Συζήτηση με τον Πρόεδρο του ΕΕΤΕ, Μ. Παπαδάκη
Συγκεκριμένα, ο Π. Τατούλης στη συνάντηση που είχε με το ΔΣ του ΕΕΤΕ (23/2) για δεύτερη φορά για το ίδιο θέμα, δήλωσε ότι θα τηρηθούν στο ακέραιο οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στο Επιμελητήριο τον περασμένο Νοέμβρη. Οτι δηλαδή το ΥΠΠΟ θα καλύψει τις ανελαστικές δαπάνες του ΕΕΤΕ. Οτι από την άνοιξη του 2005 θα δρομολογηθεί ο διάλογος για τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που αφορά στα μεγάλα προβλήματα των καλλιτεχνών, που είναι ο νόμος του 1% στα δημόσια κτίρια, το ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό και το θέμα των τιμητικών συντάξεων. Επίσης, υποσχέθηκε ότι θα συμβάλει στις εθνικές και διεθνείς πολιτιστικές υποχρεώσεις του ΕΕΤΕ, όπως Διαβαλκανικό, Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παιδεία, συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση ΑΙΑΠ στην Κίνα κ.λπ. Υποσχέσεις που αφορούσαν στον πολύπαθο κλάδο των εικαστικών και που μέχρι σήμερα έχουν γίνει επανειλημμένα αντικείμενο ανεκπλήρωτων κυβερνητικών «δεσμεύσεων».
Για τα ζητήματα που απασχολούν το Επιμελητήριο, τα κύρια αιτήματα του κλάδου και τις προτάσεις του, μας μιλά ο πρόεδρος του ΕΕΤΕ, Μιχάλης Παπαδάκης.
«Ο υφυπουργός Πολιτισμού, Π. Τατούλης, μας υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει η απομύζηση οικονομικών πόρων του ΥΠΠΟ από ιδιώτες που κάνουν "κρατικοδίκαιο πολιτισμό", οι οποίοι υλοποιούσαν "τις προσωπικές επιλογές" της προηγούμενης ηγεσίας, και ότι από αυτό το κέρδος θα ενισχυθούν οι θεσμικοί φορείς του πολιτισμού, μέσα στους οποίους περιέβαλε και το ΕΕΤΕ. Πάνω σ' αυτή τη βάση μάς υποσχέθηκε ότι θα καλυπτόταν το 100% των λειτουργικών μας δαπανών».
«Ζητούμενο είναι το αν η κυβέρνηση θα ασκήσει πολιτιστική πολιτική μέσω των θεσμικών φορέων και όχι με προσωπικές επιλογές, όπως είχε καταγγείλει τον προηγούμενο υπουργό. Αυτό συνεπάγεται ότι το ΕΕΤΕ δε θα στραγγαλιστεί οικονομικά, πράγμα που ήδη γίνεται και το ΥΠΠΟ θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το νόμο».
«Το Επιμελητήριο έχει δύο πλευρές που ορίζουν την οντότητά του, προσδιορισμένες από το νόμο του, και σε αντιστοιχία με τις συλλογικές ευθύνες των καλλιτεχνών ως κοινωνικού στρώματος. Η πρώτη είναι αυτή της προαγωγής της ελευθερίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της προάσπισης του πολιτισμού. Η δεύτερη πλευρά αφορά στη δραστηριότητα του ΕΕΤΕ να αναπτύξει τις κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τους εικαστικούς δημιουργούς και το έργο τους».
Το άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζει ότι «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
«Δυστυχώς, η πιο πάνω υποβάθμιση του φορέα μας από τη μεριά της εκάστοτε κυβέρνησης, έχει ευθέως ανάλογο αντίχτυπο στην αντίληψη που διαμορφώνει ένα πολύ μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών για το Επιμελητήριο. Δε βλέπει ότι δεν πρόκειται μόνο για την απαξίωση του κοινωνικού ρόλου του καλλιτέχνη ως στρώματος, αλλά πολύ περισσότερο δε βλέπει ότι αυτό συνδέεται (αποτελεί μέρος) της προσπάθειας να αποδιοργανωθεί η θεσμική πυραμίδα μέσα από την οποία λειτουργεί και κάθε άλλη δημοκρατική ελευθερία στην κοινωνική μας ζωή».
«Αιχμή του δόρατος», το θέμα Ασφάλισης και συνταξιοδότησης των εικαστικών καλλιτεχνών. Ενα ζήτημα που ταλαιπωρεί τους καλλιτέχνες πολλές δεκαετίες.
«Ο καλλιτέχνης, ως τέτοιος, είναι παντελώς χωρίς συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Από τα 4.500 μέλη μας, αυτοί που δεν έχουν κάποιας μορφής εξαρτημένη εργασία, όπως οι καθηγητές δημοσίων και ιδιωτικών σχολών και άλλων συναφών επαγγελμάτων, είναι παντελώς ανασφάλιστοι. Ο αριθμός αυτών των καλλιτεχνών υπερβαίνει κατά λίγο τα χίλια άτομα. Από αυτούς, κάθε χρόνο φτάνουν σε ηλικία συνταξιοδότησης λιγότεροι από είκοσι. Στους 20 έως 22 περίπου, που διεκδικούσαν μέχρι το 2002 τιμητική σύνταξη ετησίως, περιλαμβάνονταν και αυτοί που είχαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα, συνήθως πολύ μικρό, σε άλλα Ταμεία πλην του Δημοσίου. Ο νόμος του 2002 αναφέρεται πλέον στους παντελώς ανασφάλιστους».
Ο θεσμός των τιμητικών συντάξεων έχει ξεπέσει πλέον σε κρατικό επίδομα προς αναξιοπαθούντες άπορους καλλιτέχνες. «Η πολιτεία προτιμά, μέχρι τώρα, να "παίζει" με την αξιοπρέπεια των δημιουργών, παραλλάσσοντας το νόμο για τις τιμητικές συντάξεις (τον έχει αλλάξει ήδη τρεις φορές και πάει για τέταρτη, όπως μας ανακοίνωσε του ΥΠΠΟ), παρά να λύσει το συνταξιοδοτικό τους, όπως αντιστοιχεί στη φύση του αντικειμένου (της Τέχνης) που υπηρετούν. Σπρώχνει διαρκώς τον ελεύθερο δημιουργό προς την αυτασφάλιση του ΤΕΒΕ».
Αίτημα των εικαστικών καλλιτεχνών είναι να ενταχτούν στο δημόσιο ή το ΙΚΑ με τριμερή χρηματοδότηση, όπου η πλευρά των καλλιτεχνών θα είναι ενταγμένη μέσω του συλλογικού τους φορέα, ώστε να διασφαλίζεται τουλάχιστον η βασική σύνταξη και αυτού του δημιουργού που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ατομική του υποχρέωση, εφόσον δεν πουλάει αρκετά.
«Αυτό είναι όχι απαραίτητο μόνον, αλλά κρίσιμο, προκειμένου να ενισχύσουμε την ελευθερία στο δημιουργό να αποφεύγει την εμπορευματοποίηση της δημιουργικής του δραστηριότητας, της ερευνητικής της πλευράς, και να μην υποχρεώνεται να φτιάχνει τυποποιημένα (αναγνωρίσιμα) καλλιτεχνικά προϊόντα ατομικής κατανάλωσης».
Ενα ακόμη καυτό ζήτημα, που μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί, είναι ο νόμος του 1997, που προβλέπει το 1% του προϋπολογισμού για τα δημόσια κτίρια να διατίθεται για την καλλιτεχνική τους διακόσμηση.
«Ο νόμος αυτός του 1997 αντικατέστησε, προς το καλύτερο, τον προηγούμενο νόμο του 1989 που επίσης δεν είχε ποτέ εφαρμοστεί. Ο νόμος αυτός, του 1%, συνδέεται άμεσα με την πολιτιστική αναβάθμιση των πολιτών και τη διαμόρφωση ενός πιο υγιούς περιβάλλοντος για την εικαστική δημιουργία στη χώρα μας. Θα μπορέσει όμως να λειτουργήσει ευνοϊκά προς την κατεύθυνση αυτή για όλους (κοινό και καλλιτέχνες) μόνον, εάν συνδεθεί με τις θεσμικές διαγωνιστικές διαδικασίες, που διαρκώς παραβιάζονται, ώστε να μην ισχύουν οι αποκλεισμοί των δημιουργών από το δικαίωμά τους να διαγωνίζονται, και τα αποτελέσματα να είναι τα καλύτερα δυνατά».
«Σε σύνδεση με τα παραπάνω είναι και η ενίσχυση του νομικού πλαισίου των διαγωνιστικών διαδικασιών για την Τέχνη στο δημόσιο χώρο, σ' όλα τα επίπεδα της Δημόσιας Διοίκησης, ώστε να μην παραβιάζονται διαρκώς, πράγμα που γίνεται σήμερα».
Σημαντικά προβλήματα είναι ακόμη εκείνα που αφορούν στα πνευματικά δικαιώματα, στα ζητήματα της Παιδείας γενικά και της τριτοβάθμιας ειδικότερα, στα ευρωπαϊκά προγράμματα κ.ά. Ακόμη, το θέμα των χορηγιών, ως κύρια πολιτική επιλογή της σημερινής κυβέρνησης, διευκολύνουν στο χώρο της Τέχνης, και όχι μόνο, τη χειραγώγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
«Ο προσανατολισμός προς τις χορηγίες προβάλλεται αυτή την περίοδο ως μια στρατηγική πολιτική επιλογή από την κυβέρνηση. Θα πρέπει όμως να δούμε ότι αυτός ο προσανατολισμός απομακρύνει τα θεσμικά όργανα από την άσκηση της πολιτιστικής πολιτικής, η οποία "μεταβιβάζεται" στην ελεύθερη, λεγόμενη, αγορά, με το ολέθριο αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής εμπορευματοποίησης της Τέχνης. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο προσανατολισμός συμπαρασύρει και την πολιτιστική μας κληρονομιά που υποβαθμίζεται σ' ένα απλό τουριστικό καταναλωτικό προϊόν».
«Οι χορηγίες διευκολύνουν τη χειραγώγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και όχι μόνον αυτής. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι μόνο τα οφέλη που αποκομίζει ο χορηγός από την είσοδό του στην αγορά της Τέχνης (στην «AGORA», όπως σοφιστικά αρεσκόταν ο κύριος Βενιζέλος να την αποκαλεί, παίζοντας με τη διττή έννοια που έχει ο όρος ως δημόσιος χώρος και αγορά-παζάρι), αλλά, και προπάντων, η ιδεολογική παρέμβαση στον τρόπο της καλλιτεχνικής έκφρασης, με άμεσες κοινωνικές προεκτάσεις. Το μεγάλο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι μετακυλίει ένα μέρος του οικονομικού βάρους για τον πολιτισμό στους ιδιώτες. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αλήθεια, ούτε ως επιχείρημα καθαρά οικονομίστικο, και έχουμε πικρή πείρα και από άλλους τομείς».
«Το πιο σημαντικό εδώ είναι ότι η κυβέρνηση απεμπολεί τη συνταγματική της ευθύνη, προκειμένου να ανοίξει το δρόμο στην ίδρυση franchise-καταστημάτων μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων, όπως ας πούμε της Philipp Morris, της Malboro και λοιπά. Ο τομέας του πολιτισμού (κάθε τέχνη γενικά, πολιτιστικά ιδρύματα όλων των ειδών, η πολιτιστική κληρονομιά) είναι ο δεύτερος σε μέγεθος επενδυτικός τομέας στον δυτικό κόσμο».
«Η χειραγώγηση της αγοράς της Τέχνης οδηγεί σ' ένα μέγιστο βαθμό χειραγώγησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η Τέχνη, βέβαια, πάντα θα βρει τρόπους να αντισταθεί σ' αυτούς τους μηχανισμούς. Μακροπρόθεσμα είναι δυνατότερη από αυτούς, παρ' όλη τη ζημιά που παθαίνει βραχυπρόθεσμα. Η επιδίωξη αυτών των μηχανισμών να χειραγωγήσουν την Τέχνη οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή συνδέεται, με τα δικά της μέσα, με τη Φιλοσοφία και την κοινωνική συνείδηση. Ο αγώνας για τη χειραγώγησή της, αν και γίνεται με το αζημίωτο, είναι αυτονόητο ότι συνδέεται και με τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».