Τα παραπάνω τονίζονται στην πρώτη εκτίμηση της ΚΕ του Κόμματος μετά τον πρώτο γύρο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών. Με αφορμή τα εκλογικά αποτελέσματα και την παραπάνω εκτίμηση του ΚΚΕ, πολύ μελάνι χύθηκε μέχρι σήμερα, συνηθισμένο και μονότονο πράγμα άλλωστε σε όλες σχεδόν τις εκλογικές αναμετρήσεις, όπου τα ίδια επιχειρήματα, με διαφορετική γαρνιτούρα, έρχονται και επανέρχονται. Αρκετά, μάλιστα, δεν έχουν αλλάξει στο ελάχιστο από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και κάποια ακόμα από τη δεκαετία του '80.
Η βασική λογική τους είναι η εξής: «Το ΚΚΕ, η Αριστερά, έχει μόνιμα στόχο το δικομματισμό, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και θέλει να τον χτυπήσει, να ελαττωθεί αυτός σε άθροισμα και σε ξεχωριστά ποσοστά μετά από κάθε εκλογές. Αλλά αυτό δεν το πετυχαίνει. Πάντα ο δικομματισμός στέκει το ίδιο δυνατός, μόνο εσωτερικές μετακινήσεις γίνονται. Πολλοί τη μια ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, την άλλη ΝΔ και αντίστροφα. Για την κατάσταση αυτή φταίει το ίδιο το ΚΚΕ και η πολιτική του. Η οποία δεν είναι ανοιχτή σε άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, όπως ο ΣΥΝ, ή σε άλλα κόμματα εκτός Δεξιάς, όπως το ΠΑΣΟΚ. Φταίει το ΚΚΕ γιατί δεν έχει λόγο ανανεωτικό, σύγχρονο, μένει σε στερεότυπα, αρνείται τη συμμετοχή στο κυβερνητικό και αυτοδιοικητικό παιγνίδι, αφού δεν πραγματοποιεί γενικότερες ή έστω τοπικές συμφωνίες στη βάση των τοπικών κοινωνιών, για να κερδίσουν κάτι οι εργαζόμενοι...».
Με την τακτική τους, την πολιτική τους, στη Βουλή και στους δήμους και τις νομαρχίες, όχι μόνο επιδιώκουν να εγκλωβίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και λόγω του σημερινού συσχετισμού καταφέρνουν και διαμορφώνουν και μια γραμμή αντίθεσης που δεν ξεπερνά τη διεκδίκηση ορισμένων επιμέρους λύσεων που μπορεί προσωρινά να ανακουφίζουν και να «πλανίζουν» κάπως, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, πλευρές, από τα πιο οξυμένα προβλήματα ορισμένων τμημάτων του λαού. Τα προβλήματα αυτά, όμως, με μαθηματική ακρίβεια, επανέρχονται με μεγαλύτερη ένταση αργότερα, αφού τα ίδια τα ημίμετρα «ανακούφισης» προετοιμάζουν με τη σειρά τους, μόλις έρθει η κατάλληλη στιγμή, και νέα αντιλαϊκά μέτρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις κάνουν «παραχωρήσεις» που τις χρησιμοποιούν μετά για να καταργήσουν δικαιώματα, όπως, π.χ., το αναπηρικό επίδομα. `Η παίρνουν τέτοια μέτρα που στη συνέχεια αυτά βοηθούν για τη λήψη νέων μέτρων ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα. Ιδιαίτερα στους δήμους και τις νομαρχίες ο εγκλωβισμός της δυσαρέσκειας αποτελεί για τους εκλεκτούς του δικομματισμού ουσιαστικό ζήτημα, βασικό μέλημα του δικομματισμού από την επομένη κιόλας κάθε εκλογικής μάχης.
Δικομματισμός εξακολουθεί να είναι και όταν, παραδείγματος χάριν, εκφράζεται με αποκρυστάλλωση πολιτικών κεντροαριστερών σχημάτων, όπως της Ελιάς στην Ιταλία υπό τον Πρόντι ή αλλού. Στο πεδίο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών η κάθοδος τέτοιων συγγενών σχημάτων, κυρίως ΠΑΣΟΚ- ΣΥΝ, ήταν γεγονός και σε αυτές τις εκλογές στη χώρα μας.
Μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις των 80 περίπου δήμων και νομαρχιών που πραγματοποιήθηκε αυτή η κοινή κάθοδος ή στήριξη, είχαμε αγώνα κατά του δικομματισμού, όπως διατυμπάνιζε η ηγεσία του ΣΥΝ; Η συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ενταχθεί στον αγώνα κατά του δικομματισμού; Δηλαδή, σε αυτούς τους δήμους και νομαρχίες είχαμε προσπάθεια χειραφέτησης από αντιλαϊκές επιλογές που αφορούν στην εργασία, στο εισόδημα, στα δικαιώματα των εργαζομένων, στους πολέμους στην περιοχή, στη φορομπηχτική πολιτική, στην Παιδεία, στην Υγεία, στην κοινωνική πολιτική, επιλογές δηλαδή τις οποίες με συνέπεια υλοποιούσε χτες ως κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ και υπηρετεί σήμερα ως αξιωματική αντιπολίτευση; Ή μήπως δεν φάνηκε από τον πρώτο γύρο ακόμα και πιο ξεκάθαρα στο δεύτερο γύρο η λειτουργία της αρχής των «συγκοινωνούντων δοχείων», ανάμεσα στους υποψήφιους υποστηριζόμενους από την ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΝ και τους δήθεν «αντάρτες» τους; Το γεγονός φυσικά είναι ένα: Ούτε «στον αιώνα τον άπαντα» μπορεί να προκύψει έτσι καμιά χειραφέτηση από το δικομματισμό!
Και, βέβαια, για όσους βιαστούν να πουν ότι αυτά δεν έχουν σχέση με τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές θα τους πούμε για μια ακόμα φορά ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι θεσμός που αποκεντρώνει τα άγρια νεοφιλελεύθερα μέτρα (όπως τα λένε και σωστά μόνο στα λόγια τα εξορκίζουν) στη γειτονιά που ζει ο κόσμος, στην επιχείρηση που δουλεύει, στο δήμο όπου ανήκει, στην περιφέρεια. Ακριβώς εδώ, σε τοπικό επίπεδο, αναπαράγονται όλα τα προβλήματα που προκαλεί η κεντρική εξουσία και ο σημερινός συσχετισμός δύναμης, που καταγράφεται υπέρ του δικομματισμού και των μικρότερων δυνάμεων εκείνων που έχουν παραπλήσια προγράμματα με το δικομματισμό. Τέτοια δύναμη, π.χ., αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά και σε αυτές τις εκλογές ο ΣΥΝ, που λόγω της φύσης του, του προγράμματός του, είναι δεμένος με ομφάλιο λώρο με το δικομματισμό. Εναν ομφάλιο λώρο που δεν μπορεί να κόψει, αφού είναι ο ίδιος ο δικομματισμός που τον κρατά στη ζωή, χρήσιμο - έστω και μικρό - στήριγμα και ανάχωμα της ριζοσπαστικοποίησης και χειραφέτησης λαϊκών συνειδήσεων.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι βασικές δυνάμεις-υποστυλώματα του συστήματος, από την κυβέρνηση της ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, έως τις συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, βγαίνουν με τη σημαία του «διαλόγου» είτε στο μέτωπο της Παιδείας, είτε αλλού, ενώ τελευταία και περισσότερο προεκλογικά ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις κράδαιναν τη σημαία της αντίστασης και της ρήξης. Μοναδικός τους στόχος η ενσωμάτωση και ο αποπροσανατολισμός και όχι η ουσιαστική προώθηση και επίλυση των προβλημάτων σε όφελος του λαού και της νεολαίας, αφού συμφωνούν «μέχρι τα μπούνια» με τις ονομαζόμενες μεταρρυθμίσεις. Η στάση τους είναι πάνω - κάτω ίδια σε όλες τις εκφράσεις του κινήματος. Συμμετέχουν ή πυροδοτούν κινητοποιήσεις κυρίως όταν εκτιμούν ότι θα έχουν κομματικό πολιτικό όφελος και όχι με βάση τα συμφέροντα του κινήματος. Μερικές μάλιστα φορές έχεις τη βεβαιότητα, παρακολουθώντας τις εξελίξεις, ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τον παροπλισμό και τη διάλυση του κινήματος, τη ρεφορμιστική κατεύθυνση στο περιεχόμενό του, παρά για την ανάπτυξή του, πολύ περισσότερο τη συνεπή ταξική μαζικοποίηση και ανάπτυξή του στην κατεύθυνση της ρήξης. Πρωτοστατεί φυσικά το ΠΑΣΟΚ και μαζί του ο ΣΥΝ και ορισμένες δυνάμεις αριστεριστών. Το πολύ πολύ να φτάνουν μέχρι μια κούφια αντιδεξιά ρητορεία που δε θίγει όμως στο ελάχιστο όχι «τα βάθρα του συστήματος» αλλά ούτε καν τις γυψοσανίδες του.
Παραπέρα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει από το μυαλό ότι συνολική ανατροπή στις συνειδήσεις και με έκφρασή τους στη λαϊκή ψήφο προϋποθέτει δυναμική κίνηση μαζών. Προϋποθέτει Μέτωπο κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων με σαφή προσανατολισμό, αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό, προϋποθέτει λαϊκή απόφαση και θέληση για ρήξεις και αλλαγές μέχρι και το επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, που να μπορούν να εκφραστούν και εκλογικά σε τοπικές ή γενικότερες εκλογές. Προϋποθέτει άλλη κατάσταση, κατάσταση όπου οι πάνω δε θα μπορούν να κυβερνάνε όπως πριν και οι κάτω δε θα θέλουν να κυβερνηθούν από αυτούς όπως πριν.
Αυτό όμως καθόλου δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να σταματήσουμε να λέμε στο λαό ότι πρέπει τώρα, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να μειώσει το δικομματισμό, να φύγει όσο γίνεται μακρύτερα από τα αστικά κόμματα, να τα εγκαταλείψει όσο γίνεται πιο μαζικά, να ανοίξει το δρόμο.
Εμείς δε βάζουμε τους πολιτικούς στόχους μας, δε διαμορφώνουμε τα συνθήματα ζύμωσης και πάλης μας ως εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος, ούτε ως πρόβλεψη δημοσκόπησης. Λέμε ως Κόμμα τη θέση μας στο λαό, για το ποιο είναι το πραγματικό του συμφέρον και πώς κατά την άποψή μας πρέπει να παλέψει γι' αυτό το ταξικό συμφέρον του.
Αν υποκύπταμε απλά στο σημερινό συσχετισμό και στην εκτίμηση του «ρεαλιστικού» και του «εφικτού», θα πηγαίναμε, όπως κάποιοι άλλοι, να πέσουμε στην αγκαλιά του δικομματισμού, και μάλιστα εθελοντικά, χωρίς να μας χρειάζονται οι προεκλογικές και μετεκλογικές προξενήτρες, ρόλο που παίζουν κάποιοι αρθρογράφοι του κατεστημένου.
Σωστά τόνιζε η ανακοίνωση της ΚΕ στην πρώτη εκτίμησή της μετά τις δημοτικές εκλογές:
«Απαιτείται σκληρή δουλιά και προσπάθεια, ώστε εργατικές και γενικότερα λαϊκές μάζες που έχουν φθάσει ως ένα βαθμό στο συμπέρασμα ότι τα δυο κόμματα δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές ή και ότι έχουν την ίδια στρατηγική, να κάνουν ένα βήμα εμπρός: Να αποκτήσουν συνείδηση της δύναμής τους, να συσπειρωθούν στο δρόμο της πάλης ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική που υπηρετεί τα κέρδη και την ιμπεριαλιστική πολιτική, να διαφοροποιήσουν και να ανατρέψουν τον πολιτικό συσχετισμό προς όφελος της αντεπίθεσης και της προοπτικής...».