ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 26 Απρίλη 2005
Σελ. /40
Οι διαρθρωτικές αλλαγές

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ξέρετε, πότε και πού ξεκίνησε η εφαρμογή των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών (εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικό, αποκρατικοποιήσεις, ιδιωτικοποιήσεις, κλπ., κλπ.); Τη δεκαετία του 1980, με πρώτες τις ΗΠΑ επί Ρ. Ρίγκαν και αμέσως μετά τη Μ. Βρετανία, επί Μ. Θάτσερ. Στην επόμενη δεκαετία, η προώθηση και εφαρμογή τους επεκτάθηκε σιγά σιγά στις άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της ΕΕ και την άνοιξη του 2000 έγινε επίσημη πολιτική της ευρωένωσης (Σύνοδος Κορυφής της Λισαβόνας).

Σημειώνουμε τα παραπάνω, ώστε να τα συγκρίνετε με τα παρακάτω στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα και αφορούν στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες. Στην πενταετία 1960 - '64 το μερίδιο των μισθών στο σύνολο των επιχειρηματικών εσόδων βρισκόταν γύρω στο 70% και στο ποσοστό αυτό περίπου διατηρήθηκε για μια εικοσιπενταετία, σημειώνοντας, μάλιστα και μια αύξηση στην πενταετία 1975 - '79. Στην πενταετία 1985 - '89, όμως, το μερίδιο των μισθών έπεσε στο 67% και συνέχισε να πέφτει τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας στο 64% στην τετραετία 2000 - 2003.

Αραγε, δε φτάνουν τα στοιχεία αυτά, για να γίνει φανερός ο πραγματικός στόχος των καπιταλιστικών διαρθρωτικών αλλαγών, στις οποίες ορκίζονται σήμερα, τόσο η ΝΔ, όσο και το ΠΑΣΟΚ;

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα

Το πρόβλημα υποτίθεται πως είναι το εξής: Τα τελευταία χρόνια, οι εγχώριοι φαρμακοβιομήχανοι - φαρμακέμποροι εκτιμούν ως χαμηλή την κερδοφορία τους. Ετσι, η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων συνεχώς μειωνόταν προς όφελος των εισαγομένων και η σχετική αναλογία έφτασε στο 1 προς 4, αντίστοιχα.

Η κυβέρνηση ασχολήθηκε μ' αυτό και, παρότι τα στελέχη της ΝΔ καταδίκαζαν ανάλογες μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ανακοίνωσε προχτές την ικανοποίηση των αξιώσεων των φαρμακοβιομηχάνων, στο όνομα της δήθεν διάσωσης της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, των σχετικών θέσεων εργασίας, κλπ. Και, βέβαια, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα κληθούν να πληρώσουν τα «σπασμένα», αφού σε χιλιάδες φάρμακα ευρείας κατανάλωσης θα επιβληθούν τσουχτερές αυξήσεις.

Σημειώνουμε τα παραπάνω, γιατί το παράδειγμα των φαρμάκων είναι αρκετά χαρακτηριστικό, για να γίνουν κατανοητοί οι δυο δρόμοι ανάπτυξης της χώρας. Ο ένας είναι ο σημερινός και στο πλαίσιό του δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, παρά μόνο σαν αυτή που έδωσε η κυβέρνηση της ΝΔ και έδινε η προκάτοχός της του ΠΑΣΟΚ. Ο άλλος είναι ο προτεινόμενος από το ΚΚΕ δρόμος ανάπτυξης. Σε καθεστώς λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, τα φάρμακα παρέχονται δωρεάν, η δε φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται στα χέρια του λαού, λειτουργεί και παράγει με κριτήριο και στόχο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι το επιχειρηματικό κέρδος. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.

Ανύπαρκτες οι βιβλιοθήκες

Στη δεκαετία του 1960 - ναι, εδώ και μισό αιώνα περίπου... - όλοι παραδέχονταν ότι τα σχολεία πρέπει να έχουν καλά εξοπλισμένες και λειτουργικές βιβλιοθήκες. Πενήντα χρόνια μετά, κανείς δεν αμφισβητεί στα λόγια την αναγκαιότητα αυτή, αλλά στην πράξη οι εκάστοτε κυβερνώντες την... έγραφαν και τη γράφουν στα παλιά τους υποδήματα.

Σήμερα, στα περισσότερα από 5.000 σχολεία υπάρχουν μόνον 499 βιβλιοθήκες. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν εμπλουτίζονται συστηματικά και, το κυριότερο, υπολειτουργούν ή δε λειτουργούν καθόλου, καθώς υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στελέχωσης. Κι ενώ, τα νούμερα βοούν και η επιτακτικότητα της ανάγκης είναι αδιαμφισβήτητη, η υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε τις προάλλες στους εκπροσώπους των εκδοτών - βιβλιοπωλών ότι μέχρι το 2006 οι σχολικές βιβλιοθήκες που θα ιδρυθούν δε θα ξεπεράσουν τις 270..!

Κατά τ' άλλα, η κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει την Παιδεία ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητές της, διοργανώνει διαλόγους, ετοιμάζει μεταρρυθμίσεις κλπ., με στόχο - όπως λέει - την αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της παρεχόμενης μόρφωσης. Προφανώς, η αναβάθμιση, που έχουν στο μυαλό τους οι κυβερνώντες, βρίσκεται σε ριζικά διαφορετική κατεύθυνση απ' αυτή που απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας.

«Αξιολόγηση» σε 10χρονους μαθητές

Πώς θα σας φαινόταν εάν υπήρχε ένα σύστημα αξιολόγησης των μαθητών, που ξεκινά από την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού και τους διαχωρίζει σε «καλούς» και «κακούς», ώστε οι πρώτοι να προετοιμάζονται για τα πανεπιστήμια και οι δεύτεροι για την τεχνολογικο-επαγγελματική κατάρτιση;

Εως και ρατσιστικό, ίσως, πείτε και, παρά την υπερβολή, δε θα ήταν αβάσιμο. Σίγουρα, πάντως, ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης θα πολλαπλασίαζε τους ήδη υπάρχοντες ταξικούς φραγμούς στην Παιδεία και, ουσιαστικά, θα απέκλειε τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τα πανεπιστήμια.

Κι αν νομίζετε ότι όλ' αυτά είναι φανταστικά σενάρια, κάνετε λάθος. Ηδη εφαρμόζονται σε άλλες χώρες της ΕΕ. Στη Βαυαρία, για παράδειγμα, προωθούνται στα σχολεία των Ελλήνων μεταναστών, με συνεργασία της γερμανικής και ελληνικής κυβέρνησης. Μάλιστα, τα τοπικά παραρτήματα Μονάχου/Βαυαρίας των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ, με κοινή επιστολή τους προς το υπουργείο Παιδείας, όχι απλά συμφωνούν με το προωθούμενο μέτρο, αλλά προτείνουν «την επίσπευση των διαδικασιών αυτών», κάνοντας «προτάσεις», προκειμένου «να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή μετάβαση στο επόμενο στάδιο των μεταρρυθμίσεων»...

Εχετε μήπως και την παραμικρή αμφιβολία ότι τέτοιου τύπου αξιολογήσεις θα «χτυπήσουν» σύντομα και τη δική μας πόρτα;

Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Αντιασφαλιστική ομοφωνία

Καταθέτοντας τη γνώμη της για τον «εκμοντερνισμό» των Ασφαλιστικών Συστημάτων όπως περιγραφόταν στην Εκθεση Κοκ, η ΟΚΕ υπερθεμάτιζε το Δεκέμβρη του 2004: «(Χρειάζεται) μια μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων στη βάση της οικονομικής βιωσιμότητας μέσα από διάλογο (...)».

Ο «διάλογος» για τη νέα αντιασφαλιστική επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων ξεκινάει σήμερα, με βασικό συνομιλητή την ΟΚΕ. Αξιοποιώντας τον κύριο μοχλό του κοινωνικού εταιρισμού, η κυβέρνηση προσπαθεί να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση στους εργαζόμενους ότι τα αντιασφαλιστικά της σχέδια συναντάνε τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική αποδοχή. Στην πραγματικότητα, κανενός είδους διάλογος δεν πρόκειται να ξεκινήσει. Κανένας από αυτούς που ονομάζονται κοινωνικοί εταίροι (βιομήχανοι και εργατοπατέρες) δε διαφωνεί με τη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης και του ντόπιου κεφαλαίου να συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων προς όφελος των εργοδοτικών κερδών. Οι όποιες διαφωνίες εκφραστούν στο «διάλογο», αφορούν σε επιμέρους ζητήματα και έχουν ως κύριο στόχο να θολώσουν τα νερά και να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους. Να εμφανιστεί το νέο πετσόκομμα σαν προϊόν, δήθεν, διαπάλης και, τελικά, συμβιβασμού μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων».

Η ιστορία έχει επαναληφθεί πάμπολλες φορές, με τους ίδιους πάντα πρωταγωνιστές: Την κυβέρνηση, το κεφάλαιο και τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές πλειοψηφίες. Οι κοινωνικοί εταίροι νομιμοποίησαν το νόμο Ρέππα, «διαφωνώντας» δημαγωγικά και κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή, με την πρόταση Γιαννίτση. Ο κοινωνικός διάλογος, στον οποίο μέχρι τελευταία στιγμή συμμετείχε και η συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΝ, έδωσε το αναγκαίο άλλοθι στην τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να παρουσιάσει την αντιασφαλιστική της μεταρρύθμιση σαν αποτέλεσμα διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Κινδυνολογώντας με το επιχείρημα της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος - για την οποία καμιά ευθύνη δεν έχουν οι εργαζόμενοι - ανέτρεψε κατακτήσεις και πήγε ένα βήμα παραπέρα την υπόθεση της κατεδάφισης της Κοινωνικής Ασφάλισης.

Οι ταξικές δυνάμεις, από την πρώτη στιγμή, απέρριψαν την τακτική του εταιρισμού. Πολέμησαν και πολεμούν τη λογική της ταξικής συναίνεσης, που θέλει τα προβλήματα των εργαζομένων να διευθετούνται στα τραπέζια του κοινωνικού εταιρισμού, ανάμεσα σε συνομιλητές που συμφωνούν απόλυτα στο ότι ισχυρή οικονομία σημαίνει ακόμα φτωχότερος εργάτης. Οι εργαζόμενοι έχουν ένα και μοναδικό επιχείρημα να αντιπαραθέσουν σε όσους υποσκάπτουν τα ασφαλιστικά και εργασιακά τους δικαιώματα: Πως δε χρωστάνε τίποτα σε κανέναν, αφού η δουλιά τους είναι αυτή που παράγει τον πλούτο και, ήδη, πληρώνουν πολλαπλάσια για την ασφάλισή τους, μέσα από την καθημερινή κλοπή της εργατικής τους δύναμης.

Στις 11 Μάη, από τις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ σε όλη τη χώρα, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα μπορούν και πρέπει να στείλουν ηχηρό μήνυμα στους κοινωνικούς εταίρους, στην αντιλαϊκή πολιτική: Οχι μόνον ότι δεν πρόκειται να ανεχτούν άλλη αντιασφαλιστική συμπαιγνία στις πλάτες τους, αλλά και ότι είναι αποφασισμένοι να διεκδικήσουν δουλιά, μεροκάματα και Ασφάλιση, που θα καλύπτει τις πραγματικές σύγχρονες ανάγκες τους.

Μα, η εργατική τάξη πρέπει να πάει ένα βήμα παραπέρα: Να απεγκλωβιστεί από την πολιτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Να συσπειρωθεί στην πολιτική του ΚΚΕ. Στην πολιτική του λαϊκού μετώπου πάλης για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, για τη λαϊκή εξουσία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ