Συζήτηση με τον ποιητή, συνεργάτη του «Ρ», Γιώργο Κακουλίδη για τη σημερινή κοινωνία και λογοτεχνία
Το περιεχόμενο και η μορφή αυτού του βιβλίου, στάθηκε αφορμή αυτής της συζήτησής μας με τον Γιώργο Κακουλίδη. Το βιβλίο το αφιερώνει στον αξέχαστο Κωστή Μοσκώφ. Γιατί; «Γιατί, παρά τη μοναδική ιδεολογική και ιστορική παιδεία του, δεν ήταν καθόλου αλαζόνας και στα δύσκολα ήταν δίπλα σου. Ενα σπάνιο στοιχείο για διανοούμενους, σήμερα. Οι διανοούμενοι, στις μέρες μας, ζουν μέσα στο γυάλινο κόσμο τους. Δεν επιθυμούν καμιά επικοινωνία. Οι περισσότεροι είναι μισάνθρωποι και ασκούν τη μισανθρωπία τους».
Με αυτή τη σοβαρή επισήμανση, άρχισε η κουβέντα μας με τον Γιώργο Κακουλίδη.
Στο ερώτημα πώς εκδηλώνεται αυτή η μισανθρωπία, απάντησε: «Εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή δεν έχουν έναν άξονα σταθερό μέσα τους, έχουν βγει προς άγραν πελατείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Στέλιος Ράμφος, ο οποίος εγκωμίασε τις ΗΠΑ, με κείμενό του την ημέρα που άρχισαν οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία».
Η μισανθρωπία αυτή, δηλαδή, εκδηλώνεται με υποταγή και στα νεοταξικά κέντρα, παρατηρούμε. «Και όχι μόνο», διευκρινίζει ο Γ. Κακουλίδης. «Εφτασαν στο σημείο να φετιχοποιούν αυτά τα κέντρα. Να τα ντύνουν και με ιερότητα. Κρύβονται έτσι και οι ίδιοι μέσα στο χριστιανισμό, αντί να πούνε ότι είναι με τους δυνατούς, γιατί ψοφάνε για ακροατήριο». - Και στο έργο τους πώς εκδηλώνεται η μισανθρωπία; «Με μια μεγάλη πονηριά. Γοητεύουν το "εγώ" του αναγνώστη. Αλλά ο "ήρωάς" τους, καθώς είναι μοναχικός, αυτοκαταστρέφεται. Αυτοί οι δημιουργοί δε θέλουν να συνδέσουν τη μοίρα τους με τους άλλους, το λαό. Θέλουν να είναι μια κάστα εκλεκτών. Πιστεύουν ότι όλοι πρέπει να συμμορφωθούμε με τη νέα τάξη πραγμάτων. Αυτό είναι χυδαιότητα, που στην Ελλάδα αγγίζει τα όρια της γελοιότητας».
Η απάντηση του Γ. Κακουλίδη στο ερώτημα ήταν κατηγορηματική.
«Δεν υπάρχει. Υπάρχουν νευρώσεις πολυτελείας και φαντασιώσεις. Τις δεκαετίες εκείνες, οι προοδευτικοί λογοτέχνες είχαν δεθεί με το λαό. Εκείνο το πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα είχε διαύγεια, γιατί εκείνους τους συγγραφείς τους τροφοδοτούσε το λαϊκό κίνημα. Τώρα δεν υπάρχει διαύγεια στα όποια κοινωνικοπολιτικά έργα γράφονται, γιατί ο συγγραφέας καθώς είναι ξεκομμένος από την κοινωνική πραγματικότητα, ξεπέφτει σε μια δική του μεταφυσική ανάλυση της κοινωνίας και έτσι στηρίζει όσα υποβάλλει η κυρίαρχη ιδεολογία. Θα πω τι μου συνέβη εμένα. Την πρώτη φορά που ήμουν υποψήφιος του ΚΚΕ και πήγαινα σε διάφορες γειτονιές και εργοστάσια, τα είχα χάσει με τη "μέσα Ελλάδα" που τότε γνώριζα, παρότι είμαι γιος κομμουνιστή, μεγάλωσα στην Καισαριανή, ήξερα κάποια πράγματα και διαβάζω πολύ. Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι "χαζομάρα" το να μην είναι οι δημιουργοί, για χάρη του έργου τους, μέσα στο λαϊκό κίνημα. Ποιος σώφρων δημιουργός θέλει να έχει, έστω και ελάχιστη, επαφή με τα κέντρα εξουσίας, και μάλιστα μιας εξουσίας της καρπαζιάς από τους Αμερικάνους;»
Θυμίσαμε στον Γ. Κακουλίδη ότι η ελληνική διανόηση, ιδιαίτερα οι συγγραφείς, σε δύσκολους καιρούς -- κατοχή, εξάρτηση, διωγμοί των αγωνιστών, δικτατορία - δεν υποτάχθηκαν. Ηταν «οδηγητικές» φωνές, ξέροντας ότι εξόργιζαν τους ξένους και ντόπιους εξουσιαστές. Και σημειώσαμε ότι αυτό είναι ένα μεγάλο ζητούμενο σήμερα.
«Γι' αυτό δεν μπορώ να "συναντηθώ" με τέτοιους δημιουργούς», σχολίασε ο συνομιλητής μας. «Γιατί ενώ κάποιοι φετιχοποιούν αυτή την εξουσία, εγώ αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση μαζί της. Δε βλέπουν ότι βρισκόμαστε σε έναν ακήρυχτο πόλεμο. Τι κοινό, λοιπόν, μπορώ να έχω με τέτοιους ανθρώπους;»
-- Το πρόβλημα, επομένως, για όποιον «καίγεται» για όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα και στον κόσμο, είναι να αναζητήσει κι άλλους, να προσπαθήσει να βάλει στη δική του «φωτιά» κι άλλους, ώστε να υπάρξει μια «μαγιά». Υπάρχει τέτοια δυνατότητα; «Υπάρχουν κάποιοι. Ομως, κάπως αυθορμήτως, γενικώς και αορίστως. Για να γίνει η "μαγιά" πρέπει οι δημιουργοί να συνειδητοποιήσουν τη δεινή τους θέση».
--Τι ώθησε τον Γ. Κακουλίδη να γράψει αυτούς τους αλληγορικούς, ποιητικής διάθεσης αφορισμούς;
«Με έπιασε μια μανία ενάντια σ' ό,τι θέλουν να περάσουν, περιβλημένο και με θρησκευτικό μανδύα. Γι' αυτό στο στόχαστρό μου ήταν ο χριστιανισμός και οτιδήποτε μεταφυσικό. Λ.χ στη Φαλούτζα ένας χριστιανός εκτέλεσε έναν τραυματία. Ο φονιάς φορούσε σταυρουδάκι! Δηλαδή έντυσε το έγκλημά του με θρησκευτικότητα, η οποία τον ωθεί να σκοτώσει. Σκοτώνοντας τον τραυματισμένο σκότωσε στο όνομα του Χριστού, της Αγίας Τριάδας. Αυτά επικαλείται και ο Μπους».
Η θρησκεία είναι το πρόσχημα του φονιάδων. Η ουσία είναι να βάλουν στο χέρι τα πετρέλαια και όλο τον πλούτο άλλων λαών, σχολιάζουμε. Και ο Γ. Κακουλίδης κάνει μια σημαντική επισήμανση. «Βέβαια, αλλά με ενδιαφέρει και το πώς ντύνουνε τα ρομποτάκια, που νιώθουν σαν ιππότες σταυροφόροι που πολεμάνε μανιακούς μουσουλμάνους. Γι' αυτό με τους αφορισμούς αυτούς έβαλα στο μάτι οτιδήποτε έχει θρησκευτικό περίβλημα».
«Ούτε τον Βούδα συνάντησα, ούτε τον Ιησού Χριστό. Καλύτερα. Γιατί να βάψω τα χέρια μου στο αίμα;», λέει στο πρώτο απόφθεγμα ο Γ. Κακουλίδης, Γιατί; Γιατί «και οι δυο είναι βουτηγμένοι στο αίμα», μας εξηγεί. Τον ρωτάμε τι εννοεί μιλώντας για «πεθαμένες γλώσσες στην πλατεία Συντάγματος», όπως λέει στο δεύτερο απόφθεγμα και απάντησε:
«Είναι τα λόγια αυτών που άλλαξαν. Συντρόφων που αλλαξοπίστησαν για να βρουν μια θέση στην πλατεία Συντάγματος... Ο πρώην σύντροφος αναγκάζεται να πουλήσει δυο φορές την ψυχή του στο διάβολο, απ' ό,τι ένας άλλος». Και με την «επιστροφή στην άβυσσο της παιδικής ηλικίας» τι συμβολίζει;
«Τον τελευταίο καιρό πολλοί συγγραφείς πηγαινοέρχονται, στα γραφτά τους, στην παιδική τους ηλικία. Χρησιμοποιούν την αθωότητα της παιδικής ηλικίας σαν άλλοθι αυτού που είναι σήμερα. Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας, όμως, δεν αλλάζει τα σακατιλίκια μας. Δεν τα κρύβει. Για μένα η παιδική μου ηλικία είναι ένας αντίλαλος που πρέπει να θεμελιώνει αυτό που είμαι σήμερα. Με τροφοδοτεί, γιατί δεν έχω αλλάξει. Δεν πούλησα το "παιχνίδι" που έζησα στην παιδική μου ηλικία».
«Αλίμονο! Αν και έβγαλα τα μάτια μου, εξακολουθώ να βλέπω», λέει ένα μεταφορικό απόφθεγμα. Το εξηγεί ο Γ. Κακουλίδης. «Ενας σοφός λέει ότι η αλήθεια είναι θέμα όρασης, όχι ματιών. Ποιας όρασης, όμως; Γιατί, ενώ όλοι βλέπουμε τα ίδια πράγματα, στην κοινωνία, στην πραγματικότητα, δε συμφωνούμε; Αρα, κάτι μεσολαβεί στην όρασή μας. Η όραση δεν είναι κάτι μεταφυσικό. Ο,τι βλέπω, ό,τι με περιβάλλει πρέπει να το παρατηρώ, να κατανοώ τι ακριβώς είναι και γιατί είναι. Αυτή την προσεκτική παρατήρηση και κατανόηση των πραγμάτων δίδαξε η ποίηση του Ρίτσου».
-- Τι εννοείς με τη φράση "Μη φοβάσαι, μου λέει και γύριζε το μαχαίρι μέσα μου», ρωτάμε και απαντά: «Το χειρότερο κακό που μας κάνει το σύστημα είναι ότι μας καθησυχάζει. Αυτό είναι το χειρότερο μαχαίρι που τρώμε... Ο καθησυχασμός αυτός λειτουργεί με το χειρότερο τρόπο στα γράμματα. Αλληλολιβανίζονται και αλληλοκαθησυχάζονται όλοι, ενώ έξω η ζωή είναι αρένα. Κι ενώ είναι μέσα στην αρένα παραμυθιάζονται με το "εγώ" τους».
-- Γράφεις «Μια πυκνότητα οραμάτων, ένας αριθμός ποιημάτων αρκούν. Μετά επιτρέπεται να πεθάνεις». Αυτό θυμίζει αυτό που έλεγε στιχουργικά ο Ρίτσος, ότι είναι καλό να πεθάνεις, «αν έχεις πεθάνει για ό,τι πρέπει».
«Αυτό ακριβώς εννοώ», απαντά ο Κακουλίδης. «Για μένα όραμα είναι όταν όλοι συναντιόμαστε και μεταβάλλονται τα πράγματα γενικά. Οταν το όραμα δικαιώνεται. Ο Λένιν κατάφερε να συμπέσουν εκατομμύρια άνθρωποι σε ένα όραμα, σε μια "γιορτή" παρά τις τεράστιες δυσκολίες. Η Οχτωβριανή Επανάσταση ήταν μια μεγάλη "γιορτή", η οποία λείπει σήμερα από την ανθρωπότητα. Οφείλουμε μια τέτοια γιορτή. Αισθάνομαι, όμως, σήμερα ανάπηρος, καθώς λόγω ιστορικών καταστάσεων το όραμα αυτό προχωρά πολύ αργά. Δεν το κρύβω με πιάνει μια βιασύνη, γιατί σκέφτομαι ότι η ζωή μου είναι μία και μικρή και μπορεί να μην προλάβω τη "γιορτή". Ομως, με παρηγορεί το γεγονός ότι εμείς συμμετέχουμε στην προετοιμασία αυτής της "γιορτής"».
«Το πιο γυμνασμένο σκυλί του κόσμου είναι το τραγούδι»,- «μου αρέσει» λέει η υποφαινομένη, γιατί το τραγούδι, πραγματικά μπορεί να παίξει τεράστιο εξεγερτικό ρόλο. Ο Γ. Κακουλίδης συμφωνεί και παραπέμπει στα μελοποιημένα τραγούδια του Ρίτσου, που «με μοναδικό τρόπο πέρασαν στο στόμα χιλιάδων πολλών ανθρώπων, έγιναν δικό τους "κτήμα"».
Παρά την αγωνία για την καθυστέρηση του οράματος ο Γ. Κακουλίδης αισιοδοξεί και το γράφει ποιητικά: «Ενα λουλούδι κρατάει τον κόσμο», όπως πιστεύει και ότι «ένας κύκνος δεν επιτρέπεται να κρατάει τίποτα», ότι πρέπει όλα να τα «χαρίζει». Και εξηγώντας αυτή τη φράση λέει: «Πιστεύω ότι ο μαρξισμός είναι ο μεγάλος δότης της κοινωνίας».
Πρέπει να είναι, ιδιαίτερα σήμερα, που, όπως λέει σε ένα άλλο απόφθεγμα, «Ακόμα και τα δέντρα βγάζουν πια νομίσματα». Πρέπει, και επιπλέον «δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Δε θέλουμε να ξαναανακατέψουμε την τράπουλα, για να διαλέξουμε άλλο χαρτί. Το χαρτί μας το διαλέξαμε μια φορά...».
-- Τα αποφθέγματα αυτά, δηλαδή, τα έγραψες με παρόμοιες σκέψεις μ' αυτές που κουβεντιάζουμε τώρα;
«Τέτοιες σκέψεις με καθοδήγησαν. Είχα ανάγκη να τις βγάλω από μέσα μου, με μικρούς, ακαριαίους αφορισμούς. Γιατί, με τη σημερινή κατάσταση κατάλαβα αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου κι εγώ το χλεύαζα, τότε. Μου έλεγε: "Οφείλεις μ' αυτά που συμβαίνουν να είσαι απόλυτος". Εχω ανάγκη αυτή τη σταθερότητα, αυτή την απολυτότητα. Δε θέλω οι άλλοι γύρω μου να νομίζουν ότι άλλο εννοώ και άλλο είμαι. Γιατί σήμερα κάποιοι νομίζουν ότι μπορεί να σε βάλουν στο χέρι. Δεν είναι τυχαίο ότι επί πέντε χρόνια που γράφω στο "Ριζοσπάστη", είμαι συνεπέστατος με τις στήλες που γράφω κάθε Παρασκευή και Κυριακή. Αυτό έχει γίνει μια άσκηση στη ζωή μου, που την ονομάζω "συνέρχομαι μέσα στην πραγματικότητα". Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερός, που μπορώ να δω και να αναλύσω λογικά, μαθηματικά, πράγματα που με ενοχλούν. Στις μέρες μας και ο ποιητής οφείλει να είναι μαθηματικός. Να συμβάλει για τη μεγάλη, εφ' όλης της ύλης αλλαγή, για το όραμα».
-- Ας τελειώσουμε, λοιπόν, την κουβέντα μας, με την αισιοδοξία που εκφράζει το τελευταίο σου απόφθεγμα. Οτι «το δωμάτιο γέμισε με κεράσια...».
«Είμαι σίγουρος ότι κάποτε το δωμάτιο θα γεμίσει με κεράσια. Οτι θα ανατραπεί η βάρβαρη αστική τάξη», είπε ο Γ. Κακουλίδης, κλείνοντας την κουβέντα μας.