ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 22 Δεκέμβρη 2004
Σελ. /40
Η τακτική του Κόμματος πόσο συνδέεται στις σημερινές συνθήκες του ιμπεριαλισμού με τη σοσιαλιστική επανάσταση

σαν πλευρά της ενιαίας πολιτικής του και εάν υποτάσσεται σ' αυτήν

Χαιρετίζω τον προσυνεδριακό διάλογο και εύχομαι το Κόμμα να βγει πιο ενισχυμένο μέσα από την αναγνώριση των θετικών και αρνητικών εμπειριών του.

Η κίνηση των λαών προς τα εμπρός βασίζεται στην ταξική θεωρία, ότι μέσα από τις αντιθέσεις των κοινωνιών και μέσα από την αέναη πάλη του παλιού με το νέο προχωρούν οι κοινωνίες και γράφεται η ιστορία. Αυτή η αλήθεια μέχρι σήμερα δεν έχει διαψευστεί.

Ο σοσιαλισμός αναδεικνύεται μέσα από τις οξυμένες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς της καπιταλιστικής οικονομίας και είναι ο τελικός στρατηγικός σκοπός και το μοναδικό ξεχωριστό χαρακτηριστικό, που διακρίνει τις ταξικές δυνάμεις από τα οπορτουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Χωρίς την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής συνείδησης η εργατική τάξη δε θα μπορούσε να καταργήσει την καπιταλιστική οικονομία, θα εξαφανίζονται τα ιδανικά και θα υποβαθμίζονται οι πολιτικοί αγώνες της εργατικής τάξης.

Κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ' αυτήν, σημαίνει δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας και της «κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας».

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρη η θέση για τη σοσιαλιστική προοπτική, χωρίς ενδιάμεσα αναχώματα που εμποδίζουν να γίνει ορατή και κατανοητή η ουσία του περιεχομένου της στους εργαζόμενους.

Η προπαγάνδα για ζύμωση για τη σοσιαλιστική προοπτική πρέπει να μπαίνει έγκαιρα μαζικά στη συνείδηση των εργαζομένων κάτω από οποιεσδήποτε δύσκολες συνθήκες. Δεν πρέπει να περιμένει το κίνημα να γίνει πρώτα η ρήξη με τον ταξικό αντίπαλο στο μακρινό μέλλον, για να γίνει κυρίαρχο σημείο αναφοράς ο σοσιαλισμός, αφού οι αντικειμενικοί παράγοντες που καθορίζουν τη συνείδηση των ανθρώπων έχουν ωριμάσει και η κατεύθυνση της κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικής εξέλιξης είναι εξακριβωμένη.

Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό, όταν υπάρχει αντιδιαλεκτική αντίληψη στον προσανατολισμό των γραμμών του Κόμματος για τον πρωτοπόρο ρόλο του Κοινοβουλίου έναντι της εργατικής τάξης που έβλαψε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Μ-Λ Κόμματος νέου τύπου και βοήθησε να ριζώσει στις γραμμές του Κόμματος, αφ' ενός η απόρριψη της συζήτησης για την επαναστατική αριστερά, αφ' ετέρου η ενίσχυση της αντίληψης της κοινοβουλευτικής πορείας προς την πολιτική εξουσία. Η οποία ενισχύεται και με τις Θέσεις του 16ου Συνεδρίου, ότι μπορεί να φτάσει το κίνημα με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, με τη μορφή του κοινοβουλίου στη «Λαϊκή εξουσία» και «Λαϊκή οικονομία» όταν την ίδια στιγμή οι εκπρόσωποι του αστικού κοινοβουλίου υποβαθμίζουν τη λειτουργία του για περισσότερο συγκεντρωτισμό και έλεγχο σε βάρος της εργατικής τάξης και υπέρ της «αστικής τάξης».

Η τακτική αυτή αφαιρεί τη δυνατότητα για να αναδειχτεί πρωτοπόρα δύναμη η εργατική τάξη και αφήνει την εντύπωση ότι το Κόμμα ενδιαφέρεται κύρια μόνο για τις εκλογικές μάχες που απλά θα χρησιμοποιείται η εργατική τάξη σαν υποστήριγμα. Η τακτική αυτή εγκλωβίζει στο τωρινό και στο μελλοντικό κοινοβουλευτισμό την εργατική τάξη, ενώ θα έπρεπε έγκαιρα χωρίς να καταργείται κανένα από τα πεδία πάλης, να έχει το προβάδισμα η εργατική τάξη από το κοινοβούλιο, γιατί είναι φύσει και θέσει το πιο εκμεταλλευόμενο-καταπιεζόμενο ταξικά οργανωμένο κοινωνικό τμήμα του λαού.

Το Κόμμα, ενώ πάντα στους προεκλογικούς αγώνες για το εθνικό και ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Τοπική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ρίχνει όλο το δυναμικό των οργανώσεών του, την οικονομική ισχύ του και το προπαγανδιστικό υλικό του, για να αυξήσει τα ποσοστά και τους απόλυτους αριθμούς του, δεν κάνει το ίδιο πράγμα με την ίδια ένταση στις εκλογές των συνδικάτων. Την ανάπτυξή του την αφήνει στους ίδιους τους συνδικαλιστές, γιατί φοβάται μη συνδικαλιστικοποιηθούν οι οργανώσεις του.

Το ΠΑΣΟΚ που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί σε κάθε περίπτωση σαν πολιορκητικό κριό το συνδικάτο για να έρθει στη διακυβέρνηση της χώρας το '81 και για να περάσει την αντεργατική και αντιλαϊκή του πολιτική κατά τη διάρκεια της θητείας του, δε συνδικαλιστικοποιήθηκε, αλλά ενισχύθηκε και εδραιώθηκε πολιτικά.

Δεν μπορεί να επιδιώκει το Κόμμα τη δημιουργία του άλλου ταξικού πόλου, να λέει από τη μια τα συνθήματα: «Αυτή η πολιτική δεν παίρνει γιατρειά, πρέπει να ανατραπεί», «Συνδικάτα ταξικά και όχι κυβερνητικά», «επίθεση στις συμβιβασμένες ξεπουλημένες ηγεσίες» και από την άλλη να εγκαταλείπει το καθ' όλα ταξικό πολιτικό σύνθημα: «Πέντε Κόμματα δυο πολιτικές».

Τα κομμουνιστικά κόμματα που χαλάρωσαν τους δεσμούς τους με την εργατική τάξη και έκαναν προμετωπίδα τους τον δεξιό οπορτουνισμό, αναθεωρητισμό και τον κοινοβουλευτικό δρόμο, έχουν συρρικνωθεί ή έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο της πολιτικής ζωής, παρότι είχαν μεγάλη επιρροή στο εκλογικό σώμα.

Η σοσιαλιστική προοπτική δεν πρέπει να ακυρώνεται μέσα από τα πεδία πάλης του κοινοβουλίου, της παράταξης, τα αναλογικά αντιπροσωπευτικά προεδρεία και την τακτική των ομόφωνων αποφάσεων στα όργανα των «Δημοκρατικών Μετώπων Πάλης». Οι επιπλέον κρίκοι στην ιεράρχηση της διεύθυνσης, της καθοδήγησης της εργατικής τάξης «Συλλογική ηγεσία-Κόμμα- Εργατική τάξη-Λαός», μακραίνει το δρόμο της ιδεολογικοπολιτικής ωρίμανσης των εργαζομένων και εμποδίζουν τις γρήγορες αποφάσεις για την ανάπτυξη της οργανωμένης μαζικής πάλης και της ταξικής πολιτικής συνείδησης.

Οι βουλευτικές εκλογές στα πλαίσια της «Αστικής Δημοκρατίας» δεν είναι δυνατόν να αποτελούν έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Μπορεί να λαμβάνεται μόνο σα δείκτης ωριμότητας και όχι σαν αποδοχή της συνολικής πολιτικής του Κόμματος.

Η πρόταση του Κόμματος για το ΑΑΔΜΠ στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα, πηγάζει από την αντίθεση της «αστικής δημοκρατίας» (κρατικού καπιταλισμού) και του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (ιμπεριαλισμού) και είναι, κατά την εκτίμησή μου, μη διαλεκτική, γιατί η εποχή των δημοκρατικών μετώπων και της αστικής επανάστασης για τα κράτη- μέλη της ΕΕ, έχει ξεπεραστεί εδώ και πολύ καιρό.

Σε λίγο καιρό η «Αστική Δημοκρατία» στις χώρες που προσχώρησαν στον πυρήνα του ιμπεριαλιστικού κέντρου της ΕΕ, του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ θα είναι παρελθόν. Η όποια μικροαστική και μικρομεσαία αγροτική τάξη απέμεινε μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ, θα μετασχηματιστεί στην πορεία και αυτή σε δύναμη ανατροπής του συστήματος. Ετσι, λόγω αύξησης σε ποσοστά και σε απόλυτους αριθμούς της εργατικής τάξης, που ξεπερνά σήμερα το 58% του ενεργού πληθυσμού, θα χάνουν εξελικτικά τη σημασία τους οι όποιες δημοκρατικές συνεργασίες και τα δημοκρατικά μέτωπα με τη μικροαστική και με τη μικρομεσαία αγροτική τάξη, γιατί θα συρρικνωθούν κάτω του 5% της αντίστοιχης κοινωνικής τάξης και θα μετασχηματίζονται σε προλεταριάτο και μισθωτούς εργαζόμενους.

Παρά την αύξηση της εργατικής τάξης, για να πετύχει σήμερα «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» χρειάζεται πολλαπλάσια προσπάθεια και δύναμη απ' ό,τι την περίοδο πριν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Οι όποιες παραχωρήσεις κοινωνικών παροχών στο παρελθόν, δεν αποτελούν σήμερα πολιτική κατοχύρωση. Ολα τα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες και πολύ αίμα, αμφισβητούνται και δεν αντιδρούν οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν στην οργανωμένη πάλη, γιατί οι αγώνες έγιναν αναποτελεσματικοί και δεν πείθουν, γιατί δε βλέπουν άμεση λύση στα προβλήματά τους.

Σήμερα δεν υπάρχει πλέον «Αστικό Δημοκρατικό Κράτος» με «κοινωνικό πρόσωπο» και «κοινωνική πρόνοια» που να δέχεται τις «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» και το «μίνιμουμ πρόγραμμα».

Η ανάπτυξη της ταξικής πολιτικής συνείδησης και η ουσιαστική παρέμβαση του Κόμματος στο μαζικό κίνημα, εξαρτάται το κατά πόσο με ακρίβεια διαπιστώνουμε τα αντικειμενικά γεγονότα, εκτιμούμε ορθά την πολιτική θέση και τη βάση των ταξικών σχέσεων, είναι σωστά τα συνθήματα της τακτικής μας και κατά πόσο δίδεται η ανάλογη υποστήριξη.

Από την παραπάνω ανάλυση βγαίνει το συμπέρασμα ότι το κέντρο βάσης της όλης καθοδήγησης και της οργανωμένης μαζικής πάλης, πρέπει να βρίσκεται στο Αντιιμπεριαλιστικό Σοσιαλιστικό Μέτωπο Πάλης (ΑΣΜΠ) και όχι στο ΑΑΔΜΠ, γιατί το Αντιμονοπωλιακό είναι μέσα στο Αντιιμπεριαλιστικό και το Δημοκρατικό μετασχηματίστηκε σε ταξικό (Σοσιαλιστικό). Η συνέχεια για την κατάσταση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας.

Κώστας Χάρης

Καλαμαριά Θεσσαλονίκης

Κάποιες σκέψεις πάνω στις Θέσεις (32) της ΚΕ του ΚΚΕ για το 17ο Συνέδριο

Είναι αλήθεια ότι σε ένα κείμενο που είναι γενικό και θυμίζει προγραμματικές δηλώσεις - έστω και εκτός εξουσίας - δεν μπορεί κανείς να εντοπίζει παρά γενικές αρχές και κατευθύνσεις. Ομως σε ορισμένα θέματα που έχουν και, όπως φαίνεται και από τις Θέσεις, θα έχουν στο μέλλον ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, ίσως οι Θέσεις πρέπει να εξειδικεύονται, να αναλύονται, να αξιολογούνται και να τους δίνονται κάποιες προτεραιότητες. Και το σημαντικότερο, οι προτάσεις που θα προκύψουν να υλοποιηθούν. Είναι καιρός το Κόμμα να περάσει από τις φάσεις του «κρίνω», «προτείνω» και στη φάση του «ενεργώ». Πιστεύω ότι έχει και τη διάθεση και τις υποδομές για να επιχειρήσει το τρίπτυχο αυτό.

Σωστά επισημαίνεται η ανάγκη ανάπτυξης δεσμών συνεργασίας με τους επιστήμονες που εργάζονται σε Πανεπιστημιακά, Ερευνητικά, Τεχνολογικά Ινστιτούτα και ιδρύματα. Και όχι μόνο. Γενικά έχει διαμορφωθεί ένα «επιστημονικό πια προλεταριάτο» που παλεύει με το μισθό του να εκπληρώνει την όποια αποστολή του αλλά και να «ζει» και να εξελίσσεται επιστημονικά. Το Κόμμα μπορεί να απευθυνθεί σε όλους αυτούς είτε έχουν διάθεση προσφοράς είτε όχι. Ας οργανώσει πρώτα αυτό τη δικιά του συμβολή και μετά η αμφίδρομη προσφορά θα έρθει. Βέβαια υπάρχουν και οι ιδεολόγοι που πάνω απ' όλα βάζουν την προσφορά στους μαθητές, στους φοιτητές, στην κοινωνία γενικότερα. Αυτοί όμως ολοένα και λιγοστεύουν, γίνονται «γραφικοί» και είναι τελικά απομονωμένοι. Αλλωστε, όλη η σημερινή κοινωνία έχει γίνει πιο ωφελιμιστική, χωρίς πνευματικές αλλά μόνο υλικές πια αξίες. Και οι επιστήμονες είναι κομμάτι αυτής της κοινωνίας.

Είναι καιρός πια το Κόμμα να στηρίζει όχι μόνο συνδικαλιστικά αιτήματα των εργαζομένων επιστημόνων, αλλά να συμβάλλει στην επιστημονική τους κατάρτιση, στην επιμόρφωσή τους και στην εξέλιξή τους γενικά. Πώς;

- Μπορεί να οργανώνει επιστημονικά συνέδρια, σεμινάρια και διαλέξεις πάνω σε θέματα που απασχολούν την επιστήμη όπως π.χ. το περιβάλλον, οι πρώτες ύλες, οι τροφές, το νερό, κλπ. Μπορεί να μετακαλεί και ειδικούς από το εξωτερικό που ανήκουν ή βλέπουν φιλικά τα αντίστοιχα κόμματα αλλά και έξω από αυτά. Με ένα λογικό κόστος συμμετοχής πιθανόν η προσέλευση να είναι ικανοποιητική.

- Μπορεί να συμβάλλει στον τομέα της έκδοσης επιστημονικών βιβλίων. Η μετάφραση κλασικών συγγραμμάτων στα ελληνικά θα ήταν μια τεράστια προσφορά στην ελληνική επιστημονική κοινότητα. Μια τέτοια κίνηση κάνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης με πολύ καλά αποτελέσματα. Ισως αυτό θα έπρεπε να το κάνουν ειδικότεροι φορείς, π.χ., το ΤΕΕ αλλά δεν προχωρούν αναμετρώντας πιθανόν μόνο το κέρδος.

- Μπορεί να θεσπίζει, συμβολικά έστω, βραβεία (τιμώντας μάλιστα επώνυμους ή ανώνυμους αγωνιστές) για επιστημονικές εργασίες γύρω από θέματα που έχουν σημαντικό ιστορικό, ερευνητικό και κοινωνικό γενικά ενδιαφέρον. Γίνεται από κάποια κληροδοτήματα αλλά σε στενό και πολλές φορές κλειστό κύκλο.

- Μπορεί στη μεγάλη μάζα των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης, που η αδράνειά της σχολιάζεται δυσμενώς και ίσως δικαιολογημένα, να δώσει τη δυνατότητα με σεμινάρια επιμόρφωσης, βραβεία διδασκαλίας, βιβλία που θα είναι διδακτικά βοηθήματα, τη δυνατότητα αναβάθμισής της και κυρίως επιστροφής σε κάποια ιδανικά που είναι απαραίτητα σε όποιον αναλαμβάνει να «διδάξει».

Ολα αυτά έπρεπε να γίνονται από το κράτος ή ειδικότερους φορείς. Είτε όμως δε γίνονται, είτε δεν οργανώνονται σωστά, είτε δεν έχουν καθαρούς στόχους. Το Κόμμα έναντι αυτών έχει το πλεονέκτημα της ανιδιοτέλειας, των στελεχών και φίλων που έχουν διάθεση προσφοράς και των οργανωτικών δομών. Το οικονομικό πρόβλημα που υπάρχει ίσως ξεπερνιέται από τη βαθύτερη αντίληψη που έχει κάθε επιστήμονας να δώσει κάτι, από τον ομολογούμενα μικρό μισθό του, για την αναβάθμισή του.

Αν λοιπόν το Κόμμα αρχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση αυτή οργανώνοντας, δίνοντας, κινούμενο στο χώρο αυτό, είναι σίγουρο ότι θ' ανέβει πραγματικά κερδίζοντας την εκτίμηση και όχι τη συγκατάβαση με την οποία αντιμετωπίζεται αυτό και τα στελέχη, «καλά τα λέτε, αλλά». Το μέτωπο δημιουργείται, φαντάζομαι, με κοινούς στόχους, κοινές προσπάθειες με τις οποίες κερδίζεται ο σεβασμός και η εκτίμηση. Το Κόμμα λοιπόν πρέπει και να ενεργεί και να μην κρίνει απλά, στηριγμένο στις δικές του θεωρητικές αρχές, που αυτή την εποχή είναι σε υποχώρηση και κριτική. Να δείξει ότι και στις τρέχουσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μπορεί να δουλεύει, να παράγει, να έχει στόχους υψηλούς, δείχνοντας στους επιστήμονες και όχι μόνο τις πραγματικές αξίες. Εχει και την ιστορία και τη θέληση και τα στελέχη για να πετύχει αυτό το άνοιγμα.

Δ. Β. Γάκης

Δρ. Χημικός Μηχανικός

Αγαπητοί σύντροφοι,

Σε λίγες εβδομάδες θα διεξαχθεί το 17ο Συνέδριο του ΚΚΕ και ήδη έχει αρχίσει έντονη συζήτηση για τις Θέσεις της ΚΕ στις Κομματικές Οργανώσεις του ΚΚΕ, αλλά και μέσα από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» και της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης.

Ως φίλος και οπαδός του ΚΚΕ από την ηλικία των 13 χρόνων - τώρα είμαι στρατιώτης - θα ήθελα να πω και εγώ τις απόψεις μου για τις Θέσεις του Κόμματος συμβάλλοντας στο μέτρο των δυνατοτήτων μου στον προβληματισμό που αναπτύσσεται από όλους όσοι υποστηρίζουν το Κόμμα.

Υψιστο καθήκον που έχει μπροστά του το Κόμμα είναι, κατά τη γνώμη μου, η διατήρηση της φυσιογνωμίας του. 15 χρόνια μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στη Σοβιετική Ενωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, οι επιθέσεις για αλλοίωση της φυσιογνωμίας του Κόμματος από εχθρούς και «φίλους» έχουν ενταθεί, με σκοπό να το σπρώξουν στο δρόμο που ακολούθησαν άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα μετά τις ανατροπές τα οποία αλλοιώθηκαν χάνοντας το μαρξιστικό - λενινιστικό χαρακτήρα τους.

Γι' αυτό το λόγο επιβάλλεται συνεχής επαγρύπνηση και προσοχή από τις επιβουλές του ταξικού εχθρού ο οποίος δυστυχώς έχει πολλά μέσα στη διάθεσή του για προώθηση των στόχων του.

Επίσης πρέπει να συνεχιστεί αμείλικτα η πολεμική εναντίον του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού που προσπαθεί να διαβρώσει τις συνειδήσεις των εργαζομένων, αλλά και τον ίδιο το χαρακτήρα του Κόμματος ως επαναστατικό μαρξιστικό - λενινιστικό.

Ως εκ τούτου πρέπει να συνεχιστεί η διάδοση του «Ριζοσπάστη», της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης και των άλλων μαρξιστικών εντύπων με σκοπό να φτάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους οι Θέσεις του ΚΚΕ σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά.

Οι επιθέσεις που δέχεται το Κόμμα και η πολεμική που γίνεται εναντίον του επιβάλλει επίσης τη συνεχή επιμόρφωση των μελών του με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία, για να είναι ιδεολογικά θωρακισμένοι και να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες και να μην παρασυρθούν από τα ρεύματα της μοιρολατρίας και της συναίνεσης. Η επαφή της ΚΝΕ με τη νεολαία πρέπει να γίνεται πιο συχνά και να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επιμόρφωση των μελών της γιατί αυτοί αποτελούν τα αυριανά μέλη του Κόμματος. Ο «Οδηγητής» πρέπει κατά τη γνώμη μου να βγαίνει πιο συχνά, γιατί μία φορά το μήνα δεν είναι αρκετή για να έρχεται σε επαφή η ΚΝΕ με τα μέλη και τους φίλους της και να τους ενημερώνει για τη δράση της.

Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω: Η ιστορία έδειξε ότι ο καπιταλισμός όσο ώριμος και σάπιος και να είναι μόνος του δεν ανατρέπεται. Χωρίς την οργανωμένη και καθοδηγούμενη, από το Κομμουνιστικό Κόμμα, εργατική τάξη η οποία μαζί με τους συμμάχους της θα αγωνιστεί για να ανατρέψει τον καπιταλισμό, δε γίνεται τίποτα. Γι' αυτό μέγιστο μέλημα των κομμουνιστών είναι η διαφύλαξη της λενινιστικής φυσιογνωμίας του ΚΚΕ.

Συντροφικά

Σάββας Μιχαήλ

Λευκωσία, Κύπρος



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ