«Ψάξε για σχολειό, άστεγε! / Προμηθέψου γνώση, παγωμένε! / Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είναι ένα όπλο / Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία» Μπ. Μπρεχτ
Η γνώση αποτελεί όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης, που σκόπιμα η άρχουσα τάξη προσπαθεί να αφαιρέσει... Και όσο τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στα δικαιώματα της εργατικής τάξης αυξάνονται, τόσο περισσότερο η προσπάθεια να βγει εντελώς το διάβασμα, η γνώση και η μελέτη από τη ζωή των εργαζομένων εντείνεται.
Ας δούμε, όμως, τα στοιχεία της ίδιας έρευνας για την αναγνωστική συμπεριφορά. Οπως προκύπτει μόνο ένα ποσοστό 8,6% διαβάζει πάνω από 9 βιβλία το χρόνο (σ.σ. τακτικός αναγνώστης θεωρείται αυτός που διαβάζει πάνω από 25 βιβλία το χρόνο, συνεπώς το ποσοστό των τακτικών αναγνωστών είναι μικρότερο του 8,6%)!
Στην ερώτηση «πόσα βιβλία διαβάσατε τον τελευταίο χρόνο», το 65,8% απάντησε «κανένα», το 7%, από 10 - 25, και μόνο το μικροσκοπικό ποσοστό του 1,6% αντιστοιχεί σ' αυτούς που διάβασαν πάνω από 25 βιβλία...Το θέμα που αξίζει να εξετάσει κανείς είναι, ποιοι παράγοντες - καθόλου «ουρανοκατέβατοι» - συμβάλλουν σ' αυτό.
Την έλλειψη ενδιαφέροντος επικαλείται το 29,5%, ως λόγους για τους οποίους δε διάβασαν κανένα βιβλίο στο προηγούμενο διάστημα. Η έλλειψη ενδιαφέροντος, ωστόσο, είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Καταρχήν, διότι το ενδιαφέρον καλλιεργείται. Επιπλέον, όλοι οι άνθρωποι, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, «μαγεύονται» και γοητεύονται από τον κόσμο του παραμυθιού, της διήγησης και της εξιστόρησης. Η περιέργεια και το ενδιαφέρον του ανθρώπου να μάθει, να γνωρίσει μέσω του διαβάσματος, αλλά και μέσω της εμπειρίας, είναι ένα με τη φύση του. Τι συμβαίνει στην πορεία και εξασθενεί αυτό;
Ηδη από την κρίσιμη και καθοριστική για τη διαμόρφωση προσωπικότητας και την υιοθέτηση συνηθειών παιδική ηλικία (μέχρι τα 14 περίπου χρόνια), τα παιδιά δε «μυούνται» στον κόσμο του διαβάσματος, του «εξωσχολικού» - όπως λέμε - βιβλίου. Αντίθετα, το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα προβάλλει το πρότυπο της ανάγνωσης - καθήκοντος.
Motion Team |
«Η εκπαιδευτική διαδικασία δε βοηθά, ώστε η ανάγνωση να μπει στην καθημερινότητα του παιδιού. Ο λόγος που τα παιδιά δε θέλουν το σχολικό βιβλίο είναι η ταύτισή του με το σχολικό. Μόνο ένας εκπαιδευτικός με μεράκι, που αντιμετωπίζει την τέχνη ως τέχνη μπορεί να επινοήσει εμπνευσμένους τρόπους για να καλλιεργήσει την αγάπη για το βιβλίο. Δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια της υπάρχουσας εκπαιδευτικής διαδικασίας, δηλαδή με καταναγκασμό και έλεγχο - αξιολόγηση. Το σχολείο είναι ένα εξαναγκαστικό σύστημα. Αντίθετα, η τέχνη είναι πάντοτε σύμφυτη με την ελευθερία», σημειώνει μεταξύ άλλων η Ζ. Βαλάση.
Τα σχολικά βιβλία στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι παμπάλαια, αλλά και τα νεότερα είναι κακογραμμένα, προσφέρουν «στείρα» γνώση και ενισχύουν τη μέθοδο της αποστήθισης. Σε καμία περίπτωση πάντως - και σε συνδυασμό με τον τρόπο διδασκαλίας - δεν προάγουν τη φαντασία των παιδιών, ούτε τους εμφυσούν τη μαγεία του λογοτεχνικού ή άλλου είδους βιβλίου. Μάλλον, αποστροφή για κάθε τύπου ενασχόληση με το διάβασμα δημιουργούν.
Από όποια μεριά και να το δούμε, αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, δημιούργημα μιας συνολικά αντιλαϊκής πολιτικής, που μόνιμο μέλημά της είναι να διαμορφώνει «υπηκόους», θα ήταν αδύνατο και αντιφατικό να έχει στο επίκεντρό του τη διαμόρφωση «σκεπτόμενων» ανθρώπων. Οι αυριανοί εργαζόμενοι δε διαπαιδαγωγούνται, για να κυβερνήσουν τη ζωή τους και να φέρουν τον κόσμο σε ανθρώπινα μέτρα. Οι μαθητές μαθαίνουν από πολύ νωρίς το «μάθημα» της ζωής. Της σκληρής πραγματικότητας: σήμερα από το ένα φροντιστήριο στο άλλο, αύριο από τη μια δουλιά στην άλλη.
Το βιβλίο δε στηρίζεται - και σκόπιμα - από το κράτος. Οι δημοτικές δανειστικές βιβλιοθήκες, που θα μπορούσαν να αποτελούν διέξοδο για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, είναι λίγες, δεν εμπλουτίζονται, δεν απασχολούν επιστημονικό δυναμικό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, της οποίας ένα μέρος βρίσκεται από το σεισμό του 1999 σε κούτες! Στην επαρχία και στις απομακρυσμένες περιοχές η κατάσταση είναι ακόμα πιο τραγική.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα σχολεία όλων των βαθμίδων δε διαθέτουν καν βιβλιοθήκη. Από τα 16.089 σχολεία της χώρας, μόνο 499 γυμνάσια και λύκεια διαθέτουν οργανωμένη βιβλιοθήκη. Αλλά και γι' αυτές τις 499 σχολικές βιβλιοθήκες δεν υπάρχει σχέδιο για την εξασφάλιση της λειτουργίας και ανανέωσής τους, ούτε για τη σύνδεσή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία. Πολλές είναι κλειστές και άλλες υπολειτουργούν για λόγους στελέχωσης, ενώ καμία απ' αυτές δεν είναι ανοιχτή στην τοπική κοινωνία.
Η Ζ. Βαλάση υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Η λειτουργία οργανωμένων σχολικών βιβλιοθηκών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση "καλών" και συστηματικών αναγνωστών. Να υπάρχει προβλεπόμενη "ώρα βιβλιοθήκης", ενταγμένη στο σχολικό πρόγραμμα, με ελευθερία επιλογής βιβλίων και με υπεύθυνο της βιβλιοθήκης βιβλιοθηκονόμο και όχι δάσκαλο».
Οι μαθητές για να αντεπεξέλθουν στο σχολείο - εξεταστήριο και για να προμηθευτούν «εφόδια», που το ίδιο δεν είναι σε θέση να τους προσφέρει (ξένες γλώσσες, μουσική κλπ), και που θα τους κάνει πιο «ανταγωνιστικούς» στην αγορά εργασίας, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους τρέχοντας από το ένα φροντιστήριο στο άλλο. Κάποιοι σταματούν νωρίτερα την εκπαιδευτική διαδικασία για να βγουν στην παραγωγή. Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών στον ελεύθερο χρόνο της εργάζεται για να συνεισφέρει στην οικογένεια, αφού οι σπουδές «κοστίζουν μια περιουσία».
Από την άλλη, η αύξηση του χρόνου εργασίας είναι γεγονός. Η εργάσιμη μέρα επιμηκύνεται, με τη μορφή των υπερωριών, με την απασχόληση σε παραπάνω από μία δουλιές, με την απελευθέρωση του ωραρίου και την επικείμενη κατάργηση της Κυριακής αργίας. Επιπλέον, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κατακερματίζει τον ελεύθερο χρόνο.
Σ' αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, σε τέτοιους ρυθμούς ζωής που καλείται να ζήσει και να εργαστεί ο άνθρωπος σήμερα, ποια θέση μπορεί να έχει το βιβλίο και κάθε μορφή τέχνης στη ζωή του;
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εμφανίζεται αποκλειστικά στο καπιταλιστικό σύστημα. «Σηματοδοτεί την επιθυμία του ατόμου να βιώσει το μη εργάσιμο χρόνο του όσο πιο ανώδυνα, φευγαλέα και επιφανειακά γίνεται. Το "σκότωμα" της ώρας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της απαξίωσης και της ματαίωσης που νιώθει η νεολαία απέναντι στο καπιταλιστικό παρόν του σχολείου, του πανεπιστημίου και της εργασίας. Αυτό που ζητά η νεολαία είναι να ξεχαστεί», υπογραμμίζει ο Κ. Ιωαννίδης, κοινωνιολόγος - εκπαιδευτικός.
Ετσι, και τα ενδιαφέροντα του σύγχρονου ανθρώπου, λογικό είναι να προσαρμόζονται σ' αυτά τα δεδομένα. Εξάλλου, η αστική τάξη πάντα προσπαθεί να παρέμβει στον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων, διαμορφώνοντάς τον έτσι ώστε να έχει διπλό όφελος: «Από τη μια να "σπέρνει" αντιλήψεις που εδραιώνουν την κυριαρχία της και από την άλλη να στήνει μια ολόκληρη βιομηχανία ελεύθερου χρόνου που αναπαράγει τα καπιταλιστικά κέρδη», σημειώνει ο Κ. Ιωαννίδης.
Κατανάλωση και παθητικότητα. Αδιαφορία για το τι συμβαίνει όχι μόνο γύρω μας, αλλά και σε μας τους ίδιους. Αναζήτηση του «εύκολου». Ενασχόληση με ό,τι σχετίζεται με το «λάιφ στάιλ» και την κοσμοπολίτικη ζωή της αστικής τάξης. Γι' αυτό και το βιβλίο τείνει να συνδεθεί με το χώρο του θεάματος, με το «τι πουλά». Τα λεγόμενα «μπεστ σέλερ» δεν είναι τίποτε άλλο, από βιβλία που υπακούουν σε καταναλωτικούς κανόνες.
«Το βιβλίο δε θεωρείται πια καθημερινή ανάγκη. Αντίθετα, είναι περιθωριοποιημένο. Μ' αυτό τον καταιγισμό ψυχαγωγικών προτάσεων στο κλίμα του καταναλωτισμού, είναι φυσικό να προκρίνει κάποιος τέτοιου είδους ψυχαγωγικές συνήθειες», παρατηρεί η Ζ. Βαλάση. «Τα μπεστ σέλερ δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη επαφής του αναγνώστη με τη λογοτεχνία, αλλά στην ανάγκη ενσωμάτωσής του στο σύστημα που προβάλλεται».
Η «οθόνη», όχι ως επίτευγμα της τεχνολογικής προόδου, αλλά σαν ένα σύμβολο της σύγχρονης κοινωνίας και των εξοντωτικών ρυθμών της ζωής που μας έχει επιβληθεί, και μας «σπρώχνει» να επιλέξουμε την «εύκολη εικόνα», το «θέαμα», τη γρήγορη και άκριτη πληροφορία έχει αντικαταστήσει τη «σελίδα». Το βιβλίο από την άλλη, δεν είναι μια παθητική απόλαυση της τέχνης. Απαιτεί εγρήγορση, σκέψη, ενεργή συμμετοχή και κρίση.
«Κανένας δεν πρόκειται, φυσικά, να υπερασπιστεί μια επιστροφή στην προ ηλεκτρονικού λόγου εποχή, ή στον αποκλεισμό της εικόνας σαν μια άλλη μέθοδο συλλογής πληροφοριών, γνώσης και ψυχαγωγίας. Ομως η συζήτηση γεννάται από μια συγκεκριμένη επιλογή ζωής, που, εφ' όσον καταργεί στην πράξη τον έντυπο λόγο, επιχειρεί να φέρει στα μέτρα της όλη τη γνωστική διαδικασία και τη διαμόρφωση της συνείδησης. Αυτό δεν είναι προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών, αλλά προσαρμογή στη μιζέρια και στην αποξένωση που σκόπιμα επιβάλλεται, προκειμένου να αρπάζει τη σκέψη και να την κατευθύνει στο πουθενά...», σημειώνει εύστοχα ο Π. Αλέπης, δημοσιογράφος και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Ριζοσπάστη».
Ποιοι είναι οι λόγοι, για τους οποίους μπορεί να ανατρέξουμε στο διάβασμα;
ΠΗΓΗ: «Το σχολικό μάθημα εκτός έδρας» Εκδ: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ