ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Γενάρη 2000
Σελ. /48
Μετά τον Εμφύλιο

Η δεκαετία του 1950 ξεκίνησε να κυλάει φορτωμένη με τα σύννεφα μιας νέας παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης, που μπορούσε να μετατρέψει σε θερμό τον ήδη κηρυγμένο από τις καπιταλιστικές δυνάμεις ψυχρό πόλεμο. Η απειλή από τον Τρούμαν χρήσης πυρηνικών όπλων κατά της Σοβιετικής Ενωσης, ο πόλεμος στην Κορέα και στην Ινδοκίνα, δίνουν το μέτρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Ενα χρόνο πριν, ο Μακ Αρθουρ δήλωνε στην «Ντέιλι Μέιλ» του Λονδίνου (2/3/1949): «Στη νήσο Οκινάουα ανέγειρα 55 αεροδρόμια, που είναι ικανά να εξασφαλίσουν 2.300 απογειώσεις βαρέων βομβαρδιστικών. Τώρα ο Ειρηνικός Ωκεανός έγινε αγγλοσαξωνική λίμνη» («ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», Γενάρης 1950, σελ. 21).

Οι αρχές της 10ετίας του 1950 είναι ο χρόνος που η επίσημη Ελλάδα επεδίωκε την ένταξη στο ΝΑΤΟ, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση του «Κέντρου» έστελνε ένα ενισχυμένο Τάγμα στρατού στην Κορέα, να πολεμήσει υπέρ του ...«ελεύθερου κόσμου».

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ψυχροπολεμική επίθεση του ιμπεριαλισμού ήταν πλήρης, ως κρίκος της αλυσίδας που περιέζωνε τις σοσιαλιστικές χώρες. Στην αλυσίδα προστέθηκε τότε και η Γιουγκοσλαβία, μέσω της προσπάθειας δημιουργίας του τριγώνου Γιουγκοσλαβία - Ελλάδα - Τουρκία. Επρόκειτο για τη συνθήκη στρατιωτικής συμμαχίας ανάμεσα στις τρεις χώρες, που τελικά υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1954 και ήταν 20ετούς διάρκειας. Η συνθήκη πρόβλεπε αμοιβαία βοήθεια, σε περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση μια από τις συμβαλλόμενες χώρες ή άλλη, με την οποία μία από τις τρεις είχε υποχρεώσεις αμοιβαίας βοήθειας. Με αυτόν τον τρόπο, η Γιουγκοσλαβία συνδεόταν έμμεσα με το ΝΑΤΟ.

Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της Ελλάδας, οργίαζαν η τρομοκρατία, ο αντικομμουνισμός και η πτωματολογία, καθώς και το καθεστώς των εκτελέσεων, φυλακίσεων, εκτοπίσεων και βασανισμών. Οπως έγραψε αργότερα ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, «ήταν όμως φανερό, μετά τη λήξη του συμμοριτοπολέμου, ότι τουλάχιστον για μερικά χρόνια, το Κομμουνιστικό Κόμμα δε θα μπορούσε να επιδοθή σε νέο ένοπλο αγώνα. Η Ελλάς έπρεπε να επωφεληθή από αυτή την ανάπαυλα, για να πλήξη το κακό στη ρίζα του» (Σάββα Κωνσταντόπουλου: «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 78, Αθήναι 1966).

Το ξεκίνημα του 1950 βρήκε πιο ισχυρή την Ελλάδα της πλουτοκρατίας και σε τραγική κατάσταση το λαό.

Στην 5ετία 1945 - 1949, οι βιομήχανοι είχαν καθαρά κέρδη 400.000.000 δολάρια, ενώ στην ίδια 5ετία οι 149.843 εργατοϋπάλληλοι της βιομηχανίας πήραν σε μισθούς και μεροκάματα 300.000.000 δολάρια!

Η κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων δεν ήταν καλύτερη. Ο μέσος μισθός τους αντιστοιχούσε στο 50% του προπολεμικού!

Η ανεργία, μόνο σε 22 αστικά κέντρα, έπληττε 122.000 άτομα, ενώ πολύ μεγάλος ήταν και ο αριθμός των μισοάνεργων. Συνολικά, οι άνεργοι ήσαν πάνω από 300 χιλιάδες!

Το «ΒΗΜΑ» της 30/10/1952 γράφει ότι στην 5ετία 1947-'51, το εισόδημα της βιομηχανίας έφτανε συνολικά στα 18.867 δισ. δραχμές αγοραστικής δύναμης του 1951. Από το ποσό αυτό, οι εργατοϋπάλληλοι πήραν 4.200 δισ. δραχμές (και όχι 7,5 δισ., όπως γράφει το «ΒΗΜΑ» που υπολογίζει σε 360 τα μεροκάματα το χρόνο, ενώ δεν ήταν πάνω από 300). (Τα στοιχεία είναι παρμένα από το βιβλίο «Η Ελλάδα κάτω από το ζυγό των Γιάνκηδων», «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ», 1955, σελ. 122-123).

Διαβάζουμε παρακάτω: «Αν σ' αυτά προσθέσουμε τις ρεμούλες, τις κλεψιές, τα σκάνδαλα των Νικολάδηδων, των Δενδρινέλληδων, του Μαρκεζίνη, του Σπ. Θεοτόκη, του ΙΚΑ, του Στράτου (πρώην υπουργού Εργασίας), του Παπακωνσταντίνου με τη "Ζήμενς", τις καταχρήσεις της Χαλκίδας, τα λαθρεμπόρια των Αμερικάνων και των ντόπιων πλουτοκρατών, τις φοροδιαφυγές, τις καταχρήσεις των ταμείων κλπ. και τις άλλες λοβιτούρες των Κατσάμπηδων και των άλλων σκυλόψαρων της πλουτοκρατίας, έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα της ληστείας» (ό.π. σελ. 123-124).

Τον Απρίλη του 1952, ο τότε υπουργός Συντονισμού Γεώργιος Καρτάλης δήλωνε δημόσια ότι «δέκα βιομηχανίες είχαν απορροφήσει το 60% των πιστώσεων που δόθηκαν στην Ελλάδα σε εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ. Η Εκθεση Armour (Armour Report), που κυκλοφόρησε το 1954, κατέληγε στο περίφημο συμπέρασμα ότι «500 οικογένειες εγκατεστημένες στην Αθήνα ελέγχουν την Ελλάδα». Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, μάλιστα, προχώρησε ακόμη περισσότερο, δηλώνοντας δημόσια: «Λέγεται ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω ότι δε φθάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200». («Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», σελ. 551-552, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ»).

Τραγική ήταν και η κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας του αγροτικού πληθυσμού. Το ένα τρίτο, περίπου, της καλλιεργήσιμης γης (και μάλιστα της πιο αποδοτικής) το κατείχαν 2.215 γαιοκτήμονες και καπιταλιστές. Το 38%, περίπου, των αγροτικών νοικοκυριών αντιστοιχούσε στο 5,25% της καλλιεργήσιμης γης. Ταυτόχρονα, τη φτωχή και μεσαία αγροτιά έπλητταν η βαριά φορολογία, τα τοκογλυφικά επιτόκια των Τραπεζών, η πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, η ελάττωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Ετσι, παρά το γεγονός ότι στη 10ετία 1940-'49 η Ελλάδα είχε μεταβληθεί σχεδόν σε σωρό ερειπίων, τα κέρδη παρέμεναν κέρδη για την οικονομική ολιγαρχία. Στο λαό είχε επιπέσει η δυστυχία. Είχαν πυκνώσει οι στρατιές των απόρων, που έπρεπε να συντηρηθούν από την κοινωνική πρόνοια, αλλά και οι φυματικοί!

Αυτή η κατάσταση της εργατικής τάξης και της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς αντανακλούσε και στα περισσότερα μικρομεσαία στρώματα της πόλης, όχι όμως και στα νέα μεσαία στρώματα, που δημιουργούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη, διαμορφώνοντας εξ αντικειμένου δορυφορικές δυνάμεις γύρω από την πλουτοκρατία.

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο της όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και της ψυχροπολεμικής έντασης, ο συνασπισμός των «δεξιών» και των «κεντρώων» κομμάτων, που συμπήχθηκε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου υπό την πρωθυπουργία του Θεμιστοκλή Σοφούλη, έκανε πια περιττή την ύπαρξή του. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, αφού συνενώθηκαν στο επίπεδο της διακυβέρνησης, σε συνέχεια διαχωρίστηκαν, και η κάθε μια ανέλαβε το δικό της ρόλο. Η προσπάθεια της ανασυγκρότησης του καπιταλισμού ήταν ο κοινός στόχος και ουσιώδης προϋπόθεσή του ο στέρεος εγκλωβισμός πλατιών λαϊκών μαζών στα βασικά αστικά κόμματα. Σε αυτή τη βάση, εντάσσονταν και οι εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν λίγους μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.

Η 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ εξήγησε το γεγονός αυτό ως προσπάθεια αναβάπτισης στην κολυμβήθρα της «λαϊκής ετυμηγορίας» και «εξωραϊσμού του καθεστώτος» (ό.π., σελ. 213).

Η πάλη του ΚΚΕ

Η ήττα του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο πόλεμο είχε βάλει βαριά τη σφραγίδα της στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου, όπως ειπώθηκε, κυριαρχούσαν το εκτελεστικό απόσπασμα, οι διώξεις και η τρομοκρατία. Ενα τεράστιο δίκτυο χαφιέδων είχε απλωθεί σε όλη τη χώρα και χιλιάδες εργαζόμενοι έπαιρναν καθημερινά «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων», που έγιναν ένα από τα μέσα άσκησης ιδεολογικοπολιτικής τρομοκρατίας, υποταγής και εκβιασμού του λαού.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες έφθαναν τους 90.000 περίπου. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο ήσαν 2.289, σε ισόβια 16.783. Υπόδικοι ήσαν 5.425. Οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι έφθαναν τους 40.000 («ΤΟ ΚΚΕ - ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ», τ. 7ος, σελ. 130), ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός των κρατουμένων στα Τμήματα Ασφαλείας και Μεταγωγών, των διαφυγόντων στις καπιταλιστικές χώρες και όσων δρούσαν στην παρανομία. Στους παραπάνω πρέπει να προστεθούν και οι 3.033, που είχαν στο μεταξύ εκτελεστεί με αποφάσεις των στρατοδικείων μέχρι τον Οκτώβρη 1949.

Ο πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας δήλωνε στη Βουλή την 24/4/1950: «Δε θα τύχουν επιεικείας τα ηγετικά, εγκληματικά και αμετανόητα στελέχη του συμμοριτισμού. Οσοι αποτολμήσουν τη διατάραξιν της ασφαλείας του έθνους και της δημοσίας τάξεως, θα συναντήσουν αμείλικτον τον νόμον του κράτους» («ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», 25/4/1950).

Τις πρώτες μέρες του 1951, με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, έκλεισε η εφημερίδα «Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ», με εκδότη - ιδιοκτήτη τον συγγραφέα Γιάννη Αγγέλου και διευθυντή τον δικηγόρο και βουλευτή Διονύση Χριστάκο.

Χρειάζεται, παράλληλα, να σημειωθεί εδώ ότι η ψυχροπολεμική ψύχωση που καλλιεργούσαν δεν έβρισκε απήχηση στο λαό. Ο λαός μας δεν μπορούσε να ξεχάσει τους κοινούς αγώνες με τους λαούς των Βαλκανίων στη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου πολέμου, ενώ στο πρόσωπο της Σοβιετικής Ενωσης αναγνώριζε τον πρωτοστάτη και κύριο αιμοδότη στον πόλεμο κατά του φασισμού. Εξίσου περιορισμένη ήταν και η απήχηση της αντικομμουνιστικής εκστρατείας. Τα ολοκαυτώματα, που είχε δώσει απλόχερα το ΚΚΕ, το δίκαιο της υπόθεσης για την οποία αγωνιζόταν, ήσαν πλατιά αναγνωρισμένα στο λαό και δε σβήνονταν ούτε με την ήττα, ούτε με την προπαγάνδα, ενώ συγκινούσε το λαό και ο τωρινός ηρωισμός των κομμουνιστών.

Να, μερικά ιστορικά γεγονότα της 10ετίας του '50, στην οποία αναφερόμαστε:

Η Ρούλα Λαζαρίδου, κόρη του καπνεργάτη Κώστα Λαζαρίδη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και γραμματέα του Εργατικού ΕΑΜ, ο οποίος εκτελέστηκε απ' τους Γερμανούς, ήταν η ασυρματίστρια στην κρύπτη της Γλυφάδας. Την ευθύνη των ασυρμάτων είχε ο Ν. Βαβούδης.

Ανάμεσα στην Λαζαρίδου και στον Σταύρο Κασιμάτη, στη συγκλονιστική συζήτηση μαζί του πολλά χρόνια αργότερα, υπάρχει και η εξής στιχομυθία:

-«Λ: (Κασιμάτης): Ηταν αλήθεια ότι είχες κάποια αμπούλα δηλητήριο;

-Ρ: (Λαζαρίδου): Ναι, αυτό είναι αλήθεια, είχε καιρό που μου το είχε δώσει ο Βαβούδης, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το είχα στο στρίφωμα της φούστας και έσπασε η αμπούλα και δεν είχα. Αυτός είχε πει, "σε περίπτωση που θα γίνει κάτι εδώ ( για τη Γλυφάδα, δηλαδή, μιλούσε), θα πάρεις αυτή την αμπούλα", είχε και ένα περίστροφο εκεί αφημένο, είχε στο μπρος μέρος της κρύπτης τρία - τέσσερα δοχεία με βενζίνη και μου είπε, δώσ' τους φωτιά να τιναχτεί στον αέρα. "Σε περίπτωση που θα γίνει κάτι και θα περικυκλωθείς, θα κάνεις αυτήν τη δουλιά, αν θα είσαι κάτω στην κρύπτη".

-Λ:(Κασιμάτης): Εσύ ήσουνα διατεθειμένη να το κάνεις αυτό;

-Ρ:(Λαζαρίδου): Σίγουρα» (Στ. Κασιμάτη: «Οι παράνομοι», σελ. 503).

Ανάμεσα στα προβλήματα της παρανομίας, κατείχε πολλές φορές ξεχωριστή θέση το πρόβλημα της πείνας. Αλλοτε υπήρχε φαγητό και άλλοτε όχι. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω τηλεγράφημα που στάλθηκε στο ΠΓ:

«Αρ. 73 (Από Βαβούδη)

Από 1

Ο Τ (Μπελογιάννης) είναι πολύ χαλασμένος. Οπως μου έλεγε, πήγε στο γιατρό. Του είπε ότι έχει απλώς πυρετό. Εχει ξερόβηχα. Στο σπίτι που έμεινε ήταν μόνος του. Περίμενε πότε θα πάει η Αλίκη να του πάει φαΐ. Πολλές φορές την περνούσε με κάτι γλυκά. Δηλαδή έμενε νηστικός. Αυτός λέει πως πρέπει να είναι από αλλαγή κλίματος. Είμαστε πάνω από 3 μήνες δίχως πεντάρα.

14/9 (1950)» (Στ. Κασιμάτη: «Οι παράνομοι», σελ. 210),

Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ βρισκόταν αντιμέτωπο με τις υπηρεσίες που επιδίωκαν την υπονόμευσή του. Οχι μόνο αυτές του ιμπεριαλισμού, αλλά και της Γιουγκοσλαβίας.

Ο Μπελογιάννης, λίγες μέρες μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα, σε τηλεγράφημα που έστειλε με τον ασύρματο προς το ΠΓ, σημείωνε: «Αθήνα από εποχή κυβερνητικής κρίσης βρίσκεται γνωστός κατάσκοπος Κρις και ο ίδιος και πράκτορές του πλησιάζουν για ψάρεμα Μακρονησιώτες. Επίσης το ίδιο κάνει και η Σερβική πρεσβεία σε μεγάλη κλίμακα». (Σταύρου Κασιμάτη, «Οι παράνομοι», σελ. 202-203).

Επείγον ήταν το καθήκον της ανασυγκρότησης και της δημιουργίας ισχυρών παράνομων οργανώσεων, που είχαν δεχτεί απ' την Ασφάλεια ισχυρά χτυπήματα.

Για την υλοποίηση αυτού του καθήκοντος, στάλθηκε στην Ελλάδα ο Ν. Μπελογιάννης, που έφτασε στις αρχές του Ιούνη 1950. Το καθήκον είχε προσδιοριστεί από την 7η Ολομέλεια της ΚΕ: «... να μεταφέρει το κέντρο της δουλιάς του το ΚΚΕ στην οργάνωση των οικονομικών και πολιτικών αγώνων όλων των στρωμάτων του εργαζόμενου λαού. Το κόμμα, στηριγμένο σε ένα γερό παράνομο μηχανισμό, πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις νόμιμες δυνατότητες...» («ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ», τ. 7ος, σελ. 16).

Πλαστήρας και Παπάγος

Εχει προβληθεί η άποψη ότι η κυβέρνηση της ΕΠΕΚ και των Φιλελευθέρων, με πρωθυπουργό τον Ν. Πλαστήρα, ήταν μια κυβέρνηση ανίσχυρη. Μια κυβέρνηση, που ήθελε να πραγματοποιήσει φιλολαϊκό έργο, αλλά δεν την άφηναν. Οτι, επειδή ο έλεγχος και η πραγματική εξουσία βρίσκονταν στα χέρια των Ανακτόρων, του ΙΔΕΑ και της «Δεξιάς», η κυβέρνηση του «Κέντρου» δεν μπορούσε να εφαρμόσει το φιλολαϊκό της πρόγραμμα. Και ότι, ενώ εξήγγειλε μέτρα φιλολαϊκά, συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να υπονομευτεί και να χάσει τελικά την κυβερνητική εξουσία. Τέτοιες απόψεις εκφράστηκαν και μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ και της ΕΔΑ.

Πρακτική έκφραση αυτής της αντίληψης ήταν, ότι το ΚΚΕ και η Αριστερά θα έπρεπε να στηρίξουν την πολιτική του Πλαστήρα και να προσαρμοστούν αποκλειστικά στην αξιοποίηση των νόμιμων δυνατοτήτων, εγκαταλείποντας τους παράνομους μηχανισμούς και άλλες αδιέξοδες λογικές, που εξ αντικειμένου υπονόμευαν την κυβέρνηση Πλαστήρα και ζημίωναν τη δημοκρατική εξέλιξη και την Αριστερά!...

Αυτές οι απόψεις έγιναν πιο έντονες μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μάρτη 1950 και ιδίως μετά την ίδρυση της ΕΔΑ, την 1η Αυγούστου 1951.

Προβάλλεται επίσης η άποψη, ότι οι ΗΠΑ δεν ήθελαν τον Πλαστήρα και προτιμούσαν τον Παπάγο. Ο στρατηγός Βαν Φλιτ φεύγοντας από την Ελλάδα (Ιούλης 1950) έστειλε μια επιστολή στο βασιλιά Παύλο, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής: «Εφόσον φοβόμαστε γενικό πόλεμο, εξαιτίας της Κορέας, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου ασφαλής με την παρούσα κυβέρνηση Πλαστήρα. Σε περίπτωση διεθνών περιπλοκών η κυβέρνηση αυτή θα αποτελέσει ουσιαστικά μια πέμπτη φάλαγγα του εχθρού. Οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας έχουν αρχίσει ραγδαίως να αποσυντίθενται. Τέλος, νομίζω ότι την κατάσταση θα έσωζε μόνο μια κυβέρνηση υπό τον στρατάρχη Παπάγο...» («ΑΥΓΗ» 12/4/1998).

Δε θα σταθούμε στις σκόπιμες, κατά τη γνώμη μας, υπερβολές του Αμερικανού στρατηγού περί αποσύνθεσης (!) και πέμπτης φάλαγγας (!). Πρόκειται για την ίδια τακτική που κάθε μη βασιλόφρονα τον ονομάτιζε κομμουνιστή, προκειμένου να διευρύνει την εμβέλεια της τρομοκρατικής πολιτικής της, με την προβολή του κομμουνιστικού «μπαμπούλα» και να δικαιολογήσει κάθε αντιδημοκρατικό μέτρο χτυπήματος του λαϊκού κινήματος. Μπορούμε, ίσως, να σκεφτούμε το ζήτημα από μια άλλη σκοπιά.

Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 14 χρόνια μέχρι το δικομματικό σύστημα να σταθεροποιηθεί πλήρως. Τότε, όμως, ο χώρος του «Κέντρου» ήταν πολυδιασπασμένος, όπως και ο χώρος της «Δεξιάς». Οι προσωρινές συμμαχίες των διαφόρων τμημάτων τους διαδέχονταν η μία την άλλη, εν μέσω συγκρούσεων των κέντρων εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό - και από αυτή την άποψη - το στρατιωτικό κίνημα που επιχειρήθηκε - αλλά τελικά ματαιώθηκε - τη νύχτα της 30 προς 31 Μαΐου 1951, με πρωταγωνιστή τον ΙΔΕΑ, ο οποίος είχε το πάνω χέρι μέσα στο στρατό και επηρέαζε τις πολιτικές εξελίξεις. Χαρακτηριστική, από την ίδια άποψη, είναι και η σύγκρουση που ξέσπασε εκείνο τον καιρό, ανάμεσα στο Παλάτι και στον Παπάγο. Αν και το κόμμα που ηγείτο ο Αλ. Παπάγος ήρθε πρώτο στις εκλογές του 1951, με ποσοστό 36,5% ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατέθηκε στους Πλαστήρα-Βενιζέλο! Το Παλάτι αρνήθηκε να δεχτεί το αίτημα του στρατάρχη για διεξαγωγή νέων εκλογών με το πλειοψηφικό σύστημα, ενώ ο Παπάγος αρνήθηκε να συμπράξει με την ΕΠΕΚ (Πλαστήρας) και τους «Φιλελεύθερους» (Σοφ. Βενιζέλος), όπως ζητούσε το Παλάτι. Απ' την άλλη, στις εκλογές του 1952 ο Γ. Παπανδρέου και άλλοι παράγοντες του «Κέντρου» (Τσουδερός, Μαλλιάκας, Λύχνος, Μερκούρης κ.ά.) πήγαν στους συνδυασμούς του Παπάγου.

Ομως, είναι σαφής η προσπάθεια που γινόταν να ξεπεραστεί ο κατακερματισμός. Οπως διαβάζουμε: «Στις 20 Ιουλίου 1951, ο Ελληνοαμερικανός βουλευτής της Μινεσότα Κρίστι θα εκφωνήσει λόγο στη Βουλή των Ελλήνων, στον οποίο θα υπάρχουν πολλές συμβουλές και συστάσεις: "Αξιούμε", θα αναφέρει ανάμεσα σε όλα τα άλλα, «από τους Ελληνες πολιτευόμενους να κάνουν το καθήκον τους και να είναι ενωμένοι τόσο εις τους εξωτερικούς όσο και τους εσωτερικούς κινδύνους, αφήνοντας κατά μέρος τόσο τα ατομικά όσο και τα πολιτικά συμφέροντα. Συστήνω να αναληφθεί μια προσπάθεια όλων των πολιτικών παραγόντων για μια συγχώνευση όλων των κομμάτων σε δύο, ή το πολύ τρία, ώστε ν' αποκτήσει η χώρα σταθερή κυβέρνηση και ισχυρή αντιπολίτευση!» (Γιάννη Αγγέλου: «Οι κομμουνιστές», σελ. 35).

Αν, λοιπόν, ο Βαν Φλιτ έγραφε στον Παύλο για τον Πλαστήρα, τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, τι να πούμε για τον Αμερικανό πρέσβυ στην Αθήνα, Γκραίηντυ, που ήρθε σε σύγκρουση ακόμη και με τα Ανάκτορα, προκειμένου να υποστηριχτεί για την πρωθυπουργία ο Πλαστήρας, και που δήλωνε για τον Ν. Πλαστήρα στο «ΒΗΜΑ» την 22α Απριλίου 1950: «Μου έκαμεν εντύπωσιν η ενεργητικότης του πρωθυπουργού και των συνεργατών του, η εκ μέρους των κατανόησις των ελληνικών προβλημάτων και η απόφασίς των να προχωρήσουν εις το έργον της ανασυγκροτήσεως. Ιδιαιτέραν εντύπωσιν μου επροξένησεν η εκ μέρους των Ελλήνων επισήμων κατανόησις του πνεύματος και των αρχών επί των οποίων βασίζεται η αμερικανική πολιτική βοηθείας, ως και η ισχυρά απόφασίς των να λάβουν τα αναγκαία μέτρα διά να καταστήσουν αποδοτικήν την βοήθεια» (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη χούντα», τόμος Α', σελ. 113-114).

Η κυβέρνηση Πλαστήρα απέρριψε το αίτημα της γενικής αμνηστίας. Ο Γ. Παπανδρέου, μιλώντας στη Βουλή (ο Πλαστήρας απουσίαζε στο Παρίσι), είπε: «... μόνον υπό μίαν θεωρητικήν προϋπόθεσιν θα ήτο ωφέλιμος και ενδεδειγμένη η γενική αμνηστία, εάν υπήρχε παγκόσμιος κατευνασμός, εάν η Κομινφόρμ εγκατέλειπε την επίθεσιν, εάν το κομμουνιστικό κόμμα έπαυε να είναι Πέμπτη Φάλαγξ και Τμήμα του Διεθνούς Επαναστατικού Στρατού. Αλλά αυτή η προϋπόθεσις, εάν αποτελεί ευχήν όλων των ανθρώπων, δεν αποτελεί δυστυχώς και πραγματικότητα». (Τ. Βουρνά: «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Δ', σελ. 506-507).

Πιστός ΝΑΤΟικός...

Τα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν: Ο Πλαστήρας έγινε πρωθυπουργός, αφού πρώτα η κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου υποχρεώθηκε σε παραίτηση (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη χούντα», τόμος Α', σελ. 110). Και γιατί να μη γινόταν, αφού και σταθερός ήταν απέναντι στο ΝΑΤΟ και αντικομμουνιστής δοκιμασμένος; Να τι έλεγε ο Ν. Πλαστήρας: «Η αποφασισθείσα προσφάτως εισδοχή της Ελλάδος εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον, το οποίον επιδιώκει την εδραίωσιν της ειρήνης διά της εμπράκτου κατοχυρώσεως αυτής έναντι οιασδήποτε απειλής, ενισχύει το αίσθημα ασφαλείας του ελληνικού λαού, και παρέχει εις αυτόν τη βάσιμον ελπίδα ότι απερίσπαστος από έξωθεν επιθέσεις, θα δυνηθή να επιδοθή εις τα ειρηνικά έργα του (...). Η κυβέρνησις εκφράζουσα τας ευχαριστίας της προς τα ιδρυτικά μέλη του Ατλαντικού Συμφώνου, δηλοί ότι θα εκπληρώσει πιστώς τας απορρεούσας εκ της εις αυτό συμμετοχής της υποχρεώσεις». (Τάσου Βουρνά: «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας - Ο εμφύλιος», σελ. 530-531).

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν σαφές, όταν παράγγελνε στον Ελληνα πρεσβευτή Δενδραμή: «Εκείνο που ενδιαφέρει την αμερικανική κυβέρνηση είναι να διαλυθεί ο μύθος ότι το ελληνικόν καθεστώς είναι μοναρχοφασιστικόν». (Σπ. Λιναρδάτου: ό.π., σελ. 108).

Οι ΗΠΑ και ντόπιες αστικές δυνάμεις επιθυμούσαν από τις εκλογές της 5 Μάρτη 1950 να βγει νικητής το «Κέντρο» και όχι η «Δεξιά». Ενας από τους λόγους ήταν ότι μόνο με μια κυβέρνηση «κεντροαριστερής» φυσιογνωμίας μπορούσε να γίνει καλύτερα η προσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία, που η ίδια είχε ήδη ξεκοπεί από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Αυτό έδινε και στον Τίτο ένα είδος «άλλοθι» απέναντι στον αριστερό κόσμο. Και εξάλλου, ο ίδιος ο Τίτο είχε εκφραστεί, πριν τις εκλογές, υπέρ αυτής της λύσης. Τις διαθέσεις του αυτές ο στρατάρχης Τίτο τις είχε διατυπώσει και σε σχετική συνέντευξή του στους «Τάιμς». (Γ. Δ. Κατσούλη. «Ιστορία του ΚΚΕ» τ. Ζ?, σελ. 42).

Συνεπώς έπρεπε ν' αποκλειστούν τότε από την κυβέρνηση «οι νικητές του Γράμμου», όλοι οι κεντροδεξιοί, που συγκρότησαν το κυβερνητικό σχήμα στον Εμφύλιο και ν' αναζητηθούν μη φθαρμένα πρόσωπα. Και τέτοια πρόσωπα, βεβαίως, βρέθηκαν. Στις πρώτες μετεμφυλιακές βουλευτικές εκλογές εμφανίστηκε η ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ενωση Κέντρου), με επικεφαλής της τον στρατηγό Ν. Πλαστήρα.

Από τις κάλπες τα κόμματα του «Κέντρου» αναδείχθηκαν πρώτα με συνολικό ποσοστό 44%. Για πρωθυπουργός προωθήθηκε ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος, «ενώ στις 8 του Μάρτη είχε υπογράψει συμφωνητικό συνεργασίας ΕΠΕΚ, Φιλελευθέρων, Παπανδρέου, με πρωθυπουργό τον Ν. Πλαστήρα, στις 23 του Μάρτη εμφανίζεται πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας με τον Π. Κανελλόπουλο και ψήφο ανοχής του «Λαϊκού Κόμματος». Ομως, τα συμμαχικά συμφέροντα δεν τα εξυπηρετούσε τη στιγμή εκείνη μια κυβέρνηση της κεντροδεξιάς, αλλά μια κυβέρνηση της κεντροαριστεράς. Στην Αθήνα είχε συνέλθει στις 19 του Μάρτη σύσκεψη των Αμερικανών πρεσβευτών Μόσχας - Βελιγραδίου - Αθήνας, με θέμα τις σχέσεις Τίτο και Δύσης. Στις ΗΠΑ ο αμερικανικός Τύπος χαρακτήριζε διεφθαρμένες και αντιδραστικές τις κυβερνήσεις της Δεξιάς και τις θεωρούσε ανίκανες για την «ανοικοδόμηση» και τη διαχείριση της βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ». (Γ. Δ. Κατσούλη, ό.π., σελ. 46-47).

«Ο Στ. Χουρμούζιος, του άμεσου περιβάλλοντος του βασιλιά σημειώνει: Εξοργισμένοι για τον τρόπο που είχε εξελιχθεί η κατάστασις, οι Αμερικανοί στράφηκαν ακόμη προς τον βασιλέα, και σε μια θυελλώδη συνομιλία με τον ιδιαίτερο γραμματέα του βασιλέως Μπούλη Μεταξά, ο Αμερικανός επιτετραμμένος στην Αθήνα κ. Χένρυ Μάινορ υπογράμμισε πως η λύσις Πλαστήρα ήταν πολύ επιθυμητή στην Αμερική. Αν τώρα ο Πλαστήρας έμενε έξω από την κυβέρνησιν, αυτό θα δημιουργούσε απογοήτευσιν και εχθρότητα, συγχρόνως δε και επικρίσεις κατά του Θρόνου» (ό.π., σελ. 47).

Τα πράγματα στη συνέχεια άλλαξαν. Οταν, λίγο καιρό αργότερα, ξέσπασε ο πόλεμος στην Κορέα και η διεθνής ένταση κορυφώθηκε, ο Πλαστήρας έπεσε και πρωθυπουργός ξανάγινε ο Βενιζέλος. Σύμφωνα με τον Βαν Φλιτ, όπως έχει αναφερθεί ήδη, ο Πλαστήρας γινόταν περιττός. Μεσολάβησαν και οι δηλώσεις του στην Τήνο, την 15ην Αυγούστου 1950, όπου μίλησε για «μέτρα ειρήνευσης», γεγονός αρκετό στους Βενιζέλο-Παπανδρέου για ν' αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τον Πλαστήρα. Αλλά το «στίγμα» το έδωσε ο Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι, δηλώνοντας: «Πριν από τον πόλεμο της Κορέας καλή ήταν μια κυβέρνηση της κεντροαριστεράς. Τώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση της κεντροδεξιάς σαν τη σημερινή. Ελπίζω να μη χρειαστεί μια κυβέρνηση της Δεξιάς» (ό.π., σελ. 52-53).

Βεβαίως, λίγο καιρό αργότερα χρειάστηκε και τέτοια κυβέρνηση. Και υπήρξε. Ομως, για να γίνει αυτό, χρειάστηκαν και πάλι δραστήριες ενέργειες, προκειμένου να συνενωθεί ο χώρος της «Δεξιάς», και κυρίως, προκειμένου να υπάρξουν καλές σχέσεις ανάμεσα στο Παλάτι και τον Παπάγο, μεταξύ των οποίων είχε κοπεί και η «καλημέρα», ενώ ο βασιλιάς Παύλος είχε φτάσει να διατάξει «συλλάβετε τον Στρατάρχη»!

Ηταν η στιγμή που αυτή η κυβερνητική αστάθεια δεν «πήγαινε άλλο» και ο Πιουριφόι δήλωνε ότι «η ελληνική πολιτική κατάστασις πρέπει να εκκαθαριστεί άπαξ διά παντός. Μόνη υπάρχουσα οδός είναι η διεξαγωγή εκλογών και μόνον σύστημα διά την δι' αυτών ανάδειξιν ισχυράς κυβερνήσεως είναι το πλειοψηφικών» (ό.π. σελ. 89).

Στις εκλογές, λοιπόν, της 16 Νοέμβρη 1952 το κόμμα του Παπάγου θριάμβευσε και χάρη στο πλειοψηφικό σύστημα σχημάτισε τεράστια πλειοψηφία στη Βουλή, 230 εδρών. Ομως ο Πλαστήρας, αν και διέθετε πριν τις εκλογές την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είχε τη δυνατότητα ν' αντιταχθεί, εντούτοις αποδέχθηκε το πλειοψηφικό. Και τελικά τη «νύφη» την πλήρωσε το ΚΚΕ, επειδή, λένε, με το σύνθημα «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» συντέλεσε στην αποδυνάμωση της ΕΠΕΚ, με αποτέλεσμα να έρθει στην κυβέρνηση η Δεξιά!!! Δε λένε, όμως, ότι ο Πλαστήρας συμφώνησε με τους Αμερικανούς, να είναι εκλογικό σύστημα το πλειοψηφικό... Ούτε, λένε, γιατί σχεδόν σύσσωμος ο Τύπος - «δημοκρατικός» και «δεξιός» - τάχθηκε υπέρ του Παπάγου («ΝΕΑ», «ΒΗΜΑ», «ΕΘΝΟΣ», καθώς και οι «Ακρόπολις», «Βραδυνή», «Καθημερινή», «Εστία», «Εθνικός Κήρυξ»). Και προπάντων δε λένε, ότι οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία, αφού έκαναν τη δουλιά τους με τον Πλαστήρα, τον άφησαν στην άκρη. Δεν είχε να προσφέρει τίποτα πια. Και εξάλλου είχε αρρωστήσει βαριά και σε λίγο καιρό πέθανε.

Στη διάρκεια της διακυβέρνησης από τον Πλαστήρα ξετυλίχτηκαν τα γεγονότα της υπόθεσης Μπελογιάννη και της εκτέλεσής του, των ασυρμάτων στην Καλλιθέα και στη Γλυφάδα, που συνδέθηκαν με τη δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη για κατασκοπία, καθώς και η δίκη των Αεροπόρων.

«Ετσι, ως το 1952, οι Αμερικανοί επίσημοι θεωρούσαν επιτυχή την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα. Οι Ελληνες κομμουνιστές είχαν ηττηθεί ολοκληρωτικά στο πεδίο της μάχης, ενώ τα Ηνωμένα Εθνη είχαν κατορθώσει να υπερασπίσουν τις αμερικανικές απόψεις στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση στην Ελλάδα, καταδικάζοντας, παράλληλα, τις ενέργειες της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της. Με την εκλογή του Παπάγου το 1952, η Ελλάδα σταθεροποιήθηκε πολιτικά, ενώ είχε ήδη αρχίσει και η οικονομική ανάκαμψη. Επιπλέον, απρόβλεπτο στοιχείο της επιτυχίας της αμερικανικής πολιτικής ήταν η ρήξη του Τίτο, με το σοβιετικό συνασπισμό. Οπως είπε ο υφυπουργός Εξωτερικών James Webb στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας, «η αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα υπήρξε επιτυχής, πέρα από κάθε προσδοκία»... ήταν σημαντικά τα πολιτικά αποτελέσματα που πέτυχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον ψυχροπολεμικό αγώνα τους εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης» («Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», σελ. 518-519, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ»).

(Το Γ' μέρος την επόμενη Κυριακή)

Μάκης ΜΑΪΛΗΣ

Συνεχίζεται την άλλη Κυριακή

Κείμενα:Μάκης ΜΑΪΛΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ