλείας και τη βασιλική οικογένεια. Και ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι ανάμεσα στους δύο αυτούς φαινομενικά «αντίθετους» πυλώνες, δεν υπάρχουν και δίοδοι επικοινωνίας, πόσο μάλλον που η «αλ Κάιντα» κάθε άλλο παρά συγκροτημένη οργάνωση αποδεικνύεται ότι είναι.

Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, το μόνο βέβαιο είναι πως το σαουδαραβικό βασίλειο, όπως και ολόκληρος ο Κόλπος, βρίσκονται στη δίνη ενός ανηλεούς πολέμου για τον έλεγχο των ενεργειακών κοιτασμάτων και των δρόμων της πολύτιμης, για την εγκαθίδρυση παγκόσμιας ηγεμονίας, Ευρασίας. Ενός πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και όλων των, κατά περίπτωση «συμμάχων» ή «αντιπάλων», ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η ΕΕ και ορισμένες ισχυρές της δυνάμεις ξεχωριστά (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία κ.ά.). Ενός πολέμου που, όπως φαίνεται, μόλις άρχισε και σε εξέλιξη βρίσκονται μόνο οι πρώτες του μάχες: Ιράκ, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ