ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 15 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /40
Κινγκ Κονγκ (τέρας) το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο!

Γιορτές έρχονται, μην περιμένετε «ακραία» πράγματα, πέρα από την ύπουλη προσπάθεια του ΥΠΠΟ, να περάσει ένα καταστρεπτικό νόμο για τον κινηματογράφο. Οι ταινίες της βδομάδας δεν είναι από αυτές που θα απασχολήσουν το μυαλό σας και θα μαλακώσουν ή θα αγριέψουν, «ανάλογα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες σας», την «ψυχή» σας. «Βολευτείτε», λοιπόν, με τον περιπετειώδη «Κινγκ Κονγκ», του Πίτερ Τζάκσον (για να είστε «ενημερωμένοι» για τα τρέχοντα κινηματογραφικά πράγματα!) ή με τον «Ηχο της Πόλης», του γεννημένου στη Γερμανία, Τούρκου Φατίχ Ακίν, ο οποίος αναζητά τις αυθεντικές μουσικές της Κωνσταντινούπολης. (Και μέσα απ' αυτές, σύμφωνα και με τον Κομφούκιο, μας γνωρίζει τον τούρκικο πολιτισμό)!

Υπάρχει, βέβαια, και η κωμωδία, που όμως δεν είναι κωμωδία, του Χάρολντ Ράμις, «Ληστεύοντας τη Μαφία» και, τέλος, η ενδιαφέρουσα «ψυχολογική» ταινία του Λοτζ Κέριγκαν, «Keane», η οποία θέλει υπομονή και σοβαρή προσπάθεια, όταν θα την πλησιάσεις!

ΠΙΤΕΡ ΤΖΑΚΣΟΝ
King Kong

Ναόμι Γουότς και Αντι Σέρκις (ο Κινγκ Κονγκ)
Ναόμι Γουότς και Αντι Σέρκις (ο Κινγκ Κονγκ)

Τι να πεις; Θαυμάζεις τις δυνατότητες του κινηματογράφου! Θαυμάζεις τα καταπληκτικά σκηνικά. Θαυμάζεις τα κοστούμια. Θαυμάζεις την αναπαράσταση της εποχής (1933). Θαυμάζεις τη φωτογραφία, το μακιγιάζ, τους ήχους, τις μουσικές. Θαυμάζεις τη σκηνοθεσία! Και τελειώνοντας η ταινία λες, τι κρίμα!

Αλήθεια, γιατί όλα αυτά; Και, τέλος πάντων, γιατί όλα αυτά - με αυτόν τον τρόπο; Η ωραία και το τέρας, το πρωτόγονο που εξημερώνεται από την ομορφιά, η αγριότητα που γονατίζει μπροστά στη λεπτότητα, όλα αυτά για να είχαν αξία, θα έπρεπε να διαδραματίζονταν στο ανάλογο περιβάλλον. Και όχι μέσα στη βία, στον εξωτερικό εντυπωσιασμό, την κακογουστιά και την αηδία, αρκετές φορές!

Ακόμα και το απόμακρο υπονοούμενο, ότι τάχα τα ζώα είναι πιο «ανθρώπινα» από τον άνθρωπο, χάνεται μέσα στο θόρυβο και το ρατσισμό. Γιατί οι δημιουργοί της ταινίας ξεχώρισαν τους ανθρώπους. Οι μεν ιθαγενείς ήταν όλοι χειρότεροι από τα ζώα οι δε «πολιτισμένοι», παρότι δεν άφησαν τίποτα όρθιο, δεν ήταν όλοι κτήνη. Υπήρχαν και φιλοπεριβαλλοντικοί και φιλόζωοι! Οπως η ξανθιά πρωταγωνίστρια και ο συγγραφέας πρωταγωνιστής!

Εντάξει, για παραμύθι πρόκειται! Ομως αυτό δεν απαλλάσσει την ταινία από τις ευθύνες της. Το παραμύθι υπέκυψε σε φθηνές σκοπιμότητες. Και έγειρε προς το ταμείο. Εκεί όπου οι γωνιές λειαίνονται και χάνονται οι αιχμές. Εκεί όπου πρέπει να ανταμώσουν όλοι οι αγοραστές, αυτοί που αναζητούν το χαβαλέ, οι άλλοι που αναζητούν την περιπέτεια, οι τρίτοι το μελό και οι τέταρτοι, που είναι και οι περισσότεροι, το «έλα να δεις»! Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών είναι η... σούπα!

Νέα Υόρκη 1933. Η μεγάλη κρίση, που συνεχίζεται, κλείνει τα θέατρα. Μια νεαρή πρωταγωνίστρια, λίγο πριν γίνει πόρνη για να επιβιώσει, συναντάει έναν φιλόδοξο και τυχοδιώκτη, με καλή καρδιά όμως, σκηνοθέτη! Μπαίνουν σε ένα πλοίο, το οποίο διευθύνεται από άλλους τυχοδιώκτες, με καλή καρδιά και αυτοί, και κατευθύνονται όλοι μαζί προς τη Μαδαγασκάρη. Σκοπός τους είναι να φτάσουν και να κινηματογραφήσουν ένα νησί, το οποίο δεν έχει ακόμα εξερευνηθεί. Οταν, τελικά, φτάνουν, πέφτουν επάνω σε άγριους ιθαγενείς, σε άγρια ζώα και, τέλος, στον αισθηματία γορίλα, τον κ. Κινγκ Κονγκ (King Kong)! Τον οποίον κ. Κινγκ Κονγκ αιχμαλωτίζουν. Στην ουσία ο Κινγκ Κονγκ (παίζεται άριστα από τον Αντι Σέρκις, ο οποίος με τη χρήση του κομπιούτερ, μετατρέπεται σε τέρας!) αιχμαλωτίστηκε από την καρδιά του, αφού ερωτεύτηκε παράφορα την ξανθιά ηθοποιό.

Ο ερωτευμένος γορίλας, λοιπόν, γίνεται «πακέτο» και τον μεταφέρουν στη Νέα Υόρκη, για εκμετάλλευση. Εκεί ο τυχοδιώκτης σκηνοθέτης και οι φίλοι του τον εκθέτουν με εισιτήριο, παρακαλώ! Εκείνος είναι ένα ερείπιο. Οχι, για την έκθεση (ποιος νοιάζεται γι' αυτά), αλλά γιατί η ξανθιά «του» έχει εξαφανιστεί! Εχει εξαφανιστεί, γιατί δε συμφωνεί με την εμπορευματοποίηση του γορίλα (με την εμπορευματοποίηση της ταινίας δεν έχει αντιρρήσεις)!

Το βράδυ της «πρεμιέρας», στη θέση της δικής του ξανθιάς, του βάζουν μια άλλη ξανθιά. Είπαμε ότι είναι γορίλας, όχι, όμως, και μ.....ς! Μόλις καταλάβει την απάτη γίνεται... «Τούρκος». Και ως άλλος Σπάρτακος κόβει τις αλυσίδες του. Από εκεί και πέρα, ακόμα και ο Μπιν Λάντεν μοιάζει σπουργίτι. Η Νέα Υόρκη γίνεται δέκα φορές χειρότερη απ' ό,τι έγινε στις 11 του Σεπτέμβρη 2001! Στο τέλος, βέβαια, έρχεται ο από Αμερικής θεός, το γνωστό «happy end» και αποκαθιστά την τάξη. Ο γορίλας θυσιάζεται, για την ευτυχία της ξανθιάς με τον αγαπημένο της συγγραφέα.

Οσο η ταινία ήταν στη Νέα Υόρκη, πριν φύγουν για τη Μαδαγασκάρη, τα γυρίσματα ήταν από τα καλύτερα γυρίσματα εποχής, που έχουμε δει από τον αμερικάνικο κινηματογράφο. Η κάπως φουτουριστική αναπαράσταση της εποχής, το χιούμορ και τα απρόοπτα, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ελεγες πω, πω, ταινία που θα δω! Τα πράγματα άρχισαν να χαλάνε στο καράβι. Η περιπέτεια άρχισε να γίνεται σοβαροφανής. Ο εντυπωσιασμός κατάπιε την τρυφερότητα. Οταν η ταινία φτάνει στο νησί περνάει σε άλλου είδους αισθητικές και σε άλλου είδους γραφές! Εδώ κυριαρχεί το στεγνό «γκραν γκινιόλ». Τα ντεκόρ είναι απόκοσμα, βίαια και αποκρουστικά. (Καταπληκτικά σαν κατασκευές, βέβαια)! Το ίδιο αποκρουστικά είναι και τα ψυχρά χρώματα. Το αίμα, η βία και η αηδία μετατρέπουν τη ζούγκλα σε κόλαση. Δεινόσαυροι, νυχτερίδες, θεόρατες κατσαρίδες, πρωτόγονα χταπόδια, βδέλλες, πού να σας τα λέω... Και όλα αυτά να τρώνε ανθρώπους και να τρώγονται μεταξύ τους. Και μέσα σε όλον αυτόν το χαλασμό ο γορίλας να «δαγκώνει τη λαμαρίνα»! Ταινία της πλάκας, δηλαδή.

Και φτάνουμε στο φινάλε. Πάλι Νέα Υόρκη. Πάλι κάποια προσπάθεια για σοβαρότητα. Ομως, πρέπει να υπάρξει εντυπωσιακή αυλαία! Από τη μια ο Κινγκ Κονγκ και από την άλλη τα σώματα ασφαλείας. Το έργο τελειώνει μέσα σε γενικό χαμό. Το κερασάκι της θυσίας, και της υπολανθάνουσας ερωτικής τούρτας (ανάμεσα στην ωραία και το τέρας), τοποθετείται στο φινάλε της ταινίας στο «Εμπάιερ Στέιτ Μπίλντινγκ», το ψηλότερο κτίριο της Νέας Υόρκης! Σημειολογικό φινάλε, δε συμφωνείτε;

Ο σκηνοθέτης δεν είναι Αμερικανός. Είναι Νεοζηλανδός! Τύφλα να έχουν, όμως, οι Αμερικανοί. Εξαιρετικός μάστορας της εντυπωσιακής περιπέτειας. Κινεί με άνεση ανθρώπους, ζώα, μηχανές! Στο τέλος έφτιαξε ένα αξιοπρόσεκτο τίποτα! Και αυτό δεν είναι εύκολο. Αφού αν με ρωτήσετε, να δείτε ή να μη δείτε την ταινία, δεν μπορώ να σας απαντήσω θετικά ή αρνητικά. Θα σας πω και να τη δείτε και να μην τη δείτε!

Για την ιστορία σας θυμίζω, πως ο πρώτος Κινγκ Κονγκ γυρίστηκε το 1933! Και θεωρείται κλασικός. Στη συνέχεια έγιναν και άλλες απόπειρες τόσο στον κινηματογράφο όσο και στην τηλεόραση. Ακόμα και οι Ιάπωνες γύρισαν το δικό τους Κινγκ Κονγκ. Η προτελευταία απόπειρα έγινε το 1976. Ο σημερινός «Κινγκ Κονγκ» είναι η πιο ακριβή προσπάθεια επανακατασκευής, ριμέικ, ελληνικά! (Η ταινία στοίχισε 200 εκατ. δολάρια). Και, όπως είναι φυσικό, έχει όλα τα πλεονεκτήματα και όλα τα μειονεκτήματα των χρημάτων που ξοδεύτηκαν και της εποχής μας. Είναι εντυπωσιακός, χορταστικός, όμως, βιομηχανοποιημένος και ψυχρός.

Θυμίζω, πάλι για την ιστορία, πως ο σκηνοθέτης είναι ο δημιουργός της γνωστής τριλογίας «Αρχοντας των Δακτυλιδιών», με την οποία τριλογία απέσπασε τρία Οσκαρ (έχει πάρει δυο ακόμα)! Οσκαρ έχει αποσπάσει και ο Τζο Λέτερι, ο υπεύθυνος των «σπέσιαλ εφέ» της ταινίας. Το «καστ» των ηθοποιών είναι πολυεθνικό: Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Εγγλέζοι, Αμερικάνοι, Δανοί, Γερμανοί και, τέλος, Τζαμαϊκανοί...

Παίζουν: Ναόμι Γουότς, Αντριεν Μπρόντι, Τζακ Μπλακ, Τζέιμι Μπελ, Αντι Σέρκις, Κόλιν Χανκς.

ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ
Ο ήχος της Πόλης

Η τραγουδίστρια Σεζέν Ακτσού
Η τραγουδίστρια Σεζέν Ακτσού

Οταν λέμε «Πόλη», εννοούμε την Κωνσταντινούπολη! Και όταν λέμε «Ο ήχος της Πόλης», εννοούμε, κυρίως, το μουσικό ήχο (στο «βάθος», βέβαια, της μουσικής, υπάρχει ο ήχος του ανθρώπου και της πνευματικής και χειρωνακτικής του δραστηριότητας).

Ξεχάστε, όμως, τις τούρκικες μουσικές που έχετε ακούσει, είτε κατ' ευθείαν στα τούρκικα, είτε ελληνοποιημένες! Ο Τούρκος σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν, γεννημένος στη Γερμανία, έκανε μια προσπάθεια να αποκαλύψει τον αληθινό τούρκικο μουσικό ήχο. Εναν ήχο, που πηγάζει, συντίθεται, αλληλοεπηρεάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται, από όλες τις φυλές και τις εθνότητες που ζούσαν ή ζούνε στην Τουρκία!

Η ταινία, πρόκειται για ντοκιμαντέρ, ξεκινάει με τα «νέα ρεύματα». Τουρκικό ροκ, ραπ, κλπ. Σιγά σιγά, όμως, μας αποκαλύπτει τον αυθεντικό, τον πραγματικό ήχο της Πόλης! Και παρελαύνουν στην οθόνη οι Τούρκοι και οι Τουρκάλες Τσιτσάνηδες, Βαμβακάρηδες, Παπαϊωάννοι. Η Μπέλλου, η Καίτη Γκρέη, ο Καζαντζίδης... Μια άλλη Τουρκία, δηλαδή. Μια Τουρκία, η οποία ξέρει να μεταφέρει τους καημούς, τους έρωτες, το θάνατο, την ελπίδα στα τραγούδια της.

Δεν είμαι σε θέση να σας πω, αν είναι μόνον αυτοί «οι ήχοι της Πόλης». (Παρότι άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά στην Κωνσταντινούπολη και «καθαρό» πολιτικό τραγούδι). Είδα κάποιους δισταγμούς του σκηνοθέτη να μιλήσει «ανοιχτά». Στην ταινία του έβαλε, βέβαια, και πολιτικά ζητήματα. Το κουρδικό, το γλωσσικό, το μειονοτικό, γενικά. Τη θέση της γυναίκας. Τις δημοκρατικές ελευθερίες. Αλλά και τις δυσκολίες στην ελευθερία της έκφρασης. Πράγμα, που σημαίνει ότι κάποιοι ήχοι ή δε βγήκαν ακόμα στην επιφάνεια ή πνίγονται σε σκόπιμη αφάνεια. (Μην ξεχνάμε πως ο σκηνοθέτης είναι πια «Γερμανός», αφού γεννήθηκε, μεγάλωσε και κατοικεί στη Γερμανία).

Πάντως ό,τι ακούγεται στην ταινία είναι θαυμάσιο. Εστω και αν κάπου έχεις την αίσθηση πως όλα αυτά έγιναν, η ταινία δηλαδή, για να φανεί το ευρωπαϊκό, έστω με κάποιες ιδιομορφίες, πρόσωπο της Τουρκίας. Αφορμή για τη γνωριμία μας με τον μουσικό ήχο της Πόλης, μας δίνει ο Αλεξάντερ Χάκε, μέλος γερμανικού μουσικού συγκροτήματος, που, με το «μικρόφωνο στο χέρι», περιφέρεται στην Ισταμπούλ, συλλέγοντας «ήχους». Ηχους, που βγαίνουν από τα λαρύγγια ή τα όργανα Τσιγγάνων, Κούρδων, Τούρκων...

Εμφανίζονται: Baba Zula, Duman, Replicas, Mercan Dede, Selim Sesler, Aynur, Mϋzeyyen Senar, Sezen Aktsu κ.ά.

ΛΟΤΖΕ ΚΕΡΙΓΚΑΝ
Keane

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, από την αρχή, πως έχουμε να κάνουμε με μια «κλινική περίπτωση». Με έναν άνθρωπο, δηλαδή, που είναι ήδη άρρωστος ή βρίσκεται στα πρόθυρα να αρρωστήσει. Και αυτό έχει σημασία, για να ξέρουμε τι βλέπουμε! Βλέπουμε έναν άνθρωπο, που είναι πνιγμένος στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ και, κυρίως, απομονωμένο και κλεισμένο στον τραυματισμένο ψυχολογικά εαυτό του.

Το άτομο αυτό ζει με τις παραισθήσεις του και μέσα στις παραισθήσεις του. Πότε από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά και πότε από το ταραγμένο μυαλό του. Μέσα σ' αυτόν τον απελπισμένο λαβύρινθο, φτιάχνει ένα δικό του φανταστικό κόσμο. Σε κάποια στιγμή της ζωής του, εμφανίζεται μια ελπίδα ή δημιουργεί ο ίδιος μιαν ελπίδα! Ενα παιδί. Ενα μικρό κοριτσάκι (και η μάνα της). Ο «άρρωστος» αναθαρρεί! Πιστεύει πως μπορεί να πιαστεί από αυτήν την ελπίδα. Να γεμίσει το ανυπόφορο κενό του. Και, φυσικό είναι, γαντζώνεται πάνω σ' αυτά τα δυο πλάσματα. Και κυρίως στη μικρή. Στη μικρή, η οποία στη φαντασίωσή του (ή στην πραγματικότητα;) αντικαθιστά τη χαμένη (ή ανύπαρκτη;) κόρη του!

Ο ήρωας, από την αρχή της ταινίας μέχρι το τέλος της, αναζητά την κόρη του, την οποία απήγαγαν άγνωστοι σε κάποιο σταθμό! Αυτό που ισχυρίζεται το άρρωστο μυαλό του, το πραγματοποιεί ο ίδιος με την υπαρκτή ή φανταστική μικρούλα, που βρέθηκε στο δρόμο του.

Η ταινία είναι αισθητικά απόλυτα «σύμφωνη» με το «άρρωστο» θέμα της. Τα χρώματα, οι φωτισμοί, οι στενοί χώροι, τα ρούχα, η μουσική και οι ήχοι, η υποκριτική, κυρίως αυτή του πρωταγωνιστή της, βοηθούν να πραγματοποιηθεί το ζητούμενο ψυχογράφημα. Το ψυχογράφημα, που επιχειρεί ο σκηνοθέτης, χωρίς αίματα και ακρότητες. Χωρίς «εγχείρηση» και «άνοιγμα» του κρανίου! Αλλά με αργή, βασανιστική, «αναίμακτη επιστημονική» προσέγγιση. Με διάθεση να χωθεί βαθιά στο «άρρωστο» μυαλό και αφού κατανοήσει, στη συνέχεια, να εξηγήσει τη συμπεριφορά του ήρωα.

Ο Λότζε Κέριγκαν, με πολύ λεπτό και διακριτικό τρόπο, με απόλυτο έλεγχο όλων όσα συμβαίνουν στην οθόνη, μας παρασύρει στους αδιέξοδους διαδρόμους της επερχόμενης σχιζοφρένειας! Μαζί με την κάμερα μπαίνουμε και εμείς στις σκοτεινές διακλαδώσεις της ταραγμένης συνείδησης του ήρωα. Και νιώθουμε και εμείς μέρος της αγωνίας του. Το «ταξίδι» δε μας δημιουργεί επιφανειακό φόβο. Μας προκαλεί ίλιγγο! Μεγάλη ανησυχία και μεγάλη ανασφάλεια! Γιατί μπροστά μας απλώνεται ολόκληρος ο χάρτης του αδιέξοδου αυτής της αρρώστιας. Η οποία αρρώστια είναι απρόβλεπτη, για όλους και για τον καθένα...

Η ταινία, βέβαια, δεν είναι ρεαλιστική. Είναι περισσότερο αυτό που λέμε «φανταστικός κινηματογράφος». Ομως, επειδή ασχολείται σοβαρά με το νου και την «ψυχή» του ανθρώπου, αποσπά το σεβασμό μας.

Παίζουν: Ντάμιαν Λιούις (Νύφες), Αμι Ριάν, Αμπιγκέιλ Μπρεσλίν.

ΧΑΡΟΛΝΤ ΡΑΜΙΣ
Ληστεύοντας τη Μαφία

Ο Τζον Κιούζακ και άλλοι ...μαφιόζοι!
Ο Τζον Κιούζακ και άλλοι ...μαφιόζοι!

Η ταινία ισχυρίζεται πως είναι κωμωδία. Δεν είναι! Αλλά και να είναι, δε σου προκαλεί γέλιο. Αντίθετα, σε γεμίζει σκέψεις και ερωτηματικά. Λες, μα καλά, κουκούτσι μυαλό; Μπορείς να γελάσεις, όταν το πιστολίδι πάει σύννεφο; Και δεν είναι πιστολίδι στο κουτουρού. Είναι πιστολίδι στο ψαχνό!

Ενας δικηγόρος με διασυνδέσεις με τη μαφία στήνει μια κομπίνα και κλέβει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Και ενώ ετοιμάζεται να το σκάσει με την αγαπημένη του, κάτι στραβώνει και έρχονται τα πάνω - κάτω.

Τι, λες; Μας εντυπωσιάσατε με τη φαντασία σας! Τι πρωτοτυπία!

Φυσικά, με το «αν» δε γυρίζονται οι ταινίες. Το «Ληστεύοντας τη Μαφία» είναι αυτό που είναι. Τίποτα παραπάνω. Αλλο, τι θα μπορούσε να γίνει! Να γίνει μια σάτιρα, ας πούμε, για παρόμοιες θεματολογικά, «σοβαρές» όμως, ταινίες. Να «παίξει», δηλαδή, με τις αφέλειες και τις συμπτώσεις των σχετικών ταινιών. Οι οποίες, λίγο να το «τραβήξεις», μετατρέπονται (άμεσα και αμέσως) σε σάτιρα του εαυτού τους.

Τα παραπάνω δε βγαίνουν από το μυαλό μου. Τα υπαινίσσεται η ίδια η ταινία. Ομως, αντί να στρέψει εκεί το ενδιαφέρον της, παρασύρεται από το «ρεαλισμό» και κάνει τη σάτιρα «αλήθεια», με αποτέλεσμα να μην είναι τίποτα από τα δυο.

Παίζουν: Τζον Κιούζακ, Μπίλι Μπομπ Θόρτον, Κόνι Νίλσεν, Ράντι Κουέιντ, Ολιβερ Πλατ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ