Σχεδόν 7 δισ. ευρώ μεταφέρθηκαν από τα λαϊκά νοικοκυριά στις τράπεζες την περίοδο 2001-2005, μέσα από το μηχανισμό των αρνητικών επιτοκίων
Eurokinissi |
Ο μηχανισμός λήστευσης των λαϊκών εισοδημάτων από το σύνολο του τραπεζικού κεφαλαίου λειτουργεί μέσω δύο αλληλοσυμπληρούμενων επιπέδων. Το πρώτο επίπεδο το αποτελούν τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων που επέβαλαν με το «έτσι θέλω» και χωρίς εμφανή αιτία και λόγο οι τράπεζες από το 2001. Το πραγματικό επιτόκιο καταθέσεων ταμιευτηρίου (σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουμε), το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, ήταν -0,60% το 2001, -1,89% το 2002, -2,18% το 2003, -2,20% το 2004 και -2,72% το 2005. Χρόνο με το χρόνο δηλαδή αυξανόταν... αρνητικά, ζωή να 'χουμε. Με δεδομένο ότι οι καταθέσεις ταμιευτηρίου από το 2001 έως το 2005 κινήθηκαν μεταξύ 58,3 δισ. ευρώ και 79,8 δισ. ευρώ, οι απώλειες για τα λαϊκά εισοδήματα ξεκίνησαν από τα 350 εκατ. ευρώ το 2001 για να φτάσουν τα 2.170,6 εκατ. ευρώ το 2005 και σωρευτικά τα 6.709,4 εκατ. ευρώ την πενταετία. Εδώ ολοκληρώνεται το πρώτο επίπεδο της ληστείας, η οποία αποτελεί το δρόμο για να περάσουμε στο δεύτερο επίπεδο. Στα επιτόκια χορηγήσεων.
Οι καλοί μας τραπεζίτες τι κάνουν εδώ και αιώνες; Από τότε που το πλεονάζον βιομηχανικό κεφάλαιο δεν μπορούσε να επενδυθεί παραγωγικά, λόγω κορεσμού των σφαιρών τοποθέτησής του, με συνέπεια να το αποσύρουν προσωρινά, μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Το πλεονάζον αυτό κεφάλαιο αποτελεί και τη βάση του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος. Οι τραπεζίτες συγκεντρώνουν τις σκόρπιες αποταμιεύσεις των επιχειρηματιών και των εργαζομένων σε ένα γιγάντιο κεφάλαιο και το θέτουν στην υπηρεσία της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής. Με το αζημίωτο βέβαια, αφού για τις υπηρεσίες αυτές διεκδικούν ένα κομμάτι της υπεραξίας που εμφανίζεται με τη μορφή του τόκου. Συγκεντρώνουν λοιπόν τις σκόρπιες αποταμιεύσεις, και με την ιδιότητα των διαχειριστών κεφαλαίου καθορίζουν και τους γενικότερους όρους του παιγνιδιού, διαμορφώνουν τα επίπεδα των επιτοκίων καταθέσεων - χορηγήσεων, παιγνίδι βέβαια με σημαδεμένα χαρτιά, αφού αυτοί είναι πάντα κερδισμένοι. Οι κύριοι τραπεζίτες στις αποταμιεύσεις ταμιευτηρίου - σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία έχουν ξεπεράσει τα 80 δισ. ευρώ - προσφέρουν ονομαστικό επιτόκιο μόλις 0,88% και πραγματικό -2,72%. Ετσι ενθυλάκωσαν το 2005 2,2 δισ. ευρώ μόνο από το αρνητικό επιτόκιο των καταθέσεων ταμιευτηρίου. Υπάρχει όμως και συνέχεια.
Τι τα κάνουν όμως αυτά τα 80 δισ. ευρώ; Τα δανείζουν στους επιχειρηματίες (βιομηχανικά δάνεια) και στους ιδιώτες (στεγαστικά - καταναλωτικά). Με τι επιτόκιο; Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων το 2005 κυμαίνονταν από 4,06% έως 5,91% (ανάλογα με το αν ήταν κυμαινόμενο ή σταθερό, κλπ.). Δηλαδή 5-6 φορές υψηλότερο από το επιτόκιο ταμιευτηρίου. Εκεί βέβαια που δίνουν τα ρέστα είναι στα επιτόκια των πιστωτικών καρτών, όπου οι αθεόφοβοι - με στοιχεία πάντα του 2005 - τα διατηρούν σε επίπεδα του 14% - 16 φορές μεγαλύτερα από τα επιτόκια ταμιευτηρίου - ενώ το 2001 ξεπερνούσαν το 20%. Δικά τους είναι τα μαγαζιά, αυτοί καθορίζουν και τα τιμολόγια και σε όποιον αρέσει. Αυτή είναι η λογική του... απελευθερωμένου (από ποιους;) τραπεζικού συστήματος, που έχει θέσει υπό καθεστώς ομηρίας εκατομμύρια πολίτες αυτής της χώρας.
Με λίγα λόγια, τα χρήματα που συγκεντρώνουν από τις λαϊκές αποταμιεύσεις τα εκμεταλλεύονται διπλά. Πρώτα με τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων και στη συνέχεια με τα τοκογλυφικά επιτόκια χορηγήσεων.
Μέσα όμως από την προσφορά καταναλωτικών - στεγαστικών δανείων οι τράπεζες συμβάλλουν στην - πάντα προσωρινή - εξισορρόπηση της αντίθεσης παραγωγής - κατανάλωσης, η οποία διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθεση, η οποία δημιουργείται καθώς ο κεφαλαιοκράτης παραγωγός, στην προσπάθεια να μεγιστοποιήσει το κέρδος, μειώνει τους μισθούς των εργαζομένων. Σε εθνική κλίμακα η μειωμένη αγοραστική ικανότητα των μισθών οδηγεί σε περιορισμό της καταναλωτικής ζήτησης από την πλευρά των εργαζομένων, με αποτέλεσμα ένα μέρος των εμπορευμάτων που προορίζονται για ατομική κατανάλωση να μείνουν απούλητα. Με άλλα λόγια, η αναπαραγωγή του κεφαλαίου σκαλώνει στη μειωμένη αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων. Δεν αρκεί να παραχθεί η υπεραξία στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Αν το εμπόρευμα - κεφάλαιο δεν πουληθεί, δεν πραγματοποιηθεί, η υπεραξία που ενσωματώνει είναι σαν να μην υφίσταται, σαν να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ. Και εδώ αξίζει να θυμηθούμε την αναφορά του Μαρξ ότι σε τελική ανάλυση η βάση των καπιταλιστικών κρίσεων βρίσκεται πάντα στην υποκατανάλωση των εργαζόμενων τάξεων, υποκατανάλωση, η οποία αυξάνει παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και τη μεγέθυνση του βαθμού της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι, ως καταναλωτές πλέον, δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν τον όλο και μεγαλύτερο όγκο των εμπορευμάτων που παράγει η βιομηχανία. Και τι τρόπο βρήκαν να λύσουν τη βασανιστική αυτή αντίθεση οι πονηροί αστοί; Επιχειρούν να τη λύσουν μέσα από το μηχανισμό του τραπεζικού συστήματος, με τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων, τα οποία αναπληρώνουν τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των μισθών. Με τα δάνεια αυτά ζεσταίνεται η αγορά, αποκαθίσταται η ζήτηση, το κεφάλαιο πραγματοποιεί τον κύκλο των μεταμορφώσεών του, πωλείται, η διαδικασία της αναπαραγωγής του ολοκληρώνεται με επιτυχία. Εως πότε όμως θα επιλύεται η αντίθεση αυτή, με τον λαθραίο αυτό τρόπο. Ηδη τα τραπεζικά στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ξεπέρασαν το 40% του ΑΕΠ, το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς, το φάσμα της υπερχρέωσης προβάλλει απειλητικά πάνω από τη λαϊκή οικογένεια. Ερχεται δηλαδή η στιγμή, που η προωθητική δύναμη του δανεικού χρήματος αρχίζει να μειώνεται, ώσπου κάποια στιγμή σταματά εντελώς, και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Από παράγοντας ώθησης του κύκλου της αναπαραγωγής του κεφαλαίου γίνεται παράγοντας ανάσχεσής του. Δίπλα στο μειωμένο μισθό προστίθεται τώρα και η τοκοχρεολυτική δόση της τράπεζας, οπότε η αντίθεση παραγωγής - κατανάλωσης, η οποία προσωρινά είχε επουλωθεί, εμφανίζεται τώρα οξύτερη και δριμύτερη. Μια ματιά αν ρίξει κανείς στο ιδιωτικό χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών, που αγγίζει το 100% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, θα είναι σε θέση να καταλάβει πόσο βαθιές είναι οι αντιθέσεις που παράγει και αναπαράγει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.