Σημειώνουμε τα παραπάνω, ώστε να τα συγκρίνετε με τα παρακάτω στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα και αφορούν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες. Στην πενταετία 1960 - '64 το μερίδιο των μισθών στο σύνολο των επιχειρηματικών εσόδων βρισκόταν γύρω στο 70% και στο ποσοστό αυτό περίπου διατηρήθηκε για μια εικοσιπενταετία, σημειώνοντας, μάλιστα και μια αύξηση στην πενταετία 1975 - '79. Στην πενταετία 1985 - '89, όμως, το μερίδιο των μισθών έπεσε στο 67% και συνέχισε να πέφτει τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας στο 64% στην τετραετία 2000 - 2003.
Αραγε, δε φτάνουν τα στοιχεία αυτά, για να γίνει φανερός ο πραγματικός στόχος των καπιταλιστικών διαρθρωτικών αλλαγών, στις οποίες ορκίζονται σήμερα, τόσο η ΝΔ, όσο και το ΠΑΣΟΚ;
Το πρόβλημα υποτίθεται πως είναι το εξής: Τα τελευταία χρόνια, οι εγχώριοι φαρμακοβιομήχανοι - φαρμακέμποροι εκτιμούν ως χαμηλή την κερδοφορία τους. Ετσι, η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων συνεχώς μειωνόταν προς όφελος των εισαγομένων και η σχετική αναλογία έφτασε στο 1 προς 4, αντίστοιχα.
Η κυβέρνηση ασχολήθηκε μ' αυτό και, παρότι τα στελέχη της ΝΔ καταδίκαζαν ανάλογες μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ανακοίνωσε προχτές την ικανοποίηση των αξιώσεων των φαρμακοβιομηχάνων, στο όνομα της δήθεν διάσωσης της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, των σχετικών θέσεων εργασίας, κλπ. Και, βέβαια, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα κληθούν να πληρώσουν τα «σπασμένα», αφού σε χιλιάδες φάρμακα ευρείας κατανάλωσης θα επιβληθούν τσουχτερές αυξήσεις.
Σημειώνουμε τα παραπάνω, γιατί το παράδειγμα των φαρμάκων είναι αρκετά χαρακτηριστικό, για να γίνουν κατανοητοί οι δυο δρόμοι ανάπτυξης της χώρας. Ο ένας είναι ο σημερινός και στο πλαίσιό του δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, παρά μόνο σαν αυτή που έδωσε η κυβέρνηση της ΝΔ και έδινε η προκάτοχός της του ΠΑΣΟΚ. Ο άλλος είναι ο προτεινόμενος από το ΚΚΕ δρόμος ανάπτυξης. Σε καθεστώς λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, τα φάρμακα παρέχονται δωρεάν, η δε φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται στα χέρια του λαού, λειτουργεί και παράγει με κριτήριο και στόχο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι το επιχειρηματικό κέρδος. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Στη δεκαετία του 1960 - ναι, εδώ και μισό αιώνα περίπου... - όλοι παραδέχονταν ότι τα σχολεία πρέπει να έχουν καλά εξοπλισμένες και λειτουργικές βιβλιοθήκες. Πενήντα χρόνια μετά, κανείς δεν αμφισβητεί στα λόγια την αναγκαιότητα αυτή, αλλά στην πράξη οι εκάστοτε κυβερνώντες την... έγραφαν και τη γράφουν στα παλιά τους υποδήματα.
Σήμερα, στα περισσότερα από 5.000 σχολεία υπάρχουν μόνον 499 βιβλιοθήκες. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν εμπλουτίζονται συστηματικά και, το κυριότερο, υπολειτουργούν ή δε λειτουργούν καθόλου, καθώς υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στελέχωσης. Κι ενώ, τα νούμερα βοούν και η επιτακτικότητα της ανάγκης είναι αδιαμφισβήτητη, η υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε τις προάλλες στους εκπροσώπους των εκδοτών - βιβλιοπωλών ότι μέχρι το 2006 οι σχολικές βιβλιοθήκες που θα ιδρυθούν δε θα ξεπεράσουν τις 270..!
Κατά τ' άλλα, η κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει την Παιδεία ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητές της, διοργανώνει διαλόγους, ετοιμάζει μεταρρυθμίσεις κλπ., με στόχο - όπως λέει - την αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της παρεχόμενης μόρφωσης. Προφανώς, η αναβάθμιση, που έχουν στο μυαλό τους οι κυβερνώντες, βρίσκεται σε ριζικά διαφορετική κατεύθυνση απ' αυτή που απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας.
Πώς θα σας φαινόταν εάν υπήρχε ένα σύστημα αξιολόγησης των μαθητών, που ξεκινά από την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού και τους διαχωρίζει σε «καλούς» και «κακούς», ώστε οι πρώτοι να προετοιμάζονται για τα πανεπιστήμια και οι δεύτεροι για την τεχνολογικο-επαγγελματική κατάρτιση;
Εως και ρατσιστικό, ίσως, πείτε και, παρά την υπερβολή, δε θα ήταν αβάσιμο. Σίγουρα, πάντως, ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης θα πολλαπλασίαζε τους ήδη υπάρχοντες ταξικούς φραγμούς στην Παιδεία και, ουσιαστικά, θα απέκλειε τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τα πανεπιστήμια.
Κι αν νομίζετε ότι όλ' αυτά είναι φανταστικά σενάρια, κάνετε λάθος. Ηδη εφαρμόζονται σε άλλες χώρες της ΕΕ. Στη Βαυαρία, για παράδειγμα, προωθούνται στα σχολεία των Ελλήνων μεταναστών, με συνεργασία της γερμανικής και ελληνικής κυβέρνησης. Μάλιστα, τα τοπικά παραρτήματα Μονάχου/Βαυαρίας των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ, με κοινή επιστολή τους προς το υπουργείο Παιδείας, όχι απλά συμφωνούν με το προωθούμενο μέτρο, αλλά προτείνουν «την επίσπευση των διαδικασιών αυτών», κάνοντας «προτάσεις», προκειμένου «να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή μετάβαση στο επόμενο στάδιο των μεταρρυθμίσεων»...
Εχετε μήπως και την παραμικρή αμφιβολία ότι τέτοιου τύπου αξιολογήσεις θα «χτυπήσουν» σύντομα και τη δική μας πόρτα;
Ο «διάλογος» για τη νέα αντιασφαλιστική επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων ξεκινάει σήμερα, με βασικό συνομιλητή την ΟΚΕ. Αξιοποιώντας τον κύριο μοχλό του κοινωνικού εταιρισμού, η κυβέρνηση προσπαθεί να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση στους εργαζόμενους ότι τα αντιασφαλιστικά της σχέδια συναντάνε τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική αποδοχή. Στην πραγματικότητα, κανενός είδους διάλογος δεν πρόκειται να ξεκινήσει. Κανένας από αυτούς που ονομάζονται κοινωνικοί εταίροι (βιομήχανοι και εργατοπατέρες) δε διαφωνεί με τη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης και του ντόπιου κεφαλαίου να συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων προς όφελος των εργοδοτικών κερδών. Οι όποιες διαφωνίες εκφραστούν στο «διάλογο», αφορούν σε επιμέρους ζητήματα και έχουν ως κύριο στόχο να θολώσουν τα νερά και να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους. Να εμφανιστεί το νέο πετσόκομμα σαν προϊόν, δήθεν, διαπάλης και, τελικά, συμβιβασμού μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων».