Associated Press |
Στο «Γράμμα των πολεμιστών», όπως αποκαλείται το συγκεκριμένο κείμενο, μεταξύ άλλων οι υπογράφοντες σημείωναν:
«Εμείς, μάχιμοι αξιωματικοί και στρατιώτες, που υπηρετήσαμε το Κράτος του Ισραήλ για χρόνια και για πολλές εβδομάδες κάθε επιπλέον χρόνο, θυσιάζοντας την προσωπική μας ζωή, που δεχτήκαμε εντολές και οδηγίες, οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν με την ασφάλεια της χώρας μας...
Associated Press |
Εμείς, που νιώσαμε καλά πώς η εκτέλεση των εντολών στα κατεχόμενα εδάφη, καταστρέφουν όλες τις αξίες με τις οποίες μεγαλώσαμε...
Εμείς, που γνωρίζουμε ότι τα κατεχόμενα εδάφη δεν είναι μέρος του Ισραήλ και οι εποικισμοί πρέπει να εκκενωθούν...
Εμείς, δε θα συνεχίσουμε να πολεμούμε πέρα από τα σύνορα του 1967, με στόχο την κυριαρχία, την απομάκρυνση, την εξόντωση, την εξαθλίωση ολόκληρων λαών!
Οι επιχειρήσεις κατοχής και καταπίεσης δεν εξυπηρετούν την ασφάλεια του Ισραήλ!».
Μέσα στην καρδιά της κλιμάκωσης της ισραηλινής επίθεσης κατά του Λιβάνου, τα ισραηλινά και διεθνή ΜΜΕ μετέδιδαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ισραηλινού λαού τασσόταν υπέρ των αιματηρών επιχειρήσεων. «Ξεχνούσαν», φυσικά, επισταμένα να αναφερθούν στις σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις των φιλειρηνικών οργανώσεων και των πολιτικών παρατάξεων, όπως το «Μέτωπο για την Ειρήνη και την Ισότητα» («Χαντάς»), του οποίου κορμός είναι το ΚΚ Ισραήλ. Οπως επίσης, «παρέβλεπαν» το γεγονός ότι το κίνημα των αρνητών στράτευσης ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, καθώς όλοι οι, ήδη, αρνητές βρέθηκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας κατά του πολέμου, ενώ άρχισαν δειλά αλλά σταθερά να υψώνονται φωνές άρνησης και μεταξύ των εφέδρων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις στο Λίβανο.
Associated Press |
«Πρέπει επιτέλους να σπάσουμε αυτή τη συνένοχη σιωπή. Ξέρω ότι πολλοί θα με επικρίνουν και θα μου επιτεθούν αναρωτούμενοι πώς είναι δυνατόν να κατοικώ στο Σντερότ, που πλήττεται από ρουκέτες "Κασάμ" και να αρνούμαι να υπηρετήσω στο Λίβανο, για να μην πέφτουν "Κατιούσα" στο βορρά. Ολη αυτή η τρέλα δε θα σταματήσει με πόλεμο και επιθετικότητα ούτε με κατοχή. Πρέπει να σταματήσει τώρα...» δήλωνε ο Σαμπάτ, που χαρακτηριζόταν από τον ισραηλινό στρατό ως «διακεκριμένος στρατιώτης», αν και είχε αρνηθεί να υπηρετήσει και στα παλαιστινιακά εδάφη το 2002 και είχε φυλακιστεί 28 ημέρες (τις ημέρες, δηλαδή, της εφεδρείας του) γι' αυτό.
Στους τελευταίους αυτούς αρνητές έρχεται να προστεθεί η περίπτωση του επιλοχία πυροβολικού Ομρι Ζάιντ, ο οποίος αρνήθηκε να εκτελέσει εντολή για ρίψη 150 βλημάτων στο λιβανικό χωριό Μζαντάρα, μία ημέρα πριν ολοκληρώσει την ετήσια μηνιαία υπηρεσία του ως έφεδρος. «Αρνούμαι να χτυπήσω γυναίκες και παιδιά, σχολεία και σπίτια» δήλωσε ο Ζάιντ, που εγκατέλειψε τη θέση του. Προς το παρόν, ο Ζάιντ δεν έχει διωχτεί από την ισραηλινή στρατιωτική δικαιοσύνη.
Οι 4 αυτές περιπτώσεις είναι αυτές που επιβεβαιώνονται και από τον ισραηλινό στρατό. Η συνήθης στρατιωτική τακτική, ιδιαίτερα στις περιόδους εκείνες που αυξάνεται ο αριθμός των αρνητών λόγω των ειδικών συνθηκών, είναι να κρατήσει το κύμα μακριά από τα ΜΜΕ. Ετσι, αποφεύγει τα στρατοδικεία, δίνει «άδειες» προκειμένου «να έχουν το χρόνο όσοι αρνούνται να το ξανασκεφτούν» ή προχωρά σε συνοπτικές αποφάσεις επαναλαμβανόμενων ολιγοήμερων φυλακίσεων, που δεν ανακοινώνονται. Κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του πολέμου στο Λίβανο, τουλάχιστον 5 αρνητές (οι 2 για το Λίβανο) βρίσκονταν στις ισραηλινές στρατιωτικές φυλακές.
Associated Press |
Εξαιρούνται, επίσης, οι ορθόδοξες Εβραίες γυναίκες, που σε αντάλλαγμα προσφέρουν κοινωνική εργασία. Δεν καλούνται να υπηρετήσουν οι Ισραηλινοί Αραβες, που ξεπερνούν το 1/5 του ισραηλινού πληθυσμού. Σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία (και αυτό δε συνοδεύεται από κάποια αποδεκτή απαλλαγή, όπως είναι η θρησκεία), αντιμετωπίζει σειρά εμποδίων αν θελήσει να εργαστεί στο δημόσιο ή να κάνει πανεπιστημιακές σπουδές.
Ενας, γνωστός και στην Ελλάδα, διαδεδομένος τρόπος αποφυγής της στρατιωτικής θητείας είναι η επίκληση ψυχολογικών προβλημάτων. Το ιδιόμορφο στην περίπτωση του ισραηλινού στρατού είναι ότι εκτός από τους υποψήφιους στρατιώτες ή εφέδρους, την ύπαρξη τέτοιου είδους αιτίων επικαλείται συχνά και ο ίδιος ο στρατός απέναντι σε αρνητές στράτευσης, ιδιαίτερα σε όσους επισημαίνουν ότι δε θέλουν να υπηρετήσουν σε στρατό κατοχής.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ανταμ Κέλερ, ο οποίος είναι από τα νιάτα του μαχητικό στέλεχος της οργάνωσης των αρνητών στράτευσης σε επιχειρήσεις επιθετικές ή κατοχής, «Yesh Gvul». Ο Κέλερ αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο το 1982 και του ανέθεσαν βοηθητικά καθήκοντα. Οταν, ως έφεδρος, κλήθηκε το 1988 να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις καταστολής της πρώτης Ιντιφάντα, έγραψε, δύο συνεχόμενες νύχτες, πάνω στα τανκς της ίλης του συνθήματα κατά της κατοχής καλώντας τους συναδέλφους του να μη γίνουν κατοχικά εργαλεία.
Φυλακίστηκε για 3 μήνες και όταν έγινε επανεξέταση της περίπτωσής του, οι αξιωματικοί της επιτροπής τον ρώτησαν τα κίνητρα της πράξης του. Η απάντησή του ότι «με βάση την ανθρώπινη ιστορία υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι, και ο πόλεμος που κάνει το Ισραήλ τώρα είναι άδικος», μεταφράστηκε στην τελική απόλυσή του από το στράτευμα «ως περίπτωση που ακούει τη φωνή της Ιστορίας»!!! Ανάλογης μεταχείρισης τυγχάνει σήμερα και ο γιος του Κέλερ, Γιούρι, στον οποίο η επιτροπή που κλήθηκε να ελέγξει την ικανότητά του, του ξεκαθάρισε ότι «δε θέλει να ακούσει τίποτε για ειρήνη και για συνείδηση» γι' αυτό και συμπέρανε ότι «έχει ψυχολογικό πρόβλημα και δεν ανέχεται τις στολές!» Με τον τρόπο αυτό η ηγεσία του στρατού «ξεμπερδεύει» σχετικά ανώδυνα με αρκετούς αρνητές, αποφεύγοντας να δημοσιοποιήσει τα πραγματικά κίνητρά τους και φυσικά να δημοσιοποιήσει τις διακηρύξεις τους, που είναι βαθιά πολιτικές και επικριτικές για τις ιμπεριαλιστικές επιλογές των ισραηλινών ηγεσιών.
Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που, πιθανώς, για λόγους «παραδειγματισμού και συμβολισμού», ο πέλεκυς της στρατιωτικής δικαιοσύνης πέφτει ιδιαίτερα βαρύς. Η χαρακτηριστικότερη, ίσως, είναι του Γιόνι Μπεν Αρτζι, ο οποίος από το 2003, οπότε αρνήθηκε να παρουσιαστεί για τη θητεία του, έχει παραμείνει στις φυλακές λίγο πολύ 1 χρόνο και έπεται συνέχεια. Ο Μπεν Αρτζι τυχαίνει να είναι ανιψιός του πρώην πρωθυπουργού και ηγέτη του Λικούντ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, γνωστού για τις σκληρότατες θέσεις του. Οπως όλα δείχνουν, πληρώνει τη συγγένειά του αλλά και το ότι ο Μπεν Αρτζι απέναντι στα στρατοδικεία επέλεξε να πλήξει την «καρδιά» του στάτους κβο του ισραηλινού στρατού, δηλώνοντας ότι «το Ισραήλ είναι μια κοινωνία που στρατοκρατείται».
«Από το σχολείο υπάρχουν στρατιωτικές δραστηριότητες, υπάρχουν αξιωματικοί που μιλούν στους μαθητές, υπάρχει μια ολόκληρη προπαγάνδα που διαμορφώνει μια στρατιωτική συνείδηση και στους πολίτες. Ο στρατός έχει τη θέση θεού και ο καθένας κρίνεται περισσότερο από το βαθμό του και τη μονάδα του παρά από το οτιδήποτε άλλο. Αρνούμαι να συμμετάσχω στη διαιώνιση αυτού του καταστροφικού μύθου». Ενδεικτικό της αγανάκτησης που προκάλεσε ο 20χρονος Ισραηλινός, αλλά και της νοοτροπίας που κατήγγειλε, είναι το γεγονός ότι η επιτροπή «συνείδησης» που τον εξέτασε (εντελώς τυχαία αποτελούμενη και αυτή μόνο από στρατιωτικούς) έκρινε ότι «η συγκρότηση, η αποφασιστικότητα και η επιμονή του είναι χαρακτηριστικά δυνητικά εξαιρετικού στρατιώτη»! Γι' αυτό και φυλακίστηκε περισσότερο από τον καθένα.
Στο πλευρό των αρνητών βρίσκονται σειρά οργανώσεις. Η σημαντικότερη ίσως είναι η «Yesh Gvul» που ιδρύθηκε το 1982, κατά τη διάρκεια της τότε ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο. Υπάρχει, επίσης, η οργάνωση «New Profile», που αποτελείται κυρίως από γυναίκες και λειτουργεί ως ιστός υποστήριξης των οικογενειών των αρνητών, όπως και το κίνημα «Shministim», που εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο τους απόφοιτους λυκείου που αρνούνται να υπηρετήσουν τη θητεία τους σε στρατό κατοχής. Οι έφεδροι εκπροσωπούνται από την κίνηση «Courage to Refuse», που δημιουργήθηκε από τους 51 αρνητές εφέδρους το 2002 με την προαναφερθείσα επιστολή τους.
Τόσο οι οργανώσεις αυτές όσο και τα φιλειρηνικά κινήματα έχουν δώσει ιδιαίτερο βάρος στους αρνητές. Από τη μια γιατί η στάση τους προκαλεί σοβαρές ρωγμές στη μυθολογική εικόνα του στρατού που κυριαρχεί στη συλλογική συνείδηση του ισραηλινού λαού και από την άλλη γιατί η άρνηση, εξαιτίας όλου αυτού του βάρους, αποτελεί μια εξαιρετικά σοβαρή απόφαση, που ουσιαστικά σημαδεύει το υπόλοιπο της ζωής των αρνητών και σε πρακτικό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα όταν φυλακίζονται ή δεν μπορούν να βρουν εύκολα δουλιά. Πλέον, με βάση έρευνες, φαίνεται ότι το 25% των Ισραηλινών διάκειται θετικά απέναντι στο κίνημα των αρνητών, ποσοστό που φάνταζε ονειρεμένο πριν το 2002.
«Κάθε Ισραηλινός στρατιώτης έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να αρνείται να εκτελέσει σαφώς παράνομες εντολές ανωτέρων του, εντολές που βαρύνονται από "μαύρη σημαία"». Αυτό είχε αποφασίσει το 1956 ισραηλινό δικαστήριο μετά από τη σφαγή Παλαιστινίων από Ισραηλινούς κομάντος στο χωριό Καφρ Κάσαμ. Στα 50 χρόνια που πέρασαν από τότε, κανένας Ισραηλινός στρατιώτης δε δικαιώθηκε από στρατοδικείο με βάση αυτή την απόφαση, ενώ μόλις πριν από 2 χρόνια, το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ αναγνώρισε το δικαίωμα στην άρνηση στράτευσης. Οι αρνητές καλούν όλους τους Ισραηλινούς στρατιώτες να αποτινάξουν τη «μαύρη σημαία» πάνω από το κεφάλι τους.
«...Είναι ξεκάθαρο ότι σε μια δημοκρατική χώρα, η υπακοή δεν απαιτείται για ανήθικες πράξεις... η υπακοή στο πλαίσιο της δημοκρατίας έχει όρια και το ερώτημα είναι ποια είναι αυτά;», σημείωνε στη δική του επιστολή άρνησης ο Ράμι Κάπλαν, έφεδρος ταγματάρχης τεθωρακισμένων, που φυλακίστηκε πρώτη φορά το 2002. Και συνεχίζει: «Διάφορες κοινωνίες στον αιώνα μας αναγνώρισαν πολύ αργά ότι έχουν εμπλακεί σε μια καταστροφική διαδικασία πόνου και ηθικής χρεοκοπίας γιατί κανένα μέλος τους δεν ύψωσε το παράστημά του αρνούμενο να συμμετάσχει σε αυτά... Υπό το μανδύα κάποιας στρατηγικής αυτοάμυνας, βασικές ηθικές αρχές παραβιάζονται, είτε πυροβολώντας στο κεφάλι 7χρονα παιδιά είτε καταστρέφοντας σπίτια... Η συνέχιση της κατοχής καταστρέφει και την ισραηλινή κοινωνία, τη διαλύει σε βαθμό να γίνουμε τυφλοί απέναντι στα εγκλήματα που διαπράττουμε... Αρνούμαστε να γίνουμε Καλιγούλες για 25 ημέρες το χρόνο...»!
Ο συνάδελφος του Κάπλαν, Μάικ Ραφαέλι, έφεδρος λοχίας πυροβολικού, συμπληρώνει: «Το Δεκέμβρη του 2001 πέρασα για τελευταία φορά την Πράσινη Γραμμή στα Κατεχόμενα και θα παραμείνει η τελευταία... Δε χρειάζεται να δικαιολογήσω την άρνησή μου. Δικαιολογίες θα πρέπει να αναζητούν όσοι συνεχίζουν να υπηρετούν και να διαιωνίζουν την κατοχή. Ας μην αυταπατόμαστε: Η Κατοχή καταστρέφει το κράτος του Ισραήλ, οικονομικά, ηθικά και πνευματικά. Ας ξυπνήσουμε επιτέλους... Δεν υπάρχει ελαφρά κατοχή ή μερική.
Ενας λαός κατακτητής δεν μπορεί να είναι δίκαιος. Κατοχή και ειρήνη δεν μπορούν να συμβαδίσουν και αυτές τις ημέρες θα τις θυμόμαστε πάντα σαν την εποχή που οι καταπιεσμένοι του παρελθόντος έγιναν οι ίδιοι καταπιεστές... Στο στρατό απέκτησα το κουράγιο να ρίχνω δακρυγόνα σε σχολεία, να πυροβολώ παιδιά που πετούσαν πέτρες, να περιφρονώ την ανθρώπινη ζωή... Απέκτησα, όχι από το στρατό, όμως, και κάτι άλλο πλέον: το κουράγιο να αρνούμαι!».