ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 29 Απρίλη 2005
Σελ. /28
Κουβανέζικος σουρεαλισμός και δανέζικη ανησυχία

Λόγω εορτών τέσσερις μόνο νέες ταινίες (μας είχανε συνηθίσει στις οκτώ, τις τελευταίες βδομάδες). Η αμερικανική «Κωδικός Πιπίλα» επιεικώς απαράδεκτη. Η γαλλική «Σαν Μια Εικόνα», όπως μια ανοιγμένη σαμπάνια. Ξεθυμασμένη γεύση! Ωστόσο, ο καλός «θεός», λέγε με ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό των γραφείων διανομής, μας έφερε δυο πολύ καλές ταινίες. Τη δανική «Dear Wendy - Μερικές φορές, μια σφαίρα είναι αρκετή...», και, προπαντός, την κουβανέζικη «Λίστα Αναμονής». Για την τελευταία, θεωρώ πως πρέπει να ιδωθεί απ' όλους όσοι θέλουν να καταλάβουν την ...τρέλα της Κούβας. Την τρέλα της επανάστασης και της επιμονής στους στόχους, κόντρα σε όλους τους εκβιασμούς!

ΤΟΜΑΣ ΒΕΝΤΕΡΜΠΕΡΓΚ
Dear Wendy - Μερικές φορές μια σφαίρα είναι αρκετή...

Και εδώ ο σουρεαλισμός, σαν μέσον έκφρασης. Αρκετά πιο σοφιστικέ, όμως, και, μοιραία, πιο ασαφής. Ο Τόμας Βέντερμπεργκ κινείται και αυτός στην περιοχή του «παράλογου». Και το κάνει, υποθέτω, σκόπιμα αφού το θέμα του θέλει ιδιαίτερη κινηματογραφική μεταχείριση. Γιατί είναι ακραίο. Ο ρεαλισμός, το πιο πιθανό, θα τον οδηγούσε στη δημιουργία μιας ακόμα ταινίας βίας. Οχι, ότι και εδώ δεν υπάρχει βία, υπάρχει. Ομως, εδώ, την ίδια στιγμή που γίνεται χαλασμός από το πιστολίδι και πέφτουν τα πτώματα το ένα μετά το άλλο, ακριβώς γιατί ο τρόπος που συμβαίνουν τα γεγονότα είναι σουρεαλιστικός, έχεις την αίσθηση, πως πρόκειται για ένα «παιχνίδι». Ο θεατής δεν ασχολείται με αυτό που κάνουν οι ήρωες, δεν είναι αυτός ο στόχος του σκηνοθέτη, αλλά με το ερώτημα, γιατί το κάνουν! Και αυτός, ακριβώς, είναι και ο στόχος του δημιουργού.

Ο Δανός σκηνοθέτης, και ο συμπατριώτης του -και φίλος του- σεναριογράφος, Λαρς Φον Τρίερ, σκηνοθέτης, πρωτίστως, και εκείνος, είναι πολύπλοκοι καλλιτέχνες. Αρέσκονται να βάζουν στο θεατή ερωτήματα και προβληματισμούς και να τον αφήνουν να βρίσκει εκείνος μόνος του τις απαντήσεις και τις ερμηνείες. Δεν μπαίνουν, από θέση, στον κόπο, να γίνουν επεξηγηματικοί. Ο,τι κατάλαβες - κατάλαβες. Ετούτο, βέβαια, έχει τις αρετές του, έχει, όμως, και τους κινδύνους του. Ιδιαίτερα όταν οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν έχουν καθαρούς στόχους, όπως στη συγκεκριμένη ταινία.

Η Γουέντι του τίτλου, δεν είναι γυναίκα, όπως, ίσως, θα περιμένατε. Είναι όπλο! Και μάλιστα ένα εξαιρετικό όπλο. Ο Νικ, είναι ένας συνεσταλμένος και λίγο φοβισμένος, νεαρός ειρηνιστής. Ποτέ δε θα σκότωνε. Ομως, από τη στιγμή που «γνωρίστηκε» με τη Γουέντι, απόκτησε «βάρος». Το όπλο, παρότι δεν προτίθεται να το χρησιμοποιήσει, του δίνει αυτοπεποίθηση! Την «εμπειρία» του αυτή, τη μεταφέρει στους φίλους του. Φτιάχνουν μια ομάδα οπλοφόρων ειρηνιστών. Πώς γίνεται με τους εξοπλισμούς, που όλο και τους φουσκώνουμε, και όλο υπογράφουμε συμφωνίες «μη επίθεσης»; Ετσι, ακριβώς, και ετούτοι. Ορκίζονται, ποτέ να μην χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους. Τα οποία, όμως, ποτέ δε σταματάνε να τα βελτιώνουν, να τα τελειοποιούν! Και κάποια μέρα, όταν «προκύπτει» η αφορμή, γίνεται πόλεμος!

Η ταινία, λοιπόν, του Τόμας Βέντερμπεργκ, είναι μια σπουδή για τα όπλα και τους ανθρώπους που έρχονται σε επαφή μαζί τους. Στην αρχή είναι η «περιέργεια», μετά η «αυτοπεποίθηση» και, στη συνέχεια, η χρήση τους. Μια χρήση, που μόλις αρχίσει, είναι σχεδόν αδύνατο να σταματήσει, αν πρώτα δε γεμίσει ο κόσμος πτώματα. Αυτοί που πυροβολούν, τελικά, το κάνουν γιατί ηδονίζονται! Είναι ευχαρίστηση, γι' αυτούς, να πυροβολούν. Και, βέβαια, να σκοτώνουν!

Η ταινία, σε κάθε περίπτωση, είναι ενάντια στα όπλα. Θεωρεί πως όταν υπάρχουν, οπωσδήποτε θα χρησιμοποιηθούν. Ομως, πέρα από αυτή τη γενική διατύπωση, η ταινία βάζει και προβληματισμούς, για τον ψυχισμό των ανθρώπων, ο οποίοι καταφεύγουν στην κατοχή και πολύ περισσότερο, βέβαια, στη χρήση των όπλων. Ο θεατής, ανάλογα με τις γνώσεις του, μπορεί να δει την ταινία σαν μια περιπέτεια, που συμβαίνει σε μια μικρή αμερικάνικη πόλη ή να τη δει, και έτσι πρέπει να τη δει, σαν μια ταινία η οποία μελετάει τη βία.

Παίζουν: Τζέιμι Μπελ, Μπιλ Πούλμαν, Μάικλ Ανγκαράντο, Ντάνσο Γκόρντον, Νοβέλα Νέλσον, Κρις Οουεν.

ΑΝΙΕΣ ΖΑΟΥΙ
Σαν μια εικόνα

Και μετά τα ωραία και σουρεαλιστικά, κατευθείαν στη μικροαστική αντίληψη, για τη ζωή και την τέχνη. Η προσγείωση είναι ανώμαλη. Σαν σκοτσέζικο ντους! Μια ομάδα ψιλοδιανοουμένων μικροαστών, φλυαρεί απελπιστικά και απελπισμένα. Ανάμεσά τους περιφέρεται η μελλοντική γενιά των μικροαστών. Η νεαρή κοπέλα της οικογένειας, που όλα της φταίνε. Οταν λέμε όλα, μη νομίσετε τίποτα σοβαρά, όχι! Ο εγωιστής μπαμπάς, η θεότρελη μάνα, η νεαρή και όμορφη μητριά - ο περίγυρος, δηλαδή. Αυτό το στενό αδιέξοδο, που εμποδίζει όσους εγκλωβίζονται μέσα του, να δουν τον κόσμο, και να ...γκρινιάξουν, για σοβαρότερα πράγματα. Ας είναι! Οι μικροαστοί θα αλλάξουν τον κόσμο; Οχι, βέβαια!

Η σκηνοθέτις, η οποία συμπρωταγωνιστεί στην ταινία της (σαν ηθοποιός είναι πολύ καλή - παίζει την καθηγήτρια μουσικής), δε σηκώνει το γείσο, με αποτέλεσμα να βλέπει όσο της επιτρέπει το χαμηλωμένο καπέλο της. Δηλαδή, μόλις τις μύτες των ποδιών της. Ετσι, η απόπειρα για «μελέτη» των αδιεξόδων της μικροαστικής οικογένειας, που φαίνεται να ήταν στις προθέσεις της, έμεινε απλώς απόπειρα. Και, μάλιστα, γλυκανάλατη απόπειρα. Καθώς όλα κυλούν τόσο χαλαρά. Δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες συγκρούσεις. Δε διακυβεύεται τίποτα! Και στο τέλος, όπως γίνεται σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, έρχεται και το «αίσιο τέλος».

Το «Σαν Μια Εικόνα»είναι μια εικόνα θολή. Μια εικόνα (φωτογραφία) χωρίς περιεχόμενο. Σαν αυτές που βάζουμε στις πίσω πλευρές του άλμπουμ. Τις οποίες, και να μην τις δουν οι καλεσμένοι, δε θα πάθουν και τίποτα. Αλλά και να τις δουν πάλι δε θα πάθουν. Αν κάτι αξίζει στην ταινία είναι κάποια κομμάτια μουσικής που ακούγονται. Και μια - δυο ερμηνείες...

Παίζουν: Μαριλού Μπέρι, Ανιές Ζαούι, Λοράν Γκρεβίλ, Ζαν-Πιερ Μπακρί.

ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΤΑΜΠΙΟ
Λίστα αναμονής

Στις αρχές του περασμένου αιώνα (1920), οι Λογοτέχνες Αραγκόν, Σουπό, Ελιάρ, Μπρετόν και οι ζωγράφοι Μιρό, ντε Κίρικο, Μαγκρίτ Ντελβό, πέρα από το ίδιο το έργο τους, που είναι σημαντικό και αναγνωρισμένο, θέλοντας να ελευθερώσουν την τέχνη, να την κάνουν πιο άμεση, πιο εκφραστική, πιο αποτελεσματική, «εφεύραν» το σουρεαλισμό! Ο κινηματογράφος, φυσικά και δεν έμεινε αδιάφορος, σε αυτό το επαναστατικό κίνημα. Η δεκαετία του 1920-1930, ήταν η καλύτερη στιγμή του σουρεαλιστικού κινηματογράφου.

Ο σουρεαλισμός είναι η «τεχνική», το «μέσον» που ελευθερώνει, συντρίβει στην κυριολεξία, τα όρια της «Λογικής». Της «Λογικής», που πνίγει την αληθινή πραγματικότητα. Την πραγματικότητα που βρίσκεται στο βάθος και όχι στην επιφάνεια των πραγμάτων και των εννοιών. Που βρίσκεται στα «υπόγεια», εκεί που γίνονται οι ουσιαστικές αναταράξεις. Ο κόσμος της τέχνης, οφείλει πραγματική ευγνωμοσύνη στους προοδευτικούς Γάλλους διανοούμενους - κινηματίες!

Αυτή την εσωτερική πραγματικότητα, την πραγματικότητα που βρίσκεται στο υποσυνείδητο των ανθρώπων και της κοινωνίας, έψαξε, βρήκε, και εξέφρασε, με τη «μέθοδο» του σουρεαλισμού, ο Κουβανός σκηνοθέτης Χουάν Κάρλος Τάμπιο. Μόνο ο σουρεαλισμός επιτρέπει, και δικαιολογεί, το «παράλογο». Και μόνο με το «παράλογο» μπορεί κάποιος να εξηγήσει την Κούβα και τους ανθρώπους της! Ποια «λογική» χώρα θα τα έβαζε με ένα γίγαντα; Ποια «λογική» χώρα, μόνη της σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, θα επέμενε στο σοσιαλισμό, με τέτοιο πείσμα και με τόση θέληση; Και όλα αυτά στο στόμα του λύκου. Μόνον η Κούβα!

Η Κούβα, που δεν εξηγείται με την τρέχουσα λογική. Παρακολουθείστε την... τρέλα της ταινίας, την τρέλα της Κούβας, τελικά, και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Διάφοροι και διαφορετικοί άνθρωποι, φτάνουν σε έναν ξεχαρβαλωμένο σταθμό αυτοκινήτων, σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος της Κούβας, για να πάρουν το λεωφορείο και να πάνε στις δουλιές τους, στην Αβάνα, στον Σαν Ντιέγκο. Το λεωφορείο, όμως, παλιό και ξεχαρβαλωμένο, δε λέει να ξεκινήσει, παρ' όλες τις προσπάθειες του υπεύθυνου του σταθμού. Τελικά ο κόσμος, μαζεύει τα πράγματά του, για να γυρίσει στο σπίτι του, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να νοιαστεί κάποιος και να στείλει άλλο αυτοκίνητο, για να τους παραλάβει. Και εκεί αρχίζει η κουβανέζικη τρέλα, που σας είπα! «Πού πάτε, σύντροφοι»; φωνάζει ένας νεαρός. «Εμείς δε θέλουμε να ταξιδέψουμε; Εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε το λεωφορείο. Δική μας υποχρέωση είναι»! «Υπάρχει κάποιος μηχανικός»; ρωτάει ένας. «Εγώ»! φωνάζει ένας τυφλός! Να, ο σουρεαλισμός!

Με πρωτομάστορα τον (!) τυφλό, το λεωφορείο γιατρεύτηκε. Οι επιβάτες άρχισαν να επιβιβάζονται. «Πού πάτε», ξαναφωνάζει ο νεαρός. «Στις δουλιές μας»! απαντάνε αυτοί. «Και ο σταθμός; Δικός μας δεν είναι ο σταθμός; Μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι; Αβαφο και παρατημένο»; Αμέσως τα χρώματα και τα πινέλα παίρνουν φωτιά. «Τσόφλι» ο σταθμός. «Πού πάτε»; ξανά ο νεαρός. «Στις δουλιές μας». «Και δε θα φτιάξουμε μια βιβλιοθήκη; Πώς θα περνάνε τις ώρες τους, περιμένοντας τα λεωφορεία, οι μελλοντικοί επιβάτες»; Ετοιμη και η βιβλιοθήκη. Ετοιμα και τα δέντρα στον περίγυρο, για να υπάρχει σκιά και ομορφιά.. Ετοιμος και ο χαλασμένος καταψύκτης, για να πίνουν νερό οι διψασμένοι.

Στο μεταξύ, μέχρι να ετοιμαστούν όλα ετούτα, μέχρι να γίνει ο παρατημένος σταθμός, ένας μικρός παράδεισος, οι επιβάτες, για να μην πεινάσουν, απευθύνθηκαν στη φύση. Χόρτα, κλπ. Στη συνέχεια έφτιαξαν και ένα κοτέτσι, για να υπάρχουν αυγά και κρέας. Κάποιο το έριξαν στο ψάρεμα. Κάποιοι άλλοι στο όργωμα. Με άλλα λόγια έφτιαξαν έναν σταθμό, μια Κούβα, να μην μπορείς να την αποχωριστείς. Κανένας δε θέλει, πια, να φύγει. Και ο πρώτος πεθαμένος, λίγο πριν ξεψυχήσει παρακαλεί: εδώ, στην Κούβα, θέλω να με θάψετε!

Αν η ταινία τέλειωνε εδώ, θα ήταν τόσο διδακτική, που δε θα έπειθε, τους κακόπιστους! Ο Χουάν Κάρλος Τάμπιο, δεν τους έκανε τη χάρη και δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Τα ανέτρεψε όλα! Είπε, όλα αυτά που είδατε, ήταν ψέματα, ένα όνειρο! Η πραγματικότητα είναι, πως έχουμε προβλήματα. Τα πράγματα «γερνάνε» και κανένας δεν τα επιδιορθώνει! Η Κούβα, σε πολλούς τομείς, παρουσιάζει την εικόνα του παρατημένου σταθμού. Και εκεί που ετοιμαζόσουν να αγριέψεις, εσύ τώρα πια, και να φωνάξεις, «ρε, μπαγάσα, αντικαθεστωτικός είσαι;», ο Κουβανός σκηνοθέτης τα αναποδογυρίζει όλα πάλι. Και σε ξαφνιάζει και εσένα, που βιάστηκες να τον χαρακτηρίσεις! Φέρνει το ίδιο όνειρο μέσα στη σκληρή πραγματικότητα. Οι ήρωες, πια, δεν ονειρεύονται μια όμορφη Κούβα, όπως έγινε στο πρώτο μέρος της ταινίας, χτίζουνε μια όμορφη Κούβα. Ο,τι είναι σάπιο, χαλασμένο, σκουριασμένο, αναχρονιστικό, δεν περιμένουν την «έξωθεν βοήθεια», δεν υπάρχει, πια. Πρέπει, ό,τι δε δουλεύει, να δουλέψει. Και θα το κάνουν οι ίδιοι να δουλέψει, υπόσχονται οι ήρωες. Και θα το κάνουν, όχι γιατί είναι θυμωμένοι, γιατί θέλουν να μπούνε στο μάτι του Μπους, αλλά γιατί δική τους είναι η Κούβα. Αυτοί θα ζήσουν στα χώματά της. Και πρέπει να γίνει παράδεισος, όπως ο σταθμός!

Πολύ καλός κινηματογράφος. Χρήσιμος κινηματογράφος. Που γελάς και μαθαίνεις. Τέχνη, όπως την περιέγραψε ο Μπρεχτ: Χαρούμενο παιχνίδι γνώσης, για να κατανοήσουμε τον κόσμο, για να τον αλλάξουμε τον κόσμο, σύμφωνα με τα γούστα μας και τις ανάγκες μας! Το «Μανιφέστο του σουρεαλισμού», που έγραψε ο Μπρετόν το 1924, μεταφράστηκε κινηματογραφικά, από τον 60χρονο Κουβανό σκηνοθέτη, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, σε άλλη γωνιά της Γης, με άριστο τρόπο. Στην οθόνη συμβαίνουν απίστευτα πράγματα και όμως είναι τόσο αληθινά. Και είναι τόσο αληθινά, γιατί είναι η ουσία των πραγμάτων. Δεν είναι απλώς η εικόνα των πραγμάτων.

Η Κούβα γύρισε το πρώτο δικό της φιλμ (επίκαιρα) πολύ νωρίς, μόλις με το τέλος του 19ου αιώνα! Ομως, ο πραγματικός κουβανέζικος κινηματογράφος, έχει την ίδια σχεδόν ηλικία, με την κουβανέζικη επανάσταση. Μετά το 1959, τα μελοδράματα και τα άλλα ψεύτικα ρομάντζα και περιπέτειες, πήρανε τέλος. Οι κουβανέζικες ταινίες έχουν πάρει τη θέση τους στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Και είναι καθαρά αναγνωρίσιμες! Η Λίστα Αναμονής γυρίστηκε το 2000. Τον ίδιο χρόνο έλαβε μέρος στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών. Να σημειώσουμε, πως το πρώτο πολιτικό φιλμ στην Κούβα (ντοκιμαντέρ), γυρίστηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το 1939.

Παίζουν: Βλαντιμίρ Κρουζ, Ταΐμι Αλβαρίνο.

ΑΝΤΑΜ ΣΑΝΚΜΑΝ
Κωδικός «πιπίλα»

Ηταν που ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε και ο γάιδαρος και ...ψόφησε! Ηταν που ήταν η ταινία για «κάφρους», της έβαλαν και έναν βλακώδη τίτλο και την τέλειωσαν! Ακου Κωδικός Πιπίλα! Ποιος, ρε, θα μπει στην αίθουσα, με τέτοιο τίτλο; Ούτε οι Χούλιγκαν του Ατρόμητου δεν τσιμπάνε, όχι του Ολυμπιακού, που στοχεύετε, γιατί είναι οι περισσότεροι...

Ενας πράκτορας της CIA, του FBI, που μόλις πέρασε από τη Σερβία μάλιστα, αναγκάζεται να γίνει μπέιμπι σίτερ! Αυτός ο πράκτορας, για να καταλάβετε, είναι ο σωματώδης, σαν τέρας, με μπράτσα και μυς, και, βέβαια, γουλί ξυρισμένος, Βιν Ντίζελ. Σα να λέμε, ο Καρπόζηλος!

Ο Καρπόζηλος, λοιπόν, που είχε αναλάβει του κόσμου τις επικίνδυνες αποστολές, δολοφονίες, απαγωγές, τα «γνωστά», ξέρετε τώρα, και τις έφερε όλες σε πέρας και με επιτυχία, τα βρίσκει σκούρα με τα παιδιά ενός σκοτωμένου συναδέλφου του. Αυτά, που ανέλαβε, μέχρι να γυρίσει από μια αποστολή η μάνα τους, να τα φυλάει.

Στο σπίτι, λοιπόν, που κάνει μπέιμπι σίτινγκ, γίνονται διάφορα άνοστα αστειάκια, που, τελικά, καταλήγουν σε γάμο! Ακόμα και για την Αμερική, θεωρώ την ταινία απαράδεκτη. Δε γελάς, ούτε με τσιμπιές...

Παίζουν: Βιν Ντίζελ, Λόρεν Γκράχαμ, Φέιθ Φορντ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ