Για να κατανοήσετε όμως πλήρως τα σχέδια τους αλλά και όσα ήδη γίνονται, εν γένει στον αθλητισμό, ας γυρίσουμε περίπου 2 χρόνια πίσω. Σε ημερίδα του Ιδρύματος Κόκκαλη, στις 23 Σεπτέμβρη 2003, με θέμα: «Ο αθλητισμός ως αναπτυξιακός παράγων της νέας οικονομίας», παρουσιάστηκε μια έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που είχε παραγγείλει το Ιδρυμα.
Σύμφωνα με τη μελέτη «η συνολική αξία αθλητικών προϊόντων που κατασκευάστηκαν από 75 εταιρίες, το 2000, ανήλθε σε 34,5 εκατ. ευρώ. Οι εξαγωγές αθλητικών ειδών ανήλθαν σε 13,8 εκατ. ευρώ και η συνολική αξία των αθλητικών προϊόντων που παρήχθησαν ή εισήχθησαν στην εγχώρια αγορά ήταν 131,6 εκατ. ευρώ. Το 2000 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 1.300 ιδιωτικά γυμναστήρια στα οποία αθλούνταν 311.500 άτομα. Ο τζίρος τους ανήλθε σε 164,5 εκατ. ευρώ και οι εργαζόμενοι σε αυτά ήταν 8.450 άτομα. Την ίδια χρονιά τα «καθαρά» έσοδα των ΜΜΕ από τις δραστηριότητές τους στον αθλητισμό, δηλαδή από διαφημίσεις, από ανταποδοτικά τέλη από την κρατική τηλεόραση, από πωλήσεις αθλητικών περιοδικών, εφημερίδων κλπ., ανέρχονται σε 96 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα των διαφημιστικών ανέρχονται σε 4 εκατ. ευρώ.
Εκτιμάται ότι τα έσοδα της συνδρομητικής τηλεόρασης, μόνο για το αθλητικό τους πρόγραμμα, ανήλθαν σε 28,2 εκατ. ευρώ. Οπως επισημαίνεται η εκτίμηση αυτή είναι μάλλον υποτιμημένη και μπορεί να ανέλθει σε 35,2 εκατ. ευρώ. Με βάση τα έσοδα των ΜΜΕ από την πώληση προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και από τα ποσοστιαία τηλεοπτικά τέλη, προκύπτει ότι το 2000 τα νοικοκυριά δαπάνησαν για τα παραπάνω προϊόντα και υπηρεσίες 83,8 εκατ. ευρώ. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί εισέπραξαν από διαφημίσεις 15,4 εκατ. ευρώ. Τα αθλητικά περιοδικά εισέπραξαν 2,2 δισ. δρχ. και οι αθλητικές εφημερίδες 2,6 δισ. δρχ. Από τα 289,6 εκατ. ευρώ που ήταν ο προϋπολογισμός της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού το 2000, το 64,2% προήλθε από τον ΟΠΑΠ. Τα έσοδα του ΟΠΑΠ από τα στοιχήματα ανήλθαν σε 1,448 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 944% σε σχέση με το 1998. Το «Στοίχημα» αντιπροσώπευε το 68,9% των εσόδων, το ΤΖΟΚΕΡ το 15,7% και τα υπόλοιπα παιχνίδια το 6,3%».
Οσο για την πολιτική που ακολουθούν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ίδια και απαράλλαχτη στα βασικά της σημεία, και το πώς αντιμετωπίζουν τον αθλητισμό, ας θυμηθούμε τις τοποθετήσεις δύο υπουργών (αν αλλάξετε όνομα και κόμμα, μεταφέρεστε σήμερα...) στην ίδια ημερίδα το Σεπτέμβρη του 2003. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ευαγγ. Βενιζέλος, έλεγε: «Ο αθλητισμός όπως και ο πολιτισμός, ανήκουν σε ένα εξαιρετικά γόνιμο και κερδοφόρο πεδίο επιχειρηματικής και γενικότερα, οικονομικής δραστηριότητας, που είναι αυτό που ονομάζουμε συνήθως, η οικονομία του ελεύθερου χρόνου.
Ο ελεύθερος χρόνος, ως αντικείμενο οικονομικής δραστηριότητας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ολο αυτό που λέγεται ελεύθερος χρόνος για ψυχαγωγία, συγκροτεί μια τεράστια αγορά υπηρεσιών και αγαθών, και διαμορφώνει πολύ σημαντικά οικονομικά μεγέθη. Ολα αυτά τα οποία συζητούμε σε σχέση με τις Ολυμπιακές υποδομές, τα Ολυμπιακά έργα και όλα αυτά που αρχίζουν τώρα να μπαίνουν στο λεξιλόγιο των Αθλητικών Σωματείων των μητρικών ανωνύμων αθλητικών εταιριών, που ψάχνουν να βρουν μόνιμη στέγη ιδίως στο ποδόσφαιρο, έχουν πολύ μεγάλη σημασία και είναι και ορθολογικά. Διότι η μεταολυμπιακή χρήση των υποδομών μας αυτών, όπως και η λύση στο πρόβλημα των υποδομών των αθλητικών ανώνυμων εταιριών στο ποδόσφαιρο και λιγότερο στο μπάσκετ, περνάει μέσα από δραστηριότητες απλές στη σύλληψή τους όπως είναι ο σταθμός αυτοκινήτων, ή η διαφήμιση, ή οι χώροι εστίασης και παραμονής κοινού με την έννοια του εστιατορίου ή της καφετερίας. Εάν δούμε κάθε αθλητική επένδυση και κάθε αθλητική υποδομή ως μια σύνθετη επένδυση στο χώρο της ψυχαγωγικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό και με κλασικές δραστηριότητες εμπορικές, όπως αυτές ενός εμπορικού κέντρου ή ενός χώρου στάθμευσης, τότε φυσικά αποκτούμε μια άλλη εικόνα για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων αυτών και για τη δυνατότητα χρηματοδότησης. Αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πράγμα, με έναν τρόπο που είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν τον οποίο έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια».
Από την πλευρά του ο τότε υπουργός Ανάπτυξης, Ακης Τσοχατζόπουλος, ανέφερε: «Είναι ώριμες οι συνθήκες να δούμε σε οικονομική, επαγγελματική, αλλά και αναπτυξιακή βάση, τη λειτουργία, μέσω επιχειρήσεων, της παραγωγής αθλητικού προϊόντος, πάσης μορφής, σε όλα τα αθλήματα, αλλά και στη λεγόμενη δευτερεύουσα αθλητική αγορά (υποδομές, προϊόντα)»...
Ο «Ρ» συνεχίζει σήμερα με στοιχεία που δείχνουν τη μετάλλαξη του λαοφιλέστερου αθλήματος σε μέσο κερδοφορίας για λίγους
Στα σχέδιά τους, που σε μεγάλο βαθμό έχουν επιτευχθεί, είναι μια επιχείρηση κέρδους και εξουσίας. Που εντέχνως προβάλλει - επιβάλλει το ρόλο του θεατή - χειροκροτητή και φυσικά του καταναλωτή. Ενα σύστημα δηλαδή πολύ πιο κερδοφόρο, βολικό και ακίνδυνο για τους κατέχοντες...
Αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής επιλογής πολιτικών - επιχειρηματιών είναι η δημιουργία μιας άκρως ανθούσας και προσοδοφόρας... πολυκλαδικής επιχείρησης, όπου το ποδοσφαιρικό κομμάτι, είναι το άλλοθι ή αν θέλετε το δόλωμα. Να θυμίσουμε τις αποκαλυπτικές δηλώσεις, στελεχών της Μάντσεστερ, για τη φιλοσοφία που διέπει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο: «Δεν έχουμε κανένα υψηλό ιδανικό σε αυτά που πάμε να πετύχουμε. Ομως, για να ανταγωνιστούμε σε διεθνή βάση, δεν μπορούμε να είμαστε καθισμένοι σε μια καρέκλα. Στόχος μας είναι το πώς θα αγκαλιάσουμε τους οπαδούς μας, τους ανθρώπους που αφήνουν χρήματα στην ομάδα»... Η απήχηση που έχει το λαϊκότερο των αθλημάτων γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και υπερκερδοφορίας για λίγους. Ενδεικτικά να θυμίσουμε ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών των ευρωπαϊκών ΠΑΕ, για το 2004, άγγιξαν τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ!... Η Μάντσεστερ είχε τζίρο 277,934,000 ευρώ, η Ρεάλ Μαδρίτης 253 εκατομμύρια ευρώ και η Μίλαν (του μεγιστάνα των ΜΜΕ και ιταλού Πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι) 147,2 εκατομμύρια ευρώ!...
Για να λειτουργήσει το σύστημα, έχουν φροντίσει να στήσουν ολόκληρους μηχανισμούς στήριξης που προωθούν - επιβάλλουν τη φιλοσοφία τους. Βασικός μηχανισμός η αναγωγή του παίχτη σε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που είναι. Δηλαδή σε σταρ, με συγκεκριμένες αξίες και απόψεις, αντί σε αθλητή. Σε ένα είδωλο που πλασάρει καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία - υποτίθεται - τον βοήθησαν να πετύχει. Μια διαδικασία που εξυπηρετεί και τον ποδοσφαιριστή αλλά και τους κρατούντες (επιχειρηματίες, παράγοντες).
«Κάθε εταιρία θέλει να ξέρει ο καταναλωτής, ότι οι καλύτεροι αθλητές του κόσμου χρησιμοποιούν προϊόντα της. Και όταν πηγαίνει να ψωνίσει του έρχεται κατευθείαν στο μυαλό το όνομα της εταιρίας» λέει ο Ρικ Μπάρτον, διευθυντής του τμήματος αθλητικού «marketing» στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον. Γι' αυτό εταιρίες κάθε είδους ξοδεύουν αμύθητα ποσά, ώστε να συνδέσουν τ' όνομα κάποιου προϊόντος τους με έναν αναγνωρίσιμο αθλητή και στη συγκεκριμένη περίπτωση ποδοσφαιριστή.
Sportidea |
Το αποτέλεσμα γίνεται αυτοσκοπός και η επιτυχία - κέρδος, ζητούμενο με κάθε μέσο. Τα τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις και λογικές. Οι παίχτες εξαναγκάζονται να ξεπερνούν ανθρώπινα όρια και αντοχές. Και για να αντεπεξέλθουν οδηγούνται σε επικίνδυνους δρόμους. Δε φταίνε οι... παρασυρμένοι που ντοπάρονται, όπως υποκριτικά και εσκεμμένα, προσπαθούν να μας πείσουν. Αιτία είναι η σύνδεση επιτυχίας - κέρδους. Να γιατί - σύμφωνα με τον επικεφαλής των ερευνών, Τζιουζέπε Κασαλμπόρε, - παίχτες της Γιουβέντους ντοπάρονταν κατά την περίοδο 1994 - '98. Να, επίσης, γιατί δε θεωρήθηκε υπαίτια η ομάδα, παρότι σε αποθήκη της βρέθηκαν (ποσότητες αντίστοιχες με νοσοκομείου) χάπια και φάρμακα, κάποια εκ των οποίων αναβολικά... Από άθλημα λοιπόν των αγνών προθέσεων και ιδανικών, όπως η συμμετοχή, η άμιλλα και η ψυχαγωγία, έχουμε περάσει στο ποδόσφαιρο της σκοπιμότητας, του ανταγωνισμού, της κερδοφορίας και της... φιλοσοφίας «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» (εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων).
Απ' όλα αυτά δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει ο τζόγος (που, ως είναι γνωστό, ανθεί όταν μαραζώνουν τα οικονομικά των ανθρώπων). Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το τμήμα ανάλυσης της «Μέριλ Λιντς», ο τζίρος από το διαδικτυακό στοίχημα υπολογίζεται σε 4,5 με 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ο ρυθμός ανάπτυξης των εταιριών «online» στοιχήματος κυμαίνεται μεταξύ 20-60%. Το 1999 υπήρχαν 650 τέτοιες εταιρίες, ενώ σήμερα ο αριθμός τους ξεπερνά τις 30.000. Ειδικότερα στην Αγγλία, που είναι η «Μέκκα» του στοιχήματος, το 1999 ο τζίρος από το διαδικτυακό στοίχημα αντιστοιχούσε μόλις στο 1% του τζίρου συνολικά των τυχερών παιχνιδιών, ενώ σήμερα έχει φτάσει το 10%...
Σε αυτά τα πλαίσια και μπροστά σε τόσο μεγάλα συμφέροντα κάθε έννοια ηθικής και λογικής πάει περίπατο. Ετσι μάλλον δεν πρέπει να ξενίζει η «καταγγελία» του προέδρου στην ΟΠΑΠ ΑΕ, Ανέστη Φιλιππίδη, ότι η αποκλειστικός συνεργάτης της (ως το 2007) στη διενέργεια του στοιχήματος, «ΙΝΤΡΑΛΟΤ ΜΠΕΤΙΝΓΚ» «σε κονσόρτσιουμ μαζί τη "ΛΑΝΤΜΠΡΟΟΥΚΣ" παίζουνε παράνομο Στοίχημα (σ.σ. και με ελληνικούς αγώνες) μέσω του Διαδικτύου».
Ομως το σύστημα - που ήδη σκιαγραφήσαμε - δεν ικανοποιεί τους άπληστους εμπνευστές - υποστηρικτές του. Και εξυφαίνουν σχέδια για την ακόμα μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου αλλά και του αθλητισμού εν γένει. Οπως επισημάναμε και στο περασμένο ρεπορτάζ, ήδη έχουν δρομολογηθεί οι εξελίξεις. Σε επίπεδο θεσμικό - εποπτικό τα ηνία αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ενωση, με την ένταξη του αθλητισμού (δηλαδή και του ποδοσφαίρου) στη βιομηχανία του θεάματος και ελευθέρου χρόνου. Πρόκειται για καθοριστικό βήμα ώστε να δημιουργηθεί το κανονιστικό πλαίσιο που θα στριμώξει ακόμα πιο πολύ το άθλημα στους «νόμους της ελεύθερης αγοράς» και της ακόμα στυγνότερης εκμετάλλευσης του, προς όφελος των λίγων.
Στο ίδιο πλαίσιο και οι επιχειρηματίες. Δεν ανέχονται πλέον τους μεσάζοντες και κινούνται για ν' αποκτήσουν θεσμοθετημένο ρόλο. Μπορεί η περιβόητη G14 (οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές ΠΑΕ) να μην τα κατάφερε ολοκληρωτικά, όμως η διάδοχος της (Ενωση Λιγκών) φαίνεται να έχει καλύτερες - γι' αυτούς - προοπτικές. Αλλωστε οι συνθήκες και οι συγκυρίες έχουν διαφοροποιηθεί. Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» εκτιμούν ότι είναι ζήτημα χρόνου αλλά και διαδικαστικό (εντός ή εκτός UEFA) η απόκτηση νομικής οντότητας. Και τότε θ' αρχίσει - και τυπικά - η αντίστροφη μέτρηση για την απόλυτη εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου με την ανάληψη - από τους επιχειρηματίες - καίριου ρόλου.
Το παρών του ποδοσφαίρου είναι ήδη γνωστό, από τα πεπραγμένα τους. Δε μας κρύβουν όμως και το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, όταν πάρει σάρκα και οστά η προαναφερθείσα προοπτική. Η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου οδηγείται, με μαθηματική ακρίβεια, σε ακόμα πιο μεγάλα επίπεδα. Εχουν προϊδεάσει με δηλώσεις αλλά και «διαρροές». Στην υπό σύσταση Ενωση Λιγκών αναφέρεται ρητά πως σκοπός είναι «να προωθήσουν τα συμφέροντα των λιγκών», δηλαδή των ομάδων - επιχειρήσεων. Στελέχη της κίνησης αναφέρουν: «Δεν μπορεί αυτοί να "κάνουν παιχνίδι" με το δικό μας προϊόν. Ας ασχοληθούν με το δικό τους πεδίο, το ερασιτεχνικό. Διαχειρίζονται λεφτά που εμείς τους φέρνουμε»... Τι θα κάνουν λοιπόν όταν υπάρξει μεγαλύτερη σύγκρουση συμφερόντων με τους «θεματοφύλακες» του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου (UEFA); «Αν θελήσουν να τραβήξουν την κόντρα και να μη μας αναγνωρίσουν το ρόλο που μας αρμόζει, ας κάνουν διοργανώσεις χωρίς Μάντσεστερ, Λίβερπουλ, Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, Γιουβέντους, Μίλαν κλπ.»... ενημερώνουν...
Επίσημα (για το άμεσο μέλλον) ισχυρίζονται ότι δε θέλουν να αναλάβουν την πραγματοποίηση διοργανώσεων. Οταν όμως πάρουν τον έλεγχο; Ο γενικός διευθυντής της G14, Τόμας Κουρτ, είχε δηλώσει παλιότερα: «... από τη στιγμή που μία ομάδα, όπως λόγου χάρη η Ρεάλ Μαδρίτης, έχει στη διάθεσή της 22 ποδοσφαιριστές συνολικής αξίας 1,2 δισ. ευρώ, δεν είναι δυνατόν να διακινδυνεύσει αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιό της, αγωνιζόμενη με ομάδες πολύ κατώτερες από αυτήν στις εθνικές κατηγορίες»... Δηλαδή, σε απλά ελληνικά προανήγγειλε την περιβόητη «κλειστή λίγκα». Ενα πρωτάθλημα των ελίτ...
Αλλη απαίτηση που θα προωθήσουν; Η αμοιβή χρησιμοποίησης παιχτών στις εθνικές και συμμετοχή στα κέρδη των αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων. «Εμείς τους πληρώνουμε, τους παίρνουν αυτοί (σ.σ. ομοσπονδίες) και κινδυνεύουν να τραυματιστούν. Δικαιούμαστε αποζημίωση αλλιώς ας βάζουν ερασιτέχνες. Επίσης στηρίζονται στους υπαλλήλους μας και κάνουν διοργανώσεις με τεράστια κέρδη. Εμείς τι παίρνουμε»... Εν κατακλείδι, όταν αποκτήσουν τη (θεσμική) δύναμη να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους, για ποιο λόγο να υφίστανται ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες;...