Ανακοίνωση του Νομαρχιακού Συμβουλίου Κέρκυρας της ΚΝΕ
Οι προσπάθειες τρομοκράτησης του λαϊκού κινήματος και της νεολαίας δε φοβίζουν τους κομμουνιστές. Την απάντηση αυτή δίνει με ανακοίνωση - καταγγελία σχετικά με την τρομοκρατική επιχείρηση αστυνομικών κατά των 2 ΚΝιτών, τους οποίους συνέλαβαν και προπηλάκισαν, με πρόσχημα τον έλεγχο των στοιχείων τους, στην περιοχή Μαντούκι της Κέρκυρας. «Αντίθετα, τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση του ΝΣ Κέρκυρας της ΚΝΕ, τους ατσαλώνουν να ανταποκριθούν καλύτερα στην ταξική πάλη που διεξάγουν και να συνεχίσουν με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τους αγώνες για την υπεράσπιση και διεύρυνση δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού και της νεολαίας».
Το ΝΣ της ΚΝΕ στην Κέρκυρα απαντά και στην προκλητική ανακοίνωση της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Κέρκυρας, καταγγέλλοντας πως: Προσπαθούν να μας πείσουν ότι εντάσσεται στα δημοκρατικά καθήκοντα των αστυνομικών να χτυπούν νεολαίους, ενώ είχαν ήδη εξακριβωθεί τα στοιχεία τους. Και να επιτίθενται με πρωτόγονο αντικομμουνισμό στο ΚΚΕ. Το ΝΣ της ΚΝΕ στην Κέρκυρα καλεί τη νεολαία να καταδικάσει τα γεγονότα αυταρχισμού και βίας και την προσπάθεια δημιουργίας κλίματος τρομοκρατίας, σήμερα ιδιαίτερα που τα δημοκρατικά δικαιώματα είναι στο στόχαστρο κυβέρνησης ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΕΕ.
Ανακοίνωση - καταγγελία της ΚΟΑ του ΚΚΕ
Την έντονη αντίδραση της ΚΟΑ του ΚΚΕ προκάλεσε το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Τι να μην κάνουμε», του Γιάννη Τσίχλα και προλόγους των Ν. Κωνσταντίνου και Β. Γονατά, στο οποίο ο συγγραφέας παραθέτει ονόματα της Κομματικής Οργάνωσης στην οποία ανήκε τη δεκαετία του '80, ενώ σημειώνει πως κατέχει «γραπτά ντοκουμέντα» του αρχείου της συγκεκριμένης Οργάνωσης, τα οποία μάλιστα «είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου»!
Σε ανακοίνωση - καταγγελία της ΚΟΑ του ΚΚΕ υπογραμμίζεται ότι: «Ο συγγραφέας όπως και οι προλογίζοντες το βιβλίο, υπήρξε μέλος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ και μετά από 16(!) χρόνια από τη διαγραφή του αποφάσισε με το πόνημά του να "φωτίσει" την εργατική τάξη με την πείρα από τη δράση του στην Τοπική Οργάνωση Βορείων Προαστίων Αθήνας της ΚΝΕ. Στο "Σημείωμα για πολιτική χρήση", όπως αποκαλεί το βιβλίο του, παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των συμφερόντων της εργατικής τάξης, επιχειρώντας να οικειοποιηθεί την ιστορία της Οργάνωσης. Πρόκειται για ένα παραλήρημα αντικομμουνισμού και βαθιάς περιφρόνησης της εργατικής τάξης. Οπως ισχυρίζεται ο Γ. Τσίχλας η εργατική τάξη απομακρύνεται από την πολιτική όταν ακούει για σοσιαλιστική επανάσταση, αφού ενδιαφέρεται μόνο για το "μεροκάματό" της, τα "μερικά" προβλήματα και αιτήματα».
«Το αντικομμουνιστικό αυτό κατασκεύασμα - συνεχίζει η καταγγελία της ΚΟΑ - θα ήταν ανάξιο οποιασδήποτε αναφοράς αν ο συγγραφέας δεν έκανε κάτι απαράδεκτο: Να περιλάβει στις σελίδες του ονόματα της τοπικής Οργάνωσης από τη δεκαετία του '80, με τη σημείωση ότι κατέχει "γραπτά ντοκουμέντα" του αρχείου της συγκεκριμένης Οργάνωσης που "είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου"».
«Κανένας τίμιος άνθρωπος - υπογραμμίζει η ΚΟΑ - οποιεσδήποτε αντιπαραθέσεις και διαφωνίες κι αν είχε με το ΚΚΕ, δεν προχώρησε σε τέτοια κατάπτυστη ενέργεια. Αυτές οι ενέργειες εξυπηρετούν τον ταξικό αντίπαλο των εργαζομένων, είναι μέθοδοι που αποσκοπούν να προωθηθούν οι επιδιώξεις των αντικομμουνιστικών κέντρων».
Τέλος, η ΚΟΑ του ΚΚΕ «καλεί κάθε αγωνιστή να καταδικάσει τέτοιες πρακτικές που δεν έχουν καμία σχέση με την ιδεολογική αντιπαράθεση στις γραμμές του εργατικού κινήματος και να διαφυλάξει τις αρχές και αξίες του από άτομα σαν τον Τσίχλα και την παρέα του».
Οι αστυνομικές επιχειρήσεις, επί δικαίων και αδίκων, που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ και συνεχίζονται πιο εντατικά από τη ΝΔ, δεν είχαν και ούτε έχουν σκοπό την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Στο όνομα αυτής επιχειρείται η νομιμοποίηση στη συνείδηση του λαού και η αποδοχή από αυτόν της αστυνομοκρατίας.
Να μάθει να ζει μ' αυτήν. Να την ευλογεί, αν είναι δυνατόν και να συνδράμει στο έργο της.
Η πρακτική αυτή και οι οδηγίες στους διωκτικούς μηχανισμούς, οδηγούν στην παραβίαση ακόμη και των αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων για την αστυνομική δικαιοδοσία που προβλέπονται από το ΠΔ 141/1991. Οπότε, το επόμενο βήμα θα είναι η ακόμη μεγαλύτερη αντιδραστικοποίηση του σχετικού νομικού πλαισίου, η προσαρμογή του στις νέες πρακτικές.
Η κυβέρνηση φέρνει βαριά ευθύνη για την «απελευθέρωση» και νομιμοποίηση τέτοιων πρακτικών.
Αυτό φαίνεται ότι ενοχλεί τους κύκλους που βρίσκονται πίσω από την ανακοίνωση.
Οι συντάκτες και οι υπογράφοντες το κείμενο αυτό (αμφίβολο και αδιάφορο αν ταυτίζονται), πρέπει να ξέρουν ότι με λάσπη, συκοφαντία και με χαφιέδικες μεθόδους δε χτυπιέται το ΚΚΕ. Ας μην μπλέκουν ορισμένοι την «επαγγελματική» τους συνήθεια και ιδιαίτερη αποστολή, με τη συνδικαλιστική δράση.
Είναι το δεύτερο κρούσμα. Προηγήθηκε πριν αρκετούς μήνες αντίστοιχη ανακοίνωση της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Λάρισας (μέλη και οι δύο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων - ΠΟΑΣΥ), στο οποίο δε δόθηκε η απαραίτητη σημασία, ως «μεμονωμένο φαινόμενο».
Δεν ήταν όμως τέτοιο και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί πρώτ' απ' όλα από τα ίδια τα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος των αστυνομικών υπαλλήλων, αφού στους κόλπους του, έστω και από ελάχιστους, χρησιμοποιείται η συκοφαντία σε βάρος του ΚΚΕ.
Αν γενικευτεί μια τέτοια πρακτική, το συνδικαλιστικό κίνημα των αστυνομικών υπαλλήλων θα στερηθεί την απαιτούμενη αλληλεγγύη των εργαζομένων, όταν ο αυταρχισμός σε βάρος τους, συναντά τη δική του ενεργό στήριξη ή αδιαφορία. Θα έρθει σε σύγκρουση μαζί τους.